«Αν ήταν να ζήσω μόνη σε ένα έρημο νησί, θα μου αρκούσε να τρέφομαι με αυτές τις ελληνικές ελιές», λέει μασουλώντας μια θρούμπα σε ένα εστιατόριο της Θεσσαλονίκης η συγγραφέας και ηθοποιός Εμινέ Σεβγκί Εζνταμαρ, προσκεκλημένη του Ινστιτούτου Γκαίτε στη 19η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου.

Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Τουρκία, ζει εδώ και δεκαετίες στη Γερμανία και γράφει στα γερμανικά, πέρυσι μάλιστα το αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα Ενας χώρος περικυκλωμένος από σκιές τιμήθηκε με το βραβείο Μπίχνερ, την ανώτερη λογοτεχνική διάκριση στον γερμανόφωνο χώρο. Τη ρωτάμε λοιπόν αν είναι τουρκάλα ή γερμανίδα συγγραφέας.

«Ο τούρκος ποιητής Τζαν Γιουτζέλ έλεγε πως η λογοτεχνία έχει μία και μοναδική πατρίδα, τον κόσμο. Συνάντησα τη γερμανική γλώσσα στο θέατρο και έτσι απέκτησα μια σωματική σχέση μαζί της, είτε γιατί έπαιζα αυτή τη γλώσσα με το σώμα μου είτε γιατί την παρατηρούσα μέσα από τα σώματα των άλλων». Από τα γερμανικά είχαν μεταφραστεί και στη γλώσσα μας παλιότερα τα βιβλία της Η ζωή είναι ένα καραβανσαράι (εκδ. Καστανιώτη), Μουσαφιραίοι (εκδ. Μπιλιέτο), Η γέφυρα του χρυσού Κεράτιου (εκδ. Αρμίδα).

Και τώρα, ύστερα από 17 χρόνια λογοτεχνικής σιωπής, ο ογκώδης απολογισμός της ζωής της. Βασικοί σταθμοί της η Κωνσταντινούπολη και η Αριστερά του ’68, το Βερολίνο και οι μαθητές του Μπρεχτ, το Παρίσι και οι θεατρικές σκηνές.

Το σανατόριο των λέξεων

«Μετά το φασιστικό πραξικόπημα στην Τουρκία το 1971 είχα την αίσθηση πως οι τουρκικές λέξεις στο στόμα μου είχαν αρρωστήσει. Χρειάζονταν λοιπόν ένα σανατόριο. Οταν οι «βλοσυροί» αναλάβουν την εξουσία, σου χαλάνε πρώτα τη γλώσσα. Γιατί πρέπει να μαζέψεις όλες τις λέξεις που είχες μάθει και χρησιμοποιούσες με τόση χαρά και να τις κρύψεις κάτω από τη γλώσσα σου, να σκίσεις τα γράμματά σου για να μην τα βρει η αστυνομία. Hταν μια στιγμή που και εγώ η ίδια είχα αρρωστήσει. Την εποχή εκείνη η γλώσσα είχε βαρύτητα στην Τουρκία και μαζί της οι άνθρωποι του λόγου. Πολλοί από αυτούς, νεαροί φίλοι μου, κρεμάστηκαν χωρίς να είναι ένοχοι για κάτι. Oταν έρχονταν στο σπίτι οι αστυνομικοί ψάχνοντας για κρυμμένους και μετά έφευγαν χωρίς να βρουν κανέναν, κατέβαινα στη στέρνα που είχαμε στο σπίτι μέσα στο δάσος και τραγουδούσα Μπρεχτ. Ξανάβρισκα έτσι τον εαυτό μου, ούτε κι εγώ δεν ξέρω γιατί. Hταν σαν ο Μπρεχτ να μου υποσχόταν μια ουτοπία. Eνας ελβετός φίλος μού συνέστησε να πάω στον Μπένο Μπεσόν, εξαιρετικό μαθητή του Μπρεχτ. Oταν τον συνάντησα, του είπα «ήρθα για να μάθω δίπλα σας το μπρεχτικό θέατρο» και αυτός με κοίταξε και μου είπε «καλώς ήρθες». Η πρώτη μου γερμανική λέξη με έκανε ευτυχισμένη. Αυτό το «καλώς ήρθες»».

«Οταν οι «βλοσυροί» αναλάβουν την εξουσία, σου χαλάνε πρώτα τη γλώσσα. Γιατί πρέπει να μαζέψεις όλες τις λέξεις που είχες μάθει και να τις κρύψεις κάτω από τη γλώσσα σου».

Η Eζνταμαρ θα πάρει την απόφαση να φύγει, να πάρει τον δρόμο της ουτοπίας, στην Τζούντα, ένα νησάκι έξω από το Αϊβαλί, που το λέγαμε στα ελληνικά Μοσχονήσι, στην είσοδο του Αδραμυττηνού Κόλπου. Το βιβλίο της ξεκινά με τις νύχτες των ενδοιασμών στο νησί, την αγωνία για το αν παίρνει τη σωστή απόφαση, δίπλα σε μια ερειπωμένη ορθόδοξη εκκλησία, με το μινύρισμα της Ιστορίας να βγαίνει από τις κόχες και τα πηγάδια, λόγια ελληνόπουλων που είχαν ζήσει εκεί πριν απελαθούν με την ανταλλαγή των πληθυσμών.

«Το 1923», μας λέει η συγγραφέας, «μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γεννήθηκε η ιδέα του τουρκικού εθνικού κράτους, ο «Τούρκος» όμως ήταν ακόμα μια φαντασίωση του μέλλοντος και έπρεπε πρώτα να δημιουργηθεί. Το πρόβλημα για τα εθνικά κράτη είναι οι άλλοι, αυτοί που δεν ανήκουν στο ίδιο έθνος ή στην ίδια θρησκεία. Και έτσι οι Eλληνες που ζούσαν εκεί από την εποχή του Ομήρου, στον Πόντο, στα παράλια του Αιγαίου, στην Καππαδοκία, μετεγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Το ίδιο συνέβη αντίστροφα και με τους Τούρκους που ζούσαν πολύ καιρό στην Ελλάδα. Ούτε οι μεν όμως ούτε οι δε μπορούσαν να πάρουν μαζί τους τους νεκρούς τους ή τις εκκλησίες και τα τζαμιά τους. Αλλά πήραν τη γλώσσα μαζί τους».

Το τραύμα της ανταλλαγής

Κατά κάποιον τρόπο βέβαια οι πρόσφυγες παρέμεναν «άλλοι» και στη νέα πατρίδα, στην Ελλάδα τους λέγαμε «τουρκόσπορους», στην Τουρκία «ελληνόσπορους», μας λέει η συγγραφέας. «Στην Τζούντα παρατήρησα ότι οι Τούρκοι που είχαν μεταφερθεί εκεί από τη Λέσβο και την Κρήτη μιλούσαν ακόμα μεταξύ τους ελληνικά. Και η τρίτη γενιά πλέον ονειρευόταν να μάθει ελληνικά. Το ίδιο πρέπει να συνέβη και στην Ελλάδα. Ο φίλος μου ο Κώστας από την Κομοτηνή, για παράδειγμα. Η οικογένειά του είχε μεταφερθεί εκεί από το Κεσάν, την Κεσσάνη της Θράκης, και ο ίδιος μιλάει στα 70 του τουρκικά επειδή μιλούσαν οι γονείς του. Τι θλιβερή ιστορία. Θα ήθελα πολύ οι λαοί που συστεγάζονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία να είχαν μείνει. Ηταν λαοί πιο ανεπτυγμένοι, οι Αρμένιοι, οι Ελληνες, και θα ήταν υπέροχο για τη μοντέρνα Τουρκία να είχαν παραμείνει».

«Oταν κοιτάζω το Αιγαίο, σκέφτομαι πως αν οι Eλληνες και οι Τούρκοι συνεννοούνταν, αυτή η θάλασσα θα μετατρεπόταν στην πιο όμορφη απεραντοσύνη της Ευρώπης».

Η γιαγιά της Εζνταμαρ στη Μαλάτεια της Ανατολίας θυμόταν ακόμα πως τον καιρό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Αρμένισσες, που ήταν πιο μορφωμένες, έγραφαν στις Τουρκάλες τα γράμματα που έστελναν στους άνδρες τους στο μέτωπο. Η γιαγιά όμως θυμόταν και κάτι ακόμα: «Εκεί που καθόταν η γιαγιά μου σήκωνε μερικές φορές τα χέρια και φώναζε «Αλί και τρισαλί! Πώς πέφταν από τις γέφυρες οι νεαρές Αρμένισσες!». Από πίσω τους ήταν βέβαια οι τούρκοι αξιωματικοί και αυτές, για να μην πέσουν στα χέρια τους, πηδούσαν στο κενό. Αυτό ήταν το τραύμα της. Και μετά μου ζητούσε κάθε φορά ένα τσιγάρο. Αλλά και αυτή μου έδινε να καπνίσω όταν ήμουν νεαρή κοπέλα και μου έλεγε: «Κάπνισε, κάπνισε, σου γλυκαίνει το μαράζι που έχεις στην ψυχή». Γιατί προφανώς αυτό ήταν το μαράζι της γιαγιάς, η εξόντωση των Αρμενίων».

Η Eζνταμαρ παίρνει μια ακόμα ρουφηξιά από το τσιγάρο της και λέει: «Η ιστορία των Τούρκων και των Ελλήνων είναι σαν την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, μια εμποδισμένη αγάπη. Με άλλα λόγια, μόλις βρεθεί μια ευκαιρία, συμπαθιούνται και αγαπιούνται. Aμα οι πολιτικοί αρχίσουν τα εθνικιστικά τους, τα πράγματα αλλάζουν. Oταν κοιτάζω το Αιγαίο, σκέφτομαι πως αν οι Eλληνες και οι Τούρκοι συνεννοούνταν, αυτή η θάλασσα θα μετατρεπόταν στην πιο όμορφη απεραντοσύνη της Ευρώπης».

Η Εμινέ Σεβγκί Εζνταμαρ γεννήθηκε στη Μαλάτεια το 1946 και εγκαταστάθηκε στη Γερμανία το 1976. Εχει εκδώσει στα γερμανικά τέσσερα μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων. Στο έργο της αναγνωρίζονται επιδράσεις από κορυφαίους δυτικούς λογοτέχνες (Φόκνερ, Τζόις, Κόνραντ, Μπρεχτ) και σημαντικούς σύγχρονους τούρκους ποιητές (Τζαν Γιουτζέλ, Ετζέ Αϊχάν, Ορχάν Βελί).