Το 1877, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του, ο μείζων γάλλος πεζογράφος Γκιστάβ Φλομπέρ εξέδωσε τις Τρεις ιστορίες, το μόνο έργο του που απέσπασε μόνο θετικά σχόλια (πλην ενός), περισσότερα ακόμη και από το εμβληματικό του μυθιστόρημα Η κυρία Μποβαρύ. Τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάζονται στη Γαλλία (αλλά και διεθνώς) οι μελέτες για αυτές τις ιστορίες, είτε τις πούμε νουβέλες είτε διηγήματα. Ας θυμίσω μόνο πως πάνω στην πρώτη από αυτές (Μια απλή καρδιά) έστησε τον Παπαγάλο του Φλομπέρ, το καλύτερο, νομίζω, βιβλίο του ο γνωστός βρετανός πεζογράφος Τζούλιαν Μπαρνς, παθιασμένος μελετητής και σε μεγάλο μέρος «μαθητής» του κορυφαίου Γάλλου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το έργο του, μολονότι αξιόλογο, είναι ίσης αξίας με αυτό του δασκάλου του.

Οι κλασικοί συνιστούν βέβαια «σταθερή» αξία. Αλλά ο Φλομπέρ είναι κι ένας μοντέρνος συγγραφέας, σε όλο του το έργο, λ.χ., στα μυθιστορήματά του Αισθηματική αγωγή και το ημιτελές Μπουβάρ και Πεκυσέ, ιδίως όμως σ’ αυτά τα εκπληκτικά τρία διηγήματά του: την «Απλή καρδιά» (το πλέον διάσημό του), τον «Θρύλο του Αγίου Ιουλιανού του φιλόξενου» και την «Ηρωδιάδα». Για τους νεότερους αναγνώστες που έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με τον Φλομπέρ είναι η καλύτερη εισαγωγή στο έργο του, αφού παραπέμπουν σε τρία μείζονα μυθιστορήματά του: η «Απλή καρδιά» στην Κυρία Μποβαρύ, ο «Αγιος Ιουλιανός» στον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου και η «Ηρωδιάδα» στη Σαλαμπώ, ένα μεγάλο – και στον καιρό του παρεξηγημένο – ιστορικό μυθιστόρημα.

Στην «Απλή καρδιά» έχουμε τον ρεαλισμό που χαρακτηρίζει την Κυρία Μποβαρύ. Στον «Θρύλο του Αγίου Ιουλιανού του φιλόξενου» τον εξωτισμό του Πειρασμού του Αγίου Αντωνίου και στην «Ηρωδιάδα» τον άγριο ρεαλισμό αλλά και τον εξωτισμό της Σαλαμπώ. Αν αυτά ορίζουν ένα, ας πούμε, γενικό πλαίσιο, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία, κυρίαρχα στο έργο του Φλομπέρ, όπως η απόλυτη ακρίβεια, η απαράμιλλη οικονομία και η ειρωνεία κατά του ρομαντισμού. Εχουμε τρεις εποχές κατά σειρά: τη σύγχρονη στην πρώτη ιστορία, αυτή των πρώτων χριστιανικών χρόνων στη δεύτερη και της αρχαιότητας στην τρίτη. Ο Φλομπέρ ανήκε στους κορυφαίους πεζογράφους για τους οποίους ο πραγματικός και ο αφηγηματικός χρόνος αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα με απολύτως διακριτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους. Εκείνος ο παθιασμένος λάτρης της γραφής (ο οποίος, όπως αποδεικνύεται από τις επιστολές του, ήταν κακογράφος!) ανήγαγε τη γραφή και το ύφος σε πρωταρχική λογοτεχνική αξία.

Ο παπαγάλος, το αίμα και ο χορός

Στην «Απλή καρδιά» διαβάζουμε την ιστορία στη γαλλική επαρχία της εποχής μιας φτωχής και αγαθής υπηρέτριας, της Φελισιτέ, που όλη τη ζωή της την ορίζουν η αγάπη και η αφοσίωση: πρώτα σ’ έναν άνδρα, έπειτα στα παιδιά της κυρίας της, σ’ έναν ανιψιό, σ’ έναν γέροντα τον οποίο φροντίζει και τέλος στον παπαγάλο της. Αυτή η άδολη καρδιά λατρεύει τον παπαγάλο και έχει τέτοια εξάρτηση απ’ αυτόν που αρχίζει κάποια στιγμή να φαντάζεται πως το πτηνό ενσαρκώνει το Αγιο Πνεύμα. Οταν ο παπαγάλος πεθαίνει, της είναι αδύνατον να τον αποχωριστεί και τον βαλσαμώνει. Στο τέλος του διηγήματος, η Φελισιτέ, λίγο πριν ξεψυχήσει, «θάρρεψε», όπως υπέροχα γράφει ο Φλομπέρ, «πως είδε, την ώρα που άνοιγαν οι ουρανοί, έναν γιγάντιο παπαγάλο να αιωρείται πάνω από το κεφάλι της».

Στον Αγιο Ιουλιανό ο πρωταγωνιστής, κυριευμένος από τη δίψα του αίματος, σκοτώνει όποιο ζώο βρει μπροστά του. Οταν ήταν μικρός, ένας ζητιάνος προειδοποίησε τον πατέρα του για τα επακόλουθα της συμπεριφοράς του γιου του, σαν να προέβλεπε τον θάνατό του. Οταν έφτασε στο σημείο να σκοτώσει και τους γονείς του, «επενέβη» ο Χριστός. Ο Ιουλιανός εξιλεωμένος θα πεθάνει αγκαλιάζοντας έναν λεπρό.

Και ερχόμαστε στην τρίτη ιστορία, την Ηρωδιάδα, όπου ο χορός της Σαλώμης και ο αποκεφαλισμός του Ιωάννη του Βαπτιστή παρουσιάζονται εντελώς διαφορετικά από ό,τι στη Σαλώμη του Οσκαρ Ουάιλντ. Η αφήγηση του Φλομπέρ δεν απομακρύνεται από όσα λέγονται στη Βίβλο, με μόνη τη διαφορά ότι όλα συμβαίνουν μέσα σε μία μέρα: Μια αντιπροσωπεία που φτάνει από τη Ρώμη κατεβαίνει στα κελάρια του Ηρώδη αναζητώντας θησαυρούς και βρίσκει φυλακισμένο τον Ιωάννη (εδώ αποκαλείται Ιωχανάν), ο οποίος έχει καταδικάσει δημοσίως τον αιμομικτικό γάμο του Ηρώδη. Αυτά καλύπτουν πάνω από το μισό της αφήγησης. Το υπόλοιπο είναι ο χορός της Σαλώμης και ο αποκεφαλισμός του Βαπτιστή. Η περιγραφή του χορού παρουσιάζεται ουδέτερη, σχεδόν «ψυχρή», λες και καταγράφεται από μια κινηματογραφική κάμερα. Κι εδώ, όπως και στη Σαλαμπώ, που για να τη γράψει ο συγγραφέας επισκέφθηκε τα ερείπια της Καρχηδόνας, έπαιξε σημαντικό ρόλο η επίσκεψή του στη Νεκρά Θάλασσα – κι αυτό για τον προσεκτικό αναγνώστη είναι εμφανέστατο στις περιγραφές.

Αναμετάφραση ή αναδημιουργία

Οι Τρεις ιστορίες εκδόθηκαν στα ελληνικά είτε η καθεμία χωριστά είτε όλες μαζί οκτώ φορές από το 1908. Οι τέσσερις τελευταίες είναι από αξιοπρεπείς έως πολύ καλές. Διαβάζοντας όμως τις νέες μεταφράσεις της Τιτίκας Δημητρούλια δεν δυσκολεύεσαι να πεις ότι τις ξεπερνά, υπακούοντας σε μια βασική αρχή: κάθε αναμετάφραση θα πρέπει να προσθέτει επιπλέον φωτισμό στο πρωτότυπο, όπως μεταφέρεται στην ξένη γλώσσα. Κι αυτό συμβαίνει εδώ. Συν τοις άλλοις, η μεταφράστρια έχει εφοδιάσει το βιβλίο με μια εξαιρετική εισαγωγή – και (ευτυχώς) μόνο με τις απολύτως αναγκαίες σημειώσεις, ώστε να μη χρειάζεται να ανατρέχει ο αναγνώστης στα εγχειρίδια. Εξαιρετικό είναι και το επίμετρο του Σωτήρη Παράσχα, μια σε βάθος – και τεκμηριωμένη – ανάγνωση των Τριών ιστοριών.

Ξεχωριστός ρεαλισμός

Το πόσο «ρεαλιστής» ήταν ο Φλομπέρ παραμένει και σήμερα ερώτημα για το οποίο έχουν προταθεί πλήθος απαντήσεων, που ασφαλώς και ενδιαφέρουν τους θαυμαστές του. Αλλά ένας ρεαλισμός σαν κι αυτόν, εμπλουτισμένος με εξωτικά στοιχεία, ακόμη και στην τρίτη ιστορία (την Ηρωδιάδα), είναι ένας άλλος ρεαλισμός, που η μετά βίας κρυμμένη αγωνία του Φλομπέρ για το ύφος τον καθιστά εντελώς διαφορετικό από τον αντίστοιχο, ας πούμε, του Μπαλζάκ. Ακόμη και στο φαινομενικά απολύτως ρεαλιστικό τέλος της ιστορίας ο συγγραφέας τον «απογειώνει»: Δύο χριστιανοί κουβαλούν το κεφάλι του Ιωάννη στη Γαλιλαία. «Επειδή ήταν πολύ βαρύ, το κουβαλούσε ο καθένας τους με τη σειρά». Δεν ήταν φυσικά βαρύ καθαυτό, αλλά εξαιτίας του μεγάλου νοήματος που περιείχε.