Ο Μίλαν Κούντερα έφυγε από τη ζωή στα 94 χρόνια του την περασμένη Τρίτη έχοντας αφήσει πίσω του ένα έργο που καλύπτει εβδομήντα και πλέον δημιουργικά χρόνια. Ηταν Τσέχος βέβαια, δεδομένου ότι στα τσεχικά είναι κατατεθειμένο μεγάλο μέρος του έργου του, αλλά ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του γάλλο συγγραφέα, αφού το 1975 αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, έπειτα από πέντε χρόνια απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα και από το 1993 έγραφε κατευθείαν στα γαλλικά. Φρόντισε μάλιστα να επεξεργαστεί τις μεταφράσεις των παλαιότερων βιβλίων που έγραψε στη μητρική του γλώσσα, ακολουθώντας το παράδειγμα του Μπέκετ, ο οποίος έκανε λίγο πολύ το ίδιο. Ο Κούντερα ήταν ευρωπαίος συγγραφέας, για τον οποίο, όπως έλεγε υπέροχα ο ίδιος, η Κεντρική Ευρώπη δεν ήταν μια γεωγραφική αλλά μια πολιτισμική επικράτεια δίχως όρια και ταυτοχρόνως μείζον τμήμα της ευρωπαϊκής παράδοσης.
Γόνος μεσοαστικής οικογένειας, ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε το 1929 στο Μπρνο και έλαβε εξαιρετική μόρφωση στη μουσική, στην αισθητική και στον κινηματογράφο. Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος πιανίστας και ο Κούντερα σπούδασε και εκείνος πιάνο, μουσική σύνθεση και μουσικολογία. Σε ώριμη ηλικία έγραψε μερικά θαυμάσια δοκίμια για τη μουσική και για συνθέτες από τον Μπετόβεν ως τον Ξενάκη. Το 1947 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας, αλλά το 1950 τον διέγραψαν για αντικομματική δράση. Τον δέχτηκαν ξανά το 1956, όμως διαγράφηκε και πάλι το 1970. Είχε προηγηθεί το 1967 η έκδοση του Αστείου, του πρώτου μυθιστορήματός του, μιας αιχμηρής και πικρής σάτιρας του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ακολούθησε η Ανοιξη της Πράγας και η εισβολή των τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1968.
Από την Πράγα στο Παρίσι
Σύντομα ο Κούντερα συνειδητοποίησε ότι ο εκδημοκρατισμός του συστήματος ήταν ανέφικτος, ότι ήταν μια αυταπάτη που την πλήρωσε η Ευρώπη, με την πολιτιστική κληρονομιά της οποίας είχε τραφεί στα νιάτα του. Ετσι, με την πρώτη ευκαιρία έφυγε για το Παρίσι, που για τον ίδιο ήταν η καρδιά της Ευρώπης. Σύντομα το κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας του τού αφαίρεσε την τσέχικη υπηκοότητα και απαγόρευσε τα βιβλία του.
Στο μεταξύ, το έργο του μετά το Αστείο απέκτησε ευρύτερες διαστάσεις και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλον τον δυτικό κόσμο, ιδίως μετά την έκδοση το 1984 του διασημότερου μυθιστορήματός του Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι (ή της ύπαρξης). Τα βιβλία που ακολούθησαν υπακούουν στην πεποίθησή του ότι το μυθιστόρημα είναι η ανώτερη μορφή τέχνης που μόνο με τη μουσική μπορεί να συγκριθεί. Τέχνης όμως απαλλαγμένης από την προπαγάνδα, τις θρησκευτικές ή όποιες άλλες πεποιθήσεις, ιδεολογίες, ηθικά διδάγματα και ό,τι άλλο παρεμφερές.
Πέραν του καλού και του κακού
Ο Κούντερα, όπως και ο Ναμπόκοφ, θωρούσε καταστροφική τη μεταφορά «μηνυμάτων» μέσω της μυθοπλασίας. Αυτή η μη-ταύτιση είναι και ο καλύτερος τρόπος να μεταφερθεί στον ορίζοντα του μυθιστορήματος ό,τι αξίζει να διασωθεί από το παρελθόν – και το δικαιώνει. Γι’ αυτό και θεωρούσε ότι τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των χαρακτήρων δεν παίζουν κάποιον ρόλο, ούτε έχουν καμιά σημασία. Τα εσωτερικά γνωρίσματα επομένως είναι τα μυστικά του καθενός, γι’ αυτό και ουδείς από τους χαρακτήρες του είναι μονοδιάστατος αλλά υπάρχουν και κινούνται πέραν του καλού και του κακού.
Τα παραπάνω ίσως είναι η αιτία που ο Κούντερα εμβολιάζει τις αφηγήσεις του με πλήθος δοκιμιακά στοιχεία, δημιουργώντας μια άτυπη παράδοση για τους νεότερους πεζογράφους της Κεντρικής Ευρώπης, με αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα την Ολγα Τοκάρτσουκ.
Πεζογραφία ιδεών
Διαβάζοντας κανείς τα δοκίμιά του, που θα τα κατέτασσα σε μια άτυπη «πεζογραφία ιδεών», μπορεί να αναγνωρίσει και τις λέξεις-κλειδιά, οι οποίες ορίζουν και τη μυθοπλαστική του πρόζα: τη «λήθη», τον «αποχαιρετισμό», το «κιτς», τη «συνάντηση», το γέλιο. Μια γλυκιά – αλλά και σαρδόνια – μελαγχολία αποπνέουν όλα τα μυθιστορήματά του, τα οποία παγιδεύουν τον αναγνώστη στο παιχνίδι που στήνει ανάμεσα στο κωμικό και στο σοβαρό. Είναι κωμικό, για τον ίδιο, να απουσιάζει όταν χρειάζεται το κωμικό, όπως, λ.χ., συμβαίνει με τον δύστυχο πρίγκιπα Μίσκιν στον Ηλίθιο του Ντοστογέφσκι. Γράφοντας για κάποιον που γελά χωρίς να έχει την αίσθηση του γελοίου είναι σαν να μας υποδεικνύει ότι η πραγματικότητα μπορεί συχνά να έχει παρενδυτικό χαρακτήρα.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν κείμενα του Κούντερα που δεν έχουν εκδοθεί στα ελληνικά. Παρά τις μεμψιμοιρίες, μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού της χώρας μας εκτιμά συνήθως τα μεγάλα αναστήματα. Οχι μόνο το Αστείο, η Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης, το Βιβλίο του γέλιου και της λήθης και το Βαλς του αποχαιρετισμού, αλλά και τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Κούντερα κυκλοφορούν και έχουν αγαπηθεί από δύο τουλάχιστον γενιές αναγνωστών.
Ο συγγραφέας έγραφε μόνο στα γαλλικά από το 1993 και εξής. Παρά ταύτα, δεν μπορούμε να χωρίσουμε το έργο του σε δύο περιόδους. Είναι συνεκτικό και ενιαίο. Η μόνη ίσως διαφορά είναι πως στα τελευταία του μυθιστορήματα το δοκιμιακό στοιχείο παρουσιάζεται εντονότερο. Η δοκιμιογραφία και η μυθοπλασία συγκλίνουν, γι’ αυτό και πολύ εύκολα ο αναγνώστης μεταβαίνει από τα μυθιστορήματα στα υπέροχα δοκίμιά του, όπως στη Συνάντηση και στην Τέχνη του μυθιστορήματος. Ο Κούντερα είναι ανεπανάληπτος όταν γράφει και για άλλους, παρεξηγημένους ή συκοφαντημένους συγγραφείς, όπως ο Ανατόλ Φρανς ή ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε.
Κάθε θάνατος είναι ένα τέλος. Αλλά για τη λογοτεχνία και μια νέα αρχή. Ισως και η αφορμή μια νεότερη γενιά αναγνωστών να ανακαλύψει το έργο αυτού του σπουδαίου συγγραφέα που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της μεγάλης ευρωπαϊκής παράδοσης.
Πήρε μαζί του την Πράγα
Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Τσεχοσλοβακία ο συγγραφέας, που απέφευγε τις διεθνείς συναντήσεις και τη συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι της μεταψυχροπολεμικής εποχής, ταξίδευε στην Πράγα χωρίς κανένας να το παίρνει μυρωδιά. Ινκόγκνιτο, καθώς λέμε. Την είχε άραγε αφήσει πίσω του; Οχι βέβαια. Η ατμόσφαιρα και τα βιώματά του από την πόλη κυριαρχούν σε όλα του τα μυθιστορήματα. Την Πράγα την πήρε μαζί του φεύγοντας για το Παρίσι και τη διατήρησε ανέπαφη σχεδόν. Σε κανενός άλλου τσέχου συγγραφέα, με εξαίρεση τον Κάφκα φυσικά, δεν είναι τόσο έντονη η διαβρωτική της ατμόσφαιρα. Ο Κούντερα, θα έλεγα, φεύγοντας το 1975 τη μετέφερε «στα μονοπάτια της εξορίας», σύμφωνα με τον θαυμάσιο στίχο του πολωνού ποιητή Ζμπίγκνιεφ Χέρμπερτ.