Από τη «μικρή» Ιρλανδία των 7 εκατομμυρίων κατοίκων προέρχεται ένα πλήθος εκ των σημαντικότερων συγγραφέων του αγγλόφωνου κόσμου: από τον Λόρενς Στερν, τον Τζόναθαν Σουίφτ και τον Οσκαρ Ουάιλντ ως τον Γέιτς, τον Τζόις, τον Μπέρναρντ Σο και τον Σάμιουελ Μπέκετ – για να αναφέρω ελάχιστους. Σε αυτούς ανήκει και η Αϊρις Μέρντοχ (1919-1999). Την έκανε γνωστή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια πρωτοπόρος εκδότρια, η αείμνηστη Ιωάννα Χατζηνικολή, που από το 1988 ως το 2005 εξέδωσε δέκα βιβλία της. Ανάμεσά τους και το κορυφαίο της, όπως αποτιμάται σήμερα: το Θάλασσα, θάλασσα, που τιμήθηκε το 1978 με το βραβείο Booker. Εκείνη η πρώτη έκδοση στα ελληνικά ήταν από χρόνια δυσεύρετη. Η επανέκδοση του μυθιστορήματος από τις εκδόσεις Gutenberg έχει ιδιαίτερη σημασία: αφενός καλύπτει ένα κενό και αφετέρου – το σημαντικότερο – η νέα μετάφραση (από την Αθηνά Δημητριάδου) είναι πολύ καλύτερη.
Η Μέρντοχ έγραψε αυτό το ογκώδες μυθιστόρημα (ας μην τρομάξει ο αναγνώστης από το μέγεθός του΄ διαβάζεται «απνευστί») για να μας περιγράψει το πάθος, τον φόβο και την ατελή συνθήκη της ύπαρξης μέσω του κεντρικού της ήρωα Τσαρλς Αροουμπαϊ – μια φιγούρα που ο αναγνώστης δεν θα την ξεχάσει όσα χρόνια κι αν περάσουν, όπως συμβαίνει με τα μεγάλα κλασικά μυθιστορήματα.
Μοναχικός και ευάλωτος
Ο Αροουμπαϊ, διάσημος θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, αποφασίζει στα εξήντα του χρόνια να εγκαταλείψει τον λαμπερό κόσμο του θεάτρου που τον δόξασε, να ζήσει μόνος του στο σπίτι που αγόρασε σε μια ερημική ακτή και σαν «σοφός γέρων» να γράψει τα απομνημονεύματά του. Ζει με τα στοιχειώδη, μαγειρεύει μόνος του και στοχάζεται πάνω στα όσα έζησε, στο νόημα της εποχής του και στη ματαιότητα και στο εφήμερο της ζωής αναζητώντας το βαθύτερο νόημά της μέσα στη φύση. Γράφει λοιπόν για την καθημερινότητά του, για το γοητευτικό αλλά και αφιλόξενο τοπίο, και ανακαλεί τις αναμνήσεις του χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει αν τα όσα γράφει αποτελούν μυθιστόρημα, ημερολόγιο ή χρονικό. Αποφασίζει να είναι ένας μοναχικός άνθρωπος, όμως τώρα πιο ευάλωτος από παλαιότερα.
Ο Αροουμπαϊ ωστόσο δεν έχει την ψυχολογία του αγίου ή του «σοφού ερημίτη» και μοιάζει περισσότερο με ήρωα του ύστερου ρομαντισμού. Με τη θάλασσα δεν τα πάει και πολύ καλά και τη ζωή που άφησε πίσω του θα την ξαναβρεί μπροστά του. Κάποια μέρα συναντά συμπτωματικά την εφηβική του αγάπη, μια γυναίκα ονόματι Χάρτλι, η οποία είναι πλέον άχαρη και συνεσταλμένη, παντρεμένη με έναν άξεστο πρώην στρατιωτικό. Δεν έχει καμιά σχέση με το πλάσμα που είχε γνωρίσει στο παρελθόν΄ εν τούτοις ο Αροουμπαϊ νιώθει μια ακατανίκητη έλξη. Ολες του οι προσπάθειες από εκεί και πέρα θα είναι να την αποσπάσει από τη φυλακή – όπως νομίζει – του γάμου της.
Αυτοκαταστροφική συμπεριφορά
Τώρα στο κάδρο μπαίνουν κι άλλοι: παλιοί του φίλοι από το θέατρο, ένας εξάδελφός του, ο Τζέιμς, οπαδός του βουδισμού, που αποτελεί ένα είδος alter ego του, από τα χαρακτηριστικότερα και πιο δραματικά πρόσωπα της αφήγησης΄ και πολλοί άλλοι. Η συμπεριφορά του Αροουμπαϊ τον καθιστά επικίνδυνο τόσο για τον ίδιο όσο και για τους γύρω του και η γερασμένη αγαπημένη του βρίσκεται διχασμένη ανάμεσα στην εφηβική της αγάπη και στον σύζυγό της.
Το αποτέλεσμα είναι οι δύο άνδρες στο τέλος να στραφούν βίαια ο ένας εναντίον του άλλου. Ο ακατανόητος γεροντικός έρωτας έχει μεταμορφωθεί όχι μόνο σε μια παράλογη εμμονή αλλά και σε τυφλό μίσος.
Πέραν του καλού και του κακού
Σε αυτό το περιβάλλον η φαντασία λειτουργεί σαν αντεστραμμένη αλήθεια, δηλαδή σαν υπέρτατο ψέμα. Οχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για όσους τον περιβάλλουν, τις επιμέρους ιστορίες των οποίων διαπλέκει αριστοτεχνικά η συγγραφέας στην κεντρική αφήγηση. Ο Αροουμπαϊ, ο παλιός είρων και νάρκισσος, θα καταρρεύσει και θα καταντήσει αντικείμενο χλευασμού. Ο αναγνώστης δεν είναι βέβαιος για το κατά πόσο ο αναχωρητής αυτός είναι ειλικρινής στα όσα γράφει, αλλά όσο προχωρεί στην ανάγνωση βεβαιώνεται πως η ύπαρξη είναι ατελής και πως αυτό καθιστά ατελή και την ίδια τη ζωή, το αληθινό νόημα της οποίας είναι να προχωράμε παρακάτω. Αυτό συνιστά και τη βιοθεωρία της Μέρντοχ που τη συναντάμε και σε άλλα μυθιστορήματά της. Το να ξεπερνάμε δηλαδή τη σύγκρουση του καλού με το κακό.
Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, όπου ο πρωταγωνιστής λέει ευθέως πως αυτό που θέλει στα γεράματά του είναι «να γίνει καλός». Στο τέλος θα επιστρέψει στον κόσμο που είχε αφήσει πίσω του, στο Λονδίνο και στο θέατρο, στο «δαιμονοποιημένο προσκύνημα που λέγεται ζωή», όπως λέει, και αφήνοντας πίσω την αυταρέσκεια και τα φαντάσματά του θα ομολογήσει: «Ναι, ήμουν ερωτευμένος με τα νιάτα μου».
Σαν τον Πρόσπερο στην «Τρικυμία»
Ο τίτλος του μυθιστορήματος μας παραπέμπει, βέβαια, στην κραυγή «θάλαττα, θάλαττα» των Μυρίων στην Κύρου ανάβασιν του Ξενοφώντος. Μόνο που εδώ η θάλασσα είναι το ομόλογο του ταραγμένου κόσμου του πρωταγωνιστή. Και το θαλασσινό του σπίτι ομόλογο και αυτό της σπηλιάς του Πρόσπερο στην Τρικυμία του Σαίξπηρ. Συγκρίσεις με το κύκνειο άσμα του Βάρδου ο εξοικειωμένος αναγνώστης μπαίνει στον πειρασμό να τις επιχειρήσει, αφού ο πρωταγωνιστής εδώ είναι άνθρωπος του θεάτρου και λατρεύει τον Σαίξπηρ – αλλά ως ένα σημείο. Βρισκόμαστε σε άλλη εποχή. Οπως έγραψαν στη νεκρολογία τους για αυτή τη θαυμάσια συγγραφέα οι «Times» του Λονδίνου, τη Μέρντοχ «την απασχολούσε η μελέτη του ατελούς ή μάλλον της αδυνατότητας του τέλειου, λες και το τέλειο – όπως και η έννοια του καλού, με την οποία είχε τόσο πολύ ασχοληθεί – είναι κατά βάση πέραν του ανθρώπινου επιτεύγματος». Αυτό το «ατελές» νομίζω ότι μεταφορικά – και ίσως όχι μόνο μεταφορικά – παραπέμπει σε έναν θαυμάσιο στίχο ενός άλλου μείζονος ποιητή, πλην του Γουέρντσγουερθ στον οποίο αναφέρεται ο Τζον Μπέρνσαντ στο θαυμάσιο εισαγωγικό δοκίμιό του· του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ: «Της καλλιτεχνίας η βασανιστική κατάρα: το Ανολοκλήρωτο!». Βέβαια το Θάλασσα, θάλασσα δεν είναι «ανολοκλήρωτο» μυθιστόρημα – κάθε άλλο. Είναι η εποχή μας με τη γοητεία, τις ατέλειες και τις αδυναμίες της. Γι’ αυτό και μολονότι έχουν περάσει σαράντα πέντε χρόνια από τότε που πρωτοεκδόθηκε είναι σαν να γράφτηκε σήμερα.