Ο Νικόλας Σεβαστάκης άκουσε τις προάλλες «μια ανατριχιαστική φράση» από έναν συνάδελφό του της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αυτός, αναφερόμενος σε μια άλλη συνάδελφό τους, η οποία έγραψε κάτι πέραν των επιστημονικών της ενδιαφερόντων, εκτίμησε ότι «έκανε το ψώνιο της». Η συγκεκριμένη φράση, παρότι συνηθισμένη, δεν είναι και τόσο αθώα, παραπέμπει σε απροσδιόριστη καχυποψία και ατεκμηρίωτη περιφρόνηση, υπονοεί «ότι σε διαφορετικά πεδία κάτι θεωρείται, ας πούμε, ακάθαρτο ή υποδεέστερο».

Ο ίδιος ο Σεβαστάκης, καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας, δημόσιος διανοούμενος και συγγραφέας, μπορεί να μην έχει αντιμετωπίσει ευθέως τέτοιες αντιλήψεις, τις έχει όμως ψυχανεμιστεί σίγουρα κατά το παρελθόν, «από πανεπιστημιακούς, παράγοντες της κοινωνικής πιάτσας, εκπροσώπους της «καθαρόαιμης» τέχνης», όπως δήλωσε στο «Βήμα».

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Καταγωγή [ή Οι ιστορίες των άλλων] (εκδ. Πατάκη), το έκτο λογοτεχνικό του έργο. «Στο δικό μου το μυαλό ισχύει ακόμη ο διαχωρισμός των ειδών. Αλλο είναι να γράφεις μια μελέτη ή ένα δοκίμιο και άλλο μυθοπλασία. Προτιμώ να βγαίνω από το ένα και να μπαίνω στο άλλο. Εχω συναίσθηση ωστόσο, το μεγαλύτερο ρίσκο είναι πως η διαδικασία αυτή δεν γίνεται πιστευτή. Η λογοτεχνία υπήρχε ανέκαθεν στη ζωή μου, ένα πάθος από την παιδική μου ηλικία. Πεζογραφία, πάντως, ξεκίνησα να δημοσιεύω μετά τα 48 μου χρόνια» επισήμανε όλο νόημα.

«Για τις διαγενεακές σχέσεις»

Ο Σεβαστάκης έχει εκδώσει επίσης συλλογές ποιημάτων και διηγημάτων και ένα ακόμη μυθιστόρημα, τον Ανθρωπο στη σκιά (2019), το αμέσως προηγούμενο. «Σε εκείνο διαχειρίστηκα ένα πρόσωπο της πολιτικής τρομοκρατίας. Η εμβέλεια του θέματος δεν ήταν τόσο μεγάλη. Στην «Καταγωγή», ένα βιβλίο που το δούλεψα και του έδωσα πολύ χρόνο μέσα μου, εννοώ ότι το έγραψα και το διάβασα πολλές φορές μέσα μου, το θέμα είναι πιο πλατύ από όλες τις απόψεις. Είναι ένα μυθιστόρημα για τις διαγενεακές σχέσεις, για το πώς κληροδοτείται το σκληρό μέταλλο της ιστορίας, ο πόνος, σε νεότερους ανθρώπους οι οποίοι πασχίζουν να τον καταλάβουν».

Πρωταγωνιστής, εν προκειμένω, είναι ο Αρης Χειμωνίτης, ένας νεαρός φιλόλογος που ζει και εργάζεται στην Αθήνα, επιθυμεί διακαώς να γίνει συγγραφέας και αρχίζει να ωριμάζει πνευματικά όταν συνειδητοποιεί με ποιον τρόπο είχε δράσει η μητέρα του, η διορθώτρια-επιμελήτρια λογοτεχνικών κειμένων Δέσποινα Μπουζιάνη, κατά την περίοδο της δικτατορίας. Το βιβλίο διαδραματίζεται στη δεκαετία του ’90.

«Τα μέσα εκείνης της δεκαετίας αποδείχθηκαν προδρομικά για ό,τι συμβαίνει σήμερα. Τότε οι φαντασιακές διαστάσεις του πλούτου, της ευημερίας και του εκσυγχρονισμού ήταν έντονες. Ο Αρης δεν είναι ένας τυπικός νέος της εποχής του, είναι πιο «παλιακός», έτσι θα τον χαρακτήριζα. Αν και δεν μοιράζεται πολλά με τη γενιά του, συμμετέχει στην ευρύτερη αλλαγή του ορίζοντά της, σε κάτι μετα-πολιτικό αν προτιμάτε, μια αποκοπή από τα βάρη της ελληνικής ζωής και ένα άνοιγμα στο παρόν. Ομως τον Αρη δεν τον γεμίζει η συγχρονία, εξ ου και αναζητεί ιστορίες του παρελθόντος, ιστορίες άλλων, προκειμένου να τις διερευνήσει και μέσα από αυτές να δομήσει την ανδρική του ταυτότητα, ανθρώπινη και συγγραφική. Ο ήρωάς μου αποδεικνύεται πιο αδύναμος από τις συναντήσεις του. Αυτό είναι, για εμένα τουλάχιστον, ένα κρίσιμο στοιχείο του μυθιστορήματος» ανέφερε ο Σεβαστάκης.

Συναντήσεις αντιθέτων

Στο σημείο αυτό ας σταθούμε στον όρο «συναντήσεις». Ο Αρης, ανακαλύπτοντας το αγωνιστικό παρελθόν της μάνας του, επί της ουσίας συναντιέται εκ νέου μαζί της. «Η Δέσποινα βρίσκεται στον πυρήνα της αφήγησης. Αποτελεί το πλέον ηθικό της υποκείμενο. Φέρει ένα τραύμα, κατ’ εξοχήν σωματικό, αλλά έχει επιλέξει τη σιωπή, δεν μιλάει για τα περασμένα και δεν τα μεταβιβάζει. Δεν ακολούθησε τη συμβατική στρατηγική του μάρτυρα με τη στενή έννοια. Εχει φτιάξει έναν ιδιωτικό χώρο, ένα «απομονωτήριο», και έχει μετατρέψει την αφοσιωμένη εργασία της με τα βιβλία σε κοινωνική προσφορά. Τη συντρέχει και τη στηρίζει ο σύζυγός της, ο Μάνθος, ο πατέρας του Αρη, ένας αρχιτέκτονας της πράξης, η προέκτασή της στον εξωτερικό κόσμο. Κοιτάξτε, συλλογιζόμενος τη Δέσποινα, επειδή ξέρω ότι ενδέχεται να με διαβάσουν και πολλές αυθεντικές της εκδοχές, με σάρκα και οστά και μνήμες, κατανοώ ότι το βίωμα είναι μια περίπλοκη και επισφαλής συνθήκη. Το σέβομαι απολύτως αυτό. Και σας διαβεβαιώνω ότι στη λογοτεχνία μου τηρώ πάντοτε το πρωτόκολλο: ακόμη και για να απιστήσεις στο πραγματικό, οφείλεις να το γνωρίζεις. Υπηρετώ όμως έναν ρεαλισμό αποχρώσεων και διαφυγών, όχι έναν ρεαλισμό κλειστό και αποπνιχτικό» υπογράμμισε ο Σεβαστάκης.

Πλην όμως, δεν τελειώσαμε με τις «συναντήσεις» που έχει ο Αρης σε τούτο το βιβλίο. Δύο τύποι, ο Οδυσσέας Αγαθάγγελος και ο Κρίστο, ο ένας αρκούντως σκοτεινός και ο άλλος μάλλον τρυφερός, μπαίνουν στη ζωή του. «Εξαρχής είναι ευκρινές ότι ο Αγαθάγγελος ξέρει αρκετά για τον Αρη, ότι κατά κάποιον τρόπο τον παρακολουθεί. Λόγω της μητέρας του, ασφαλώς. Ο Αγαθάγγελος ενσαρκώνει την αλλόκοτη περίπτωση ενός ανερμάτιστου διανοητή της Ακρας Δεξιάς ο οποίος είχε μετεξελιχθεί, επί χούντας, σε ένα είδος αναβαθμισμένου χαφιέ. Προφανώς, δεν μεταμορφώθηκε ποτέ σε κάτι άλλο, πιο δημοκρατικό. Απογοητεύτηκε πάντως από πρόσωπα και καταστάσεις του δικού του χώρου και γοητεύτηκε από την ιδεολογικά αντίθετη Δέσποινα Μπουζιάνη, σε ένα μύχιο επίπεδο, από την ηρωική της αντοχή. Ο Αγαθάγγελος θα καταφύγει κάποια στιγμή στην Ιταλία, όπου θα συνυπάρξει με τον Κρίστο, αυτός είναι ο άλλος τύπος με τον οποίο συναντιέται ο Αρης. Ο Κρίστο είναι ένας ελαφρύς άνθρωπος, ένα ακόμη δείγμα της ελληνικής πανίδας στη δεκαετία του ’60, πρώην κομπάρσος σε ταινίες και καλλιτεχνική φύση εν γένει. Ηξερε και τον Νίκο Γκάτσο, μεταξύ άλλων. Ο Κρίστο είναι ερωτευμένος με μια γυναίκα, αυτό είναι όλο».

H λογοτεχνία ως επεξεργασία τρίτων φωνών

Ο Νικόλας Σεβαστάκης, γεννημένος στο Καρλόβασι Σάμου το 1964, μεγάλωσε σε ένα σπίτι της λόγιας Αριστεράς. «Η οικογενειακή ζωή δίνει πάντοτε σε έναν άνθρωπο μια κατεύθυνση. Δεν νομίζω όμως ότι υφίστανται ποτέ ευθύγραμμες αναφορές ή αναγωγές. Οι ιστορίες των άλλων ανθρώπων φτιάχνουν την καταγωγή του καθενός, εν πολλοίς ή εν μέρει. Για εμένα, αυτό είναι η λογοτεχνία, η οικειοποίηση αυτών των ιστοριών. Η λογοτεχνία είναι μια επεξεργασία φωνών, των τρίτων φωνών. Αλλες φωνές μάς σώζουν, άλλες μας συρρικνώνουν. Αλλες είναι φωτεινές, άλλες τρομακτικές. Η καταγωγή ενός ανθρώπου δεν είναι η καταγωγή ενός Εγώ, αλλά η σχέση αυτού του Εγώ με αμέτρητες άλλες φωνές. Ή με ορισμένες προνομιακές φωνές. Στην περίπτωση του Αρη, η προνομιακή φωνή είναι, κατά βάση αλλά όχι μόνο, εκείνη της μητέρας του».

O Νικόλας Σεβαστάκης παρουσιάζει το βιβλίο του τη Δευτέρα 12 Ιουνίου, στις 19.00, στο Καφέ στον Κήπο του Νομισματικού Μουσείου. Συνομιλητές του οι Χρίστος Κυθρεώτης, Φωτεινή Τσαλίκογλου.