Η γεννημένη το 1972 Μαρία Στεπάνοβα ανήκει στη γενιά των ρώσων πεζογράφων και ποιητών που ενηλικιώθηκαν στις αρχές της μετασοβιετικής εποχής. Εξαιρετική ποιήτρια και ικανότατη δοκιμιογράφος, τιμήθηκε από πολύ νέα με σημαντικά βραβεία στη χώρα της και από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστή και διεθνώς. Πριν από έξι χρόνια εξέδωσε το βιβλίο Η ανάμνηση της μνήμης (εκδ. Βακχικόν), όπου καταγράφει την ιστορία της οικογένειας και των προγόνων της από τις αρχές του 19ου αιώνα ως σήμερα, ένα ογκώδες, φιλόδοξο, γοητευτικό και ερεθιστικό βιβλίο. Δεν είναι απλό χρονικό, αλλά μια εσωτερική αυτοβιογραφία και ταυτοχρόνως μια διείσδυση στον κόσμο της μνήμης, στα κοιτάσματα του χρόνου που πέρασε κι άφησε το αποτύπωμά του όχι μόνο στα πρόσωπα που περνούν από τις σελίδες του αλλά και στην ίδια την εποχή – κυρίως όμως στην ευαισθησία της ίδιας της συγγραφέως.

Οπως μας λέει η Στεπάνοβα, για χρόνια προσπαθούσε να γράψει αυτό το βιβλίο. Δεν ήταν εύκολο, όπως δεν είναι «εύκολη» και η ανάγνωσή του. Βιβλίο καλειδοσκοπικό αλλά εξαιρετικά ατμοσφαιρικό, διαβρωτικό και πυκνό, εισάγει τον αναγνώστη σ’ ένα διαφορετικό τοπίο κοινωνικής και ατομικής ζωής στη Ρωσία από αυτό που έχει καταγραφεί στην ιστορία και τη λογοτεχνία της χώρας.

Τρεις γενιές στην ίδια στέγη

Η Στεπάνοβα μεγάλωσε σ’ ένα διαμέρισμα της Μόσχας ζώντας με τους γονείς της, τον παππού της, τη γιαγιά, ακόμη και την προγιαγιά της για ένα διάστημα. Τρεις γενιές κάτω από την ίδια στέγη – καλή αφορμή για τη συγγραφέα να γράψει μια μοντέρνα σάγκα – αλλά η Ανάμνηση της μνήμης μόνο σάγκα δεν είναι. Το διαμέρισμα της οικογένειας ήταν γεμάτο αντικείμενα από το παρελθόν – κι αυτά περιείχαν τις αναμνήσεις: βιβλία, παλιές εφημερίδες, ρούχα, παιχνίδια, φωτογραφίες, ένας απίστευτος μικρόκοσμος, χαμένος, λες, στο νεκρό βασίλειο της λήθης.

Ομως, τα αντικείμενα αυτά επέβαλαν την παρουσία τους στη Στεπάνοβα, η οποία μεγαλώνοντας δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το ψυχικό και συναισθηματικό φορτίο που μετέφεραν. Για να το ξεπεράσει θα έπρεπε να ξεκλειδώσει τον χρόνο και τις αναμνήσεις που περιείχαν. Και έτσι να μιλήσει για τη ζωή των ανθρώπων που ήταν συνδεδεμένα μαζί τους. Η Στεπάνοβα περιγράφει μια ζωή σχεδόν «σταματημένη», στο περιθώριο μιας ταραγμένης, βίαιης και τραγικής εποχής, όπου οι πρωταγωνιστές της ήταν η επανάσταση, ο φόβος, η κρατική βία και ο πόλεμος.

Αυτές οι γενιές των εβραίων γιατρών (η οικογένεια της Στεπάνοβα ήταν Ρωσοεβραίοι) και των μηχανικών θα έπρεπε να είχαν εξοντωθεί – αλλά επέζησαν. Οι πρόγονοί μου, λέει η συγγραφέας, δεν έκαναν καμία προσπάθεια να γίνουν ενδιαφέροντες. Κανείς τους δεν αγωνίστηκε εναντίον του συστήματος και κανένας δεν εκτελέστηκε. Εζησαν βέβαια μια «αληθινή» ζωή – αλλά στο χαμηλό επίπεδο. Γι’ αυτό και το παρελθόν τους παρέμεινε κλειστό σαν στρείδι – που το ανοίγει με μαγικό τρόπο η Στεπάνοβα. Τη μελαγχολία, τη νοσταλγία και τα μικρά δράματα που διαβρώνουν τις σελίδες της δεν τα συναντούμε σε όσα βιβλία περιγράφουν τις καταστροφές ενός αιώνα που έζησε η Ρωσία. Ολα τούτα τα έχουμε για πρώτη φορά σε τούτο το φιλόδοξο λογοτεχνικό έργο.

Γεγονότα και μνήμες

Η Στεπάνοβα ενδιαφέρεται για τα πάντα – και ιδιαίτερα για όσα αφήνουν να φανεί ένα ελάχιστο μέρος από το περιεχόμενό τους. Το αποτέλεσμα είναι ένα εντυπωσιακό άθροισμα από γεγονότα και μνήμες – μνήμες των άλλων κυρίως, προγενέστερες, που άλλες έχουν αποκρυβεί κι άλλες μεταδοθεί από γενιά σε γενιά. Αυτό εξηγεί και τον τίτλο του βιβλίου της. Δεν μας δίνει την προσωπική μνήμη ή εκείνη που έχει ευθέως μεταφερθεί από όσους την έζησαν αλλά την ανάμνησή της, τον φθορισμό της στο παρόν που αποκτά έτσι άλλες διαστάσεις. Πρόκειται, από αφηγηματικής – και όχι μόνο – πλευράς για τεράστια μεταφορά. Η Στεπάνοβα ανεβάζει τα περιστατικά από το χαμηλό στο υψηλό επίπεδο για να τα απαλλάξει από την τυραννία του χρόνου.

Το αίσθημα της απώλειας

Η συγγραφέας θα αναζητήσει και τα ίχνη των προγόνων της. Θα πάει, για παράδειγμα, στο Σαράτοφ, όπου για ένα διάστημα έζησε ο προπάππους της, και θα εντυπωσιαστεί από το ερειπωμένο σπίτι του, για να ανακαλύψει κατόπιν ότι επρόκειτο για λάθος σπίτι. Αλλού δεν έμεινε τίποτε. Ο,τι χάθηκε δεν επιστρέφει στο τέλος.

Το αίσθημα της απώλειας είναι πανταχού παρόν σ’ αυτό το τεράστιο αφήγημα της Στεπάνοβα. Η ανάμνηση έτσι είναι η μνήμη της απώλειας, το απαρηγόρητο αίσθημα ότι η ζωή που έζησε κάποιος δεν μεταβιβάζεται στους απογόνους του. Στον θαμπό και μελαγχολικό περίγυρο, το τελικό συμπέρασμα είναι πως ό,τι έχει χαθεί χάθηκε για πάντα. Και τότε τι κάνει ένας σημαντικός συγγραφέας όπως η Στεπάνοβα; Οικειοποιείται τις αναμνήσεις των άλλων ανακαλύπτοντας και τα όσα μοιάζουν αντικειμενικά να συνθέτουν τον υποκειμενικό του βίο. Αλλά τότε, τι γίνεται με την κοινωνία; Η Στεπάνοβα γράφοντας για την οικογένειά της δίνει στην κοινωνία όχι μόνο κοινωνικό αλλά και κοσμολογικό περιεχόμενο.

Η Ρωσία της, σε τελική ανάλυση, είναι μια Ρωσία που δεν τη γνωρίζουμε, γιατί πρόκειται για χώρα που μέσω των αναμνήσεων άλλων μοιάζει σαν να την ανακαλύπτει και η ίδια η συγγραφέας.

Ενα βιβλίο «ποιητικής»

Η Ανάμνηση της μνήμης ακολουθεί λίγο-πολύ τη χρονολογική ακολουθία αλλά η προσέγγισή της δεν είναι ιστορική ή «ολιστική», καθώς λένε οι κοινωνιολόγοι. Η Στεπάνοβα, η οποία τώρα ζει στη Γερμανία, με πεζογραφικά μέσα έγραψε ένα βιβλίο ποιητικής – της δικής της ποιητικής βέβαια: το αναγνωσματάριο και το εσωτερικό χρονικό της, που είναι και χρονικό της χώρας της.

Μαθαίνω πως ο εκδότης ετοιμάζει κι ένα βιβλίο με ποιήματα της Στεπάνοβα. Είναι εξαιρετική αλλά δύσκολη ποιήτρια, γι’ αυτό και, καθώς σε μια άλλη περίπτωση έλεγε ο Γιόζεφ Μπρόντσκι, η Θεία Πρόνοια να φυλάει τον μεταφραστή της.

Δοκιμιακές αναφορές

Στις σελίδες της παρελαύνουν – σοφά κατά κανόνα – ολόκληρα μικρά δοκίμια: λ.χ., για τον Βάλτερ Μπένγιαµιν, για την Αχµάτοβα, για τον Οσιπ Μαντελστάµ και τις διαφωνίες του με τη Μαρίνα Τσβετάγεβα, ή ακόμη και για τον Ρέµπραντ. Δεν είναι η μόνη σύγχρονη συγγραφέας που το κάνει. Το ίδιο συναντά κανείς και στην Τοκάρτσουκ, επί παραδείγματι. Είναι μια παράδοση που τη δημιούργησαν οι κορυφαίοι συγγραφείς της μεσοπολεμικής Βιέννης, με κορυφαίο τον Χέρµαν Μπροχ. Η Στεπάνοβα όσο Ρωσίδα είναι, άλλο τόσο κι Ευρωπαία – Κεντροευρωπαία, για να είμαστε ακριβέστεροι.