«Και τι είμαι εγώ να μ’ αλλάζει ο καθένας για το κέφι του; Γραμμόφωνο;» Όχι, η Στέλλα δεν άλλαξε ποτέ. Δεν ήθελε και δεν άλλαξε. Στέλλα και Μελίνα, λοιπόν. Μελίνα και Στέλλα. Ένας κινηματογραφικός χαρακτήρας, μία ηθοποιός, ένας άνθρωπος; Η Στέλλα είναι τραγουδίστρια στο κέντρο «Παράδεισος» με απελευθερωμένη, θυελλώδη ζωή. Γνωρίζει τον Μίλτο, γνωστό ποδοσφαιριστή και εγκαταλείπει τον Αλέκο, γιο ευκατάστατης οικογένειας. Η Στέλλα είναι ελεύθερο πνεύμα, ασυμβίβαστη, ανεξάρτητη, ατίθαση, ανυπότακτη, αισθησιακή, ερωτεύσιμη.

Η «Στέλλα» του Κακογιάννη με την αξέχαστη μουσική του Χατζιδάκι διαγωνίζεται στο Φεστιβάλ των Καννών το 1955, ταξιδεύει στο Χόλιγουντ, κερδίζει τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας. Στην Ελλάδα σημειώνει εισπρακτική επιτυχία. Κάποιοι κριτικοί την επαινούν, άλλοι την καταβαραθρώνουν. Όλοι, όμως, μιλούν για την ηθοποιό Μελίνα Μερκούρη. «Κι ένα καθαρά θετικό σημείο της ταινίας: μας αποκαλύπτει μια καταπληκτική ηθοποιό του κινηματογράφου, τη Μελίνα Μερκούρη», γράφει ο Κώστας Σταματίου στην Αυγή» «και συνεχίζει: «Χρησιμοποιεί τις υποκριτικές της δυνατότητες με αφάνταστη φυσικότητα, σε μια κλίμακα που πάει απ’ την πιο φτηνή χυδαιότητα ως τον πιο δυνατό δραματικό τόνο. Νοιώθεις πως βλέπεις μια ηθοποιό κι όχι καμμιά χολυγουντιανή άψυχη κούκλα. Μέχρι σήμερα ο ελληνικός κινηματογράφος δεν μας έχει δώσει τέτοια παρουσία.»

Ο Μάριος Πλωρίτης γράφει στην «Ελευθερία» κάτι πολύ  σημαντικό: «Στον τομέα, όμως, της ερμηνείας, η Στέλλα είναι μια σχεδόν ολοκληρωτική επιτυχία. Η Μελίνα Μερκούρη «εισελαύνει», μπορείς να πης, στην ελληνική οθόνη, παίζοντας μ’ έναν αναντικατάστατο αυθορμητισμό την ατίθαση Στέλλα και δίνοντας ζωντάνια και πειστικότητα στος περισσότερες εκρήξεις της. (Όπου δεν το καταφέρνει απόλυτα, το φταίξιμο δεν είναι δικό της, αλλά του σεναρίου.) Περισσότερος έπαινος, όμως, της αξίζει για την τραγική μεταμόρφωση των τελευταίων σκηνών, για την εκφραστική λιτότητα της σιωπηλής «παρμένης απόφασης», που ξέρει που την οδηγεί. Στο σύνολο, η Στέλλα της είναι, από την υποκριτική άποψη, ο πρώτος χαρακτήρας τού ελληνικού κινηματογράφου».

Η Στέλλα και η Κάρμεν

Η διάκριση ανάμεσα στον εμβληματικό γυναικείο χαρακτήρα που έπλασε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο θεατρικό του «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» και τη διεθνή ηθοποιό Μελίνα Μερκούρη που την υποδύθηκε πριν από περίπου 70 χρόνια, στην κινηματογραφική της μεταφορά σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη, θα είναι για πάντα δυσδιάκριτη. Ακριβώς γιατί ως φανταστικός χαρακτήρας η Στέλλα συνδέθηκε με την επιβλητική ερμηνεία της ηθοποιού Μελίνας που την ενσάρκωσε. Η Μελίνα δεν αφήνει απολύτως κανένα περιθώριο στην Στέλλα να είναι τίποτα άλλο από μία επαναστάτρια, ένα ασυμβίβαστο πλάσμα που πεθαίνει για να διαφυλάξει την ελευθερία του. Η ερμηνεία της είναι καθηλωτική. Και ο Κακογιάννης και ο Καμπανέλλης της έχουν προσδώσει διαχρονικότητα βασισμένη στη θεατρική τραγωδία και τη λογοτεχνία. Την έχουν πριμοδοτήσει ως προσωπικότητα, την έχουν αναδείξει ως πρόσωπο που φέρει τις επιρροές της εποχής με όλες τις προκαταλήψεις, τις συγκρούσεις της ελληνικής μετεμφυλιακής κοινωνίας που παλεύει με τον εαυτό της, τα έμφυλα στερεότυπα, τις κοινωνικές τάσεις και «μόδες». Η Μελίνα ενσωματώνει πάθη, αντιθέσεις, ελπίδες και όνειρα, υψώνεται πάνω από αυτά, παίρνει μαζί της και τη Στέλλα.

Ξαναβλέποντας σήμερα την ομώνυμη ταινία, γραμμένη από τον Καμπανέλλη με πυξίδα την Κάρμεν της νουβέλας του Μεριμέ, οι συγκρίσεις με το παρόν της ελληνικής κοινωνίας και την ωμή πραγματικότητα είναι μοιραίες. Οι κατά συρροήν γυναικοκτονίες των τελευταίων ετών στην Ελλάδα και οι ιστορίες πίσω από αυτές, αυτομάτως έρχονται στο νου. Κάθε μία από αυτές. Στο σπαραχτικό φινάλε της ταινίας η τραγική ηρωίδα βαδίζει θαραλλέα προς το θάνατο, για να πέσει νεκρή από τη μαχαιριά «τιμής» του αρσενικού -κατακτητή, προκειμένου να μη συμβιβαστεί με τον επιβεβλημένο κοινωνικό της ρόλο. Προκειμένου να μείνει ελεύθερη. Είχε άλλη επιλογή η Στέλλα; Κι εκείνος και εκείνη βυθίζονται μαζί στο «τέλος».

Λοιπόν, όσα χρόνια κι αν περάσουν, η Στέλλα παραμένει μια ταινία-έκπληξη. Έκπληξη ως ταινία – ντοκουμέντο για τα αναγνωρίσιμα στοιχεία των ρόλων των φύλων και της έμφυλης βίας που ανακυκλώνονται από γενιά σε γενιά, ως αξεπέραστη στα ελληνικά κινηματογραφικά χρονικά, ερμηνεία της Μελίνας και ταυτόχρονα όλων των ηθοποιών που την περιβάλλουν- του Γιώργου Φούντα, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Βούλας Ζουμπουλάκη, του Αλέξανδρου Κακαβά – εν τέλει, ένα αναπάντεχο φεμινιστικό σύμβολο σε μια χώρα που έψαχνε βηματισμό στον 20ο αιώνα.