Steven Levitsky, Daniel Ziblatt
Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες
Μετάφραση Ανδρέας Παππάς
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018
σελ. 424, τιμή 19,90 ευρώ
Oι σύγχρονες δημοκρατίες δεν καταλύονται με πραξικοπήματα, υπονομεύονται «από μέσα», από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις. Η θέση αυτή ακούγεται παράδοξη, αλλά συζητείται έντονα σε ξένα πανεπιστήμια και ερευνητικά ινστιτούτα και στον διεθνή Τύπο. Πώς είναι δυνατόν δημοκρατικά εκλεγμένοι πρόεδροι της Δημοκρατίας ή πρωθυπουργοί να υπονομεύουν μαζί με υπουργούς ή με στενούς συνεργάτες τους ή με το κόμμα τους τη δημοκρατία χάρη στην οποία σταδιοδρόμησαν πολιτικά και αναδείχθηκαν ηγέτες;
Το βιβλίο Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες (Μεταίχμιο, 2018) των Steven Levitsky και Daniel Ziblatt, καθηγητών του Harvard, που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ανδρέα Παππά, προσπαθεί να απαντήσει σε αυτό το παράδοξο. Περιλαμβάνει εννέα κεφάλαια με παραδείγματα εκτροχιασμού ή έστω παρακμής της δημοκρατίας σε 10 χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας και Νότιας Αμερικής στον 20ό και τον 21ο  αιώνα. Λόγω της εκλογής του Τραμπ, τα τέσσερα τελευταία κεφάλαια είναι αφιερωμένα στις σύγχρονες ΗΠΑ. Το έργο αυτό έρχεται να προστεθεί σε σειρά παρόμοιων βιβλίων που ερμηνεύουν το φαινόμενο παρακμής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε διάφορες χώρες σήμερα. Εφέτος δημοσίευσαν βιβλία για το ίδιο θέμα ο ιστορικός του Yale Τίμοθι Σνάιντερ (The Road to Unfreedom: Russia, Europe, America, 2018) και η πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλέν Ολμπράιτ (Fascism: A Warning, 2018). Στις σχετικές συζητήσεις, αναφέρεται συχνά η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία και στη Γερμανία του Μεσοπολέμου Ωστόσο, εύκολες συγκρίσεις με την κατάρρευση της δημοκρατίας εκείνη την περίοδο του Μεσοπολέμου δεν χρησιμεύουν για την κατανόηση του θέματος, όπως σωστά έγραψε στην εφημερίδα «The Guardian» o ιστορικός του Κέιμπριτζ Ρίτσαρντ Εβανς.

Εκτός παιχνιδιού

Πράγματι σήμερα ανά τον κόσμο στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες που «γλιστράνε», χωρίς να πέφτουν με πάταγο, παρατηρούνται ένα μοτίβο και μια δέσμη στρατηγικών που χρησιμοποιούν οι υποκινητές αυτής της διολίσθησης. Το μοτίβο είναι η δημοψηφισματική αντίληψη της δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία οι εκλεγμένοι αντλούν την αποκλειστική νομιμοποίησή τους από τον λαό, τον οποίο μετά την εκλογή τους κυβερνούν ανεμπόδιστα. Αφού ήδη τους εκλέξαμε, ως εάν οι εκλογές ήταν δημοψήφισμα για το ποιοι θα μας κυβερνήσουν, γιατί κατόπιν να τους παρεμβάλλουμε προσκόμματα; Αυτή την αντίληψη υιοθετούν όσοι δεν δέχθηκαν ποτέ την κρατούσα σήμερα στον κόσμο αντίληψη της «δημοκρατίας των αντιβάρων», όπως την έχει ονομάσει κομψά στη γλώσσα μας ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος. Τα αντίβαρα είναι, μεταξύ άλλων, τα δικαστήρια, ο Τύπος και οι ανεξάρτητες αρχές. Στην πιο αντιδημοκρατική εκδοχή της, η δημοψηφισματική αντίληψη, συχνά δημοφιλής και στη χώρα μας, δεν ανέχεται τους θεσμούς της δημοκρατίας των οποίων οι επικεφαλής δεν εκλέγονται. Ωστόσο τέτοιοι θεσμοί έχουν ιδρυθεί για να προστατεύουν τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα και να διαφυλάσσουν δημοκρατικές αξίες, όπως τον πλουραλισμό, την ανοχή, τη λογοδοσία και τη διαφάνεια.
 Οπως το θέτουν στο βιβλίο τους οι Levitsky και Ziblatt, χωρίς τα αντίβαρα, η δημοκρατία θα έμοιαζε με ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου στο οποίο η μία ομάδα θα είχε τη δυνατότητα όχι μόνο να «πιάσει» τον διαιτητή αλλά και να «βγάλει εκτός» τους καλύτερους παίκτες της αντίπαλης ομάδας και να ξαναγράψει μερικούς από τους κανόνες του παιχνιδιού, ενώ αυτό εξελίσσεται.

Σημαδεμένη τράπουλα

Στις δημοκρατίες οι οποίες απειλούνται χωρίς να έχουν πεθάνει, υπάρχουν μη ελεγχόμενες πολιτικές δυνάμεις, εφημερίδες, ενώσεις πολιτών και επιχειρήσεις, οι οποίες διαφοροποιούνται από την κυβέρνηση. Ωστόσο, μέλη της κυβέρνησης χαρακτηρίζουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους ξένο σώμα, τους δυσφημούν με δηλώσεις τους και στρέφονται εναντίον των αντιπάλων ή τυχόν επικριτικών δημοσιογράφων ή μη συνεργαζόμενων επιχειρηματιών τόσο με ποινικά μέσα (π.χ., δίκες για δυσφήμηση) όσο και με διοικητικές πράξεις (π.χ., αποστολή εφοριακών σε επιλεγμένες επιχειρήσεις). Κρατικές διαφημίσεις διοχετεύονται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σε φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης. Το ίδιο συμβαίνει και με χορηγίες προς φιλοκυβερνητικές οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών. Με νόμο ή τροποποίηση του Συντάγματος, μεταβάλλεται ο τρόπος στελέχωσης των δικαστικών, εισαγγελικών και ανεξάρτητων αρχών, ώστε σε αυτές να διοριστούν φιλοκυβερνητικά στελέχη. Αλλάζουν οι όροι του εκλογικού αγώνα, με αναδιάταξη των εκλογικών περιφερειών ή με καταστρατήγηση των κανόνων της προεκλογικής περιόδου, ώστε να ευνοείται το κυβερνών κόμμα ή έστω να αποδυναμώνονται τα αντίπαλα κόμματα.
Κατά τους συγγραφείς, αυτές οι στρατηγικές προϋποθέτουν ότι όσοι τις χρησιμοποιούν έχουν παραμερίσει δύο άγραφους κανόνες επιβίωσης της δημοκρατίας. Ο πρώτος είναι η αμοιβαία ανοχή μεταξύ των αντιπάλων του δημοκρατικού παιχνιδιού (π.χ. δύο μεγάλων κομμάτων). Ο δεύτερος είναι η θεσμική εγκράτειά τους, ένας αυτοέλεγχος ώστε να μην παραβιάσουν το πνεύμα του νόμου (π.χ. της εκλογικής νομοθεσίας), τηρώντας μόνο το γράμμα του. Είναι διάχυτη η αίσθηση, ακόμα και στις ΗΠΑ, ότι οι δύο κανόνες έχουν πάψει να τηρούνται.

Συμπτώματα αυταρχισμού

Τα φαινόμενα αυτά δεν είναι καινούργια, θα έλεγε ένας ιστορικός. Πολλές δημοκρατίες, όπως η δική μας, τα γνώρισαν περιοδικά τους τελευταίους δύο αιώνες, αλλά οι δημοκρατίες επιβίωσαν παρ’ όλα αυτά. Τι προσφέρουν εν τέλει με το έργο τους οι Levitsky και Ziblatt; Στο βιβλίο τους βρίσκει κανείς έναν χρήσιμο οδηγό διάγνωσης συμπτωμάτων σταδιακού αυταρχισμού εκ μέρους εκλεγμένων κυβερνήσεων. Ο οδηγός για να δει κανείς αν η «τράπουλα είναι σημαδεμένη» περιλαμβάνει σειρά τεσσάρων ερωτημάτων (και πολλών υποερωτημάτων): Μήπως οι εκλεγμένες κυβερνήσεις απορρίπτουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ή έστω δηλώνουν περιορισμένη πίστη σε αυτήν; Μήπως θεωρούν ότι οι αντίπαλοί τους δεν νομιμοποιούνται, νομικά ή ηθικά, να τους αντιπολιτεύονται; Μήπως οι κυβερνώντες ενθαρρύνουν ή έστω ανέχονται την άσκηση φυσικής βίας κατά των αντιπάλων τους; Και μήπως είναι έτοιμοι να περιορίσουν τις ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, με πρώτη την ελευθερία του Τύπου; Η αντίρρηση ως προς αυτά είναι μεθοδολογική. Αραγε για να διαγνώσουμε αν μια δημοκρατία πεθαίνει, θα έπρεπε να πληρούνται όλες οι ανωτέρω συνθήκες και – αν ναι – σε ποιον βαθμό; Η αντίρρηση θα επισήμαινε ότι μία ή περισσότερες, ήπιες ή περιοδικές εκδηλώσεις των τεσσάρων συμπτωμάτων διαπιστώνονται σε πολλές δημοκρατίες. Με αυτή τη λογική, σχεδόν όλα τα δημοκρατικά πολιτεύματα θα κατατάσσονταν σε εκείνα που κινδυνεύουν.
Γι’ αυτό η κυριότερη προσφορά των δύο συγγραφέων είναι άλλη, ότι δηλαδή τεκμηριώνουν το πόσο οργανωμένα επιχειρείται η δημοκρατία να οδηγηθεί σε ασφυξία. Η ειδοποιός διαφορά με εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες παλαιότεροι κυβερνώντες έκαναν σποραδικές παρασπονδίες στο δημοκρατικό παιχνίδι έγκειται στο ότι οι σημερινοί έχουν ιδεολογικοποιήσει τη δράση τους. Θεωρούν ότι βρίσκονται σε αποστολή σωτηρίας της δημοκρατίας και χρησιμοποιούν όλες τις στρατηγικές αλλοίωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ταυτόχρονα και μαζί. Το πόσο αποτελεσματικοί θα αποβούν στο να κάνουν τη δημοκρατία να κατρακυλήσει εξαρτάται από τη δική τους ικανότητα ή ανικανότητα και βέβαια από την αντίσταση που θα συναντήσουν.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Harvard και επισκέπτης καθηγητής στo Πανεπιστήμιο Tufts.