Όπως η Αθήνα έχει τον Παρθενώνα, η Ρώμη το Κολοσσαίο, το Παρίσι τον Πύργο του Άιφελ, το Λονδίνο το Μπιγκ Μπεν ή η Νέα Υόρκη το Άγαλμα της Ελευθερίας, έτσι και η Λισαβόνα έχει τα πολύ χαρακτηριστικά κίτρινα τραμ και τελεφερίκ της. Μπορεί τα μεταφορικά μέσα που φέρουν σε κάθε ικμάδα τους την πατίνα του χρόνου και προκαλούν σχεδόν αναλογική νοσταλγία ακόμα και σε εκείνους που τα κοιτούν σε μια φωτογραφία να μοιάζουν ταπεινά και λίγα μπρος στα θηριώδη τοπόσημα άλλων πόλεων. Είναι όμως εδώ και ενάμιση αιώνα μπολιασμένα στο DNA της καθημερινότητας της πορτογαλικής πρωτεύουσας και τουλάχιστον μέχρι το χθεσινό δυστύχημα λειτουργούσαν ως τουριστικός θυρεός της.
Ναι, ακούγεται σχεδόν οξύμωρο για μια χώρα που γέννησε μεγάλους θαλασσοπόρους σαν τον Φερδινάνδο Μαγγελάνο και τον Βάσκο Ντα Γκάμα να αποτίνει φόρο τιμής και να ταυτίζεται με ένα μεταφορικό μέσο που γέννησε η ανάγκη και γαλούχησε η βιομηχανική επανάσταση, είναι όμως πέρα για πέρα αληθινό.

Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο με τη γραμμή Gloria μετακινούνταν 3 εκατομμύρια πολίτες
Μικρά, κίτρινα & παντοδύναμα
Τα κίτρινα τελεφερίκ της Λισαβόνας, εκείνα που έχουν κυρίαρχη θέση στα ινσταγκραμικά στιγμιότυπα των επισκεπτών της πόλης και έχουν λειτουργήσει ως ιδανικό σκηνικό φωτογράφισης για τα στίφη των influencers όλης της οικουμένης, στην πραγματικότητα σχεδιάστηκαν για να διευκολύνουν την ζωή των αυτοχθόνων της. Εκείνων που είχαν το προνόμιο να γεννηθούν σε μια καρτ-ποσταλικής ομορφιάς πόλη, η οποία όμως έχει την ατυχία να περιβάλλεται από επτά λόφους. Έχει με άλλα λόγια δυσθεώρητες υψομετρικές διαφορές, τις οποίες ο άνθρωπος αποφάσισε να τιθασεύσει όταν απέκτησε τα μέσα.
Ήταν το 1884 όταν η Nova Companhia dos Ascensores Mecânicos de Lisboa αφού είχε εξασφαλίσει την κρατική άδεια παρέδωσε στους κατοίκους της Λισαβόνας ένα σπουδαίο για την εποχή – αλλά εντυπωσιακό ακόμα και σήμερα- τεχνολογικό θαύμα. Το τελεφερίκ της Λάβρα (Ascensor do Lavra) εκμηδένισε σε χρόνο την απόσταση μεταξύ της συνοικίας Santo Antonio και Arroios και κυρίως ανακούφισε τους ντόπιους από ένα καθημερινό βραχνά. Πλέον δε θα χρειαζόταν να χύσουν ούτε στάλα ιδρώτα για να διανύσουν τα 188 μέτρα με μέση κλίση 22,9%.

Στιγμιότυπο από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του τελεφερίκ της οδού Gloria
Ήταν τέτοια η επιτυχία του νέου τρόπου μετακίνησης ώστε 18 μήνες μετά, στα τέλη Οκτωβρίου του 1885 δόθηκε στην κυκλοφορία και η γραμμή Gloria, για να λειτουργήσει ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των περιοχών Baixa και του περίφημου σήμερα ελέω τουριστικής ανάπτυξης Bairro Alto. Τα 275 μέτρα με την κλίση του 17,7%, τα οποία προηγουμένως κάποιος έπρεπε να μοχθήσει για διανύσει, ήταν πια μια υπόθεση τριών λεπτών. Το 1892 ξεκίνησε τα δρομολόγια και μια τρίτη γραμμή τελεφερίκ (Ascansor da Bica) στα πρότυπα των δύο προηγούμενων.
Μαθητής του Άιφελ
Πατέρας και των τριών καινοφανών για την εποχή οχημάτων που προκαλούσαν δέος αφού κατάφερναν κάτι προηγουμένως ακατόρθωτο ήταν ο Ραούλ Ντι Πονσάρ, ένας Πορτογάλος μηχανικός που μάλιστα είχε θητεύσει και στο πλευρό του πρωτοπόρου Γουστάβου Άιφελ. Γεννημένος στο Πόρτο, με σπουδές μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα και με εμπειρία που απέκτησε στο πεδίο σε Γαλλία, Γερμανία και Ελβετία ο Ντι Πονσάρ απολάμβανε τιμές εθνικού ήρωα από τους συμπατριώτες του.

Ο δημιουργός των τελεφερίκ της Λισαβόνας
Το μεγαλύτερο και το διασημότερο έργο του – μέχρι τα τρία τελεφερίκ της Λισαβόνας- ήταν εκείνο στην Μπράγκα της βορειοδυτικής Πορτογαλίας. Το Bom Jesus do Monte Funicular που παραμένει λειτουργικό έως σήμερα εγκαινιάστηκε την 25η Μαρτίου του 1882, έπεισε την κυβέρνηση της χώρας για τη χρησιμότητα, την ασφάλεια και τη λειτουργικότητά του και έγινε το πρότυπο για τη δημιουργία των αντίστοιχων γραμμών της Λισαβόνας.
Μνημεία εθνικής κληρονομιάς
O Ντι Πονσάρ είχε να επινοήσει λύσεις για ανυπέρβλητα μέχρι προηγουμένως ζητήματα, ανάμεσά τους η κλίση του εδάφους, οι απότομες στροφές αλλά και το μικρό πλάτος των δρόμων της πόλης. Αν και μάλλον αυτονόητη σήμερα, η ιδέα του για τη γραμμή Gloria ήταν ρηξικέλευθη για την εποχή. Τα δύο βαγόνια είναι συνδεδεμένα στα αντίθετα άκρα ενός συρματόσχοινου έλξης, τροφοδοτούνται με ρεύμα μέσω εναέριων καλωδίων (αρχικά ήταν ατμοκίνητα) και κινούνται πάντα ταυτόχρονα σε αντίθετη διεύθυνση, λειτουργώντας το ένας ως αντίβαρο για το άλλο.
Τα τελεφερίκ συνδέθηκαν άρρηκτα με την ζωή των Πορτογάλων, όμως τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες παραχώρησαν την αλλοτινή χρηστική αξία τους στην αισθητική – άλλωστε συνολικά το δίκτυο των τραμ της Λισαβόνας φθίνει σε χρήση. Το 2002 το υπουργείο Πολιτισμού της χώρας προχώρησε στην ανακήρυξή των τριών γραμμών τελεφερίκ σε μνημεία εθνικής κληρονομιάς – μαζί και του Santa Justa Lift επίσης σχεδιασμένο από τον Ντι Πονσάρ.
Η απόφαση ήταν μάλλον δίκαιη για ένα τόσο ιστορικό και πρωτοποριακό για την εποχή του δίκτυο και εκτιμήθηκε δεόντως από τους επισκέπτες της πορτογαλικής πρωτεύουσας που μέχρι πρότινος εκπλήρωναν με ευλάβεια το τουριστικό τάμα τους επιβιβαζόμενοι στις ρετρό κίτρινες καμπίνες που εκτελούσαν 144 δρομολόγια ημερησίως. Υπολογίζεται πως μόνο με τη γραμμή Gloria μετακινούνταν κάθε χρόνο 3 εκατομμύρια πολίτες. Ναι, εκτός από τα θύματα του τραγικού δυστυχήματος, η Λισαβόνα θρηνεί και μια βαθιά ρωγμή στην τουριστική και ινσταγκραμική βιτρίνα της.

