Είναι πλέον αυτή η στιγμή: Η Νεφέλη Φασούλη να σταθεί στη σκηνή ως μια απόλυτα αυτονομημένη ερμηνεύτρια. Όλη της η διαδρομή έως εδώ έχει έρθει ανεπιτήδευτα και οργανικά. Σπουδές στην Τζαζ, τα χρόνια στην «Ταράτσα του Φοίβου» όπου συστήθηκε σε ένα ευρύτερο κοινό, η πρώτη δισκογραφική δουλειά («Ο Κόσμος σου», United We Fly) που ήρθε ως επιστέγασμα της καλλιτεχνικής σχέσης με τον Δεληβοριά, ένας χειμώνας (2022) όπου έκανε κατάληψη στο VOX (με τον Δεληβοριά ξανά και τον Δημήτρη Μετζέλο), η υποτροφία για τη Νέα Υόρκη και από τον Σεπτέμβρη και μετά όλο συναυλίες, συναυλίες και ξανά συναυλίες.

«Όταν παίζουμε εκτός Αθήνας ταξιδεύουμε όλη η μπάντα μαζί με βαν. Το ζούμε όσο περισσότερο μπορούμε», θα πει. «Και είμαι πολύ χαρούμενη διότι για πρώτη φορά έχω τη συνολική επιμέλεια ενός project -μαθαίνω πολλά από αυτή τη διαδικασία».

Για τη συναυλία που θα δώσει το προσεχές Σάββατο (εισιτήρια εδώ), δεν θα χρειαστεί να μπει σε βαν. Από το Παγκράτι (γέννημα-θρέμμα της γειτονιάς) μέχρι το Ground Stage του Gazarte πας και με το μετρό.

Φωτό: Νίκος Κόκκας

Εσύ και η μπάντα που έχεις φτιάξεις είστε διαρκώς κάπου. Το Σάββατο παίζετε στο Gazarte, ενώ παράλληλα κάνετε και περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Σε πετυχαίνω σε πολύ δημιουργική φάση. Είναι έτσι;

Ναι! Θέλαμε πάρα πολύ να κάνουμε ένα live που να είναι «πιο όρθιο», όπως λέμε στη δουλειά μας και αυτή θα είναι συνθήκη στο Gazarte. Θα θυμίζει δηλαδή περισσότερο συναυλία παρά εμφάνιση σε μια μουσική σκηνή. Επομένως, θα είναι αντίστοιχο και το setlist και οι ενορχηστρώσεις των κομματιών. Από την άλλη είμαστε και σε μια πολύ όμορφη φάση με την υπόλοιπη μπάντα. Βρισκόμαστε καθημερινά και πάντα με «πριζώνουν» λέγοντας μου «κλείσε κάπου να παίξουμε, κλείσε κάπου να παίξουμε». Έχουμε πολλή όρεξη για live αυτή την εποχή. Άλλωστε, ναι, κάνουμε και μια μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.

Πώς πηγαίνει αυτό; Είναι μια διαδικασία ωρίμανσης για κάθε καλλιτέχνη, σωστά;

Η περιοδεία για μένα είναι το πιο μεγάλο σχολείο και ο μοναδικός τρόπος για να χάσω την αμηχανία που έχω, αλλά κυρίως αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο κάνω αυτή τη δουλειά, να τη ζω στην καθημερινότητά της. Μου φαίνεται κάπως μουσειακή η αντίληψη ότι έχω ένα υλικό το παρουσιάζω δύο φορές το χρόνο στην Αθήνα.

Νιώθεις ότι σε όλες τις άλλες πόλεις, εκτός Αθήνας, το κοινό είναι πιο διψασμένο για να δει ένα live;

Αυτό συμβαίνει με πιο μεγάλα ονόματα. Εγώ αυτό που αντιμετωπίζω είναι αρκετά βήματα πιο πίσω: παίζω κάπου και δεν γνωρίζουν καν το όνομά μου, έρχονται για να ακούσουν κάτι καινούργιο. Σε αυτή τη φάση, «σκάβουμε» πολύ για να δημιουργήσουμε δεσμούς και σχέσεις με το κοινό που μας τιμά με την παρουσία του.

Μου είπες πριν για το setlist. Τι ετοιμάζετε;

Σίγουρα παίζω όσα πιο πολλά τραγούδια έχω. Θα παίξουμε δηλαδή πολλά κομμάτια από το «Ο κόσμος σου», που είναι η αρχή των πάντων και η αφετηρία για μένα, όπως και τραγούδια που έχω τραγουδήσει με πολύ χαρά σε δισκογραφικές δουλείες άλλων καλλιτεχνών, όπως του Σπύρου Γραμμένου, του Παιδιού-Τραύματος, αλλά και ακυκλοφόρητα από το επόμενο album που ετοιμάζουμε με τον Αντώνη Απέργη.

Έχει ενδιαφέρον ότι θεωρείς αυτό ως σημείο μηδέν. Δεν είναι σαν να ακυρώνεις άλλα πράγματα που έκανες στο παρελθόν; Πχ. Τώρα έβγαλες έναν τζαζ δίσκο. Η τζαζ υπήρχε στη ζωή σου πριν τον «Κόσμο μου»…

Το αναφέρω ως αφετηρία, διότι χωρίς αυτό το δίσκο δεν θα είχα την ευκαιρία να ανέβω μόνη μου στη σκηνή. Πριν ξεκινήσω τα προσωπικά live αντιλαμβανόμουν την παρουσία μου (στην «Ταράτσα» και αλλού) ως μια μορφή μαθητείας. Τώρα είναι η πρώτη φορά που έχω την πλήρη επιμέλεια ενός live και τη δυνατότητα να αναδείξω και άλλες πτυχές μου, όχι μόνο τις τραγουδιστικές.

Φωτό: Νίκος Κόκκας

Νιώθεις «αυτόφωτη» τώρα;

Σίγουρα νιώθω ότι πατάω πιο γερά στα πόδια μου πλέον και ότι εκφράζω ένα κομμάτι του εαυτού μου που πριν δεν είχα την ευκαιρία να το κάνω. Και σωστά δεν το έκανα, διότι ήταν η συνθήκη και το όραμα άλλων καλλιτεχνών, στο οποία η δική μου παρουσία ήταν συμπληρωματική, με δέος και σεβασμό. Ωστόσο όλοι έχουμε τις μέρες που πιστεύουμε ότι δεν αξίζουμε τίποτα. Ειδικά τώρα που στα live το feedback είναι άμεσο, μπορεί να έχουμε κάνει τρεις καλές συναυλίες και μία κακή και θα σκέφτομαι ότι «πού πας δεν πρέπει να ξαναβγείς στη σκηνή».

Αυτό σημαίνει ότι σύντομα θα περάσεις και στην πλευρά της τραγουδοποιίας;

Θα το ήθελα, αλλά ακόμα δεν έχω δικό μου πρωτότυπο υλικό που είμαι περήφανη για να το βγάλω. Ονειρεύομαι να γράφω τα δικά μου τραγούδια, αλλά δεν ξέρω αν θα γίνει. Το αφήνω να προκύψει πηγαία.

Έχουμε γνωρίσει αρκετές «Νεφέλες» έως τώρα. Εκείνη που τραγουδάει τζαζ, εκείνη που κάνει πιο έντεχνες δουλειές, εκείνη που «ξαφνικά» τραγουδά ένα λαϊκό τραγούδι. Έχεις κατασταλάξει μέσα προς τα πού θες να πας;

Όσο κλισέ και αν ακούγεται, αντιμετωπίζω τα πάντα ως μουσική. Μέσα από αυτές τις ετερόκλιτες επιρροές αναζητώ το κοινό στοιχείο. Σίγουρα πάντως δεν θα με δεις σε μια σκηνή να τραγουδώ δίπλα σε κάποιο μπουζούκι ή να κάνω ένα jazz live με πιάνο και σαξόφωνο.

Φωτό: Νίκος Κόκκας

Δηλαδή δεν θα ήθελες, για παράδειγμα, να μπορείς να σταθείς καλλιτεχνικά και να βιοποριστείς τραγουδώντας μόνο τζαζ;

Μέσα μου -όχι στην πράξη- ο βιοπορισμός είναι ένα ζήτημα λυμένο: δεν έχω πρόβλημα να κάνω οποιαδήποτε δουλειά προκειμένου να μπορώ να εκφράζομαι καλλιτεχνικά όπως επιθυμώ. Επιθυμώ να το κάνω μόνο με την τζαζ; Όχι. Τη λατρεύω, την έχω σπουδάσει, όμως κάτι μου λείπει κι από εκείνη. Έχω μεγαλώσει μέσα στην ελληνική μουσική, κουβαλάω έναν κόσμο, ένα πολιτισμικό «στοιχειό» που δεν μπορώ να το βγάλω από μέσα μου και κυρίως είναι αυτό που με συνδέει με τον κόσμο που έρχεται στις συναυλίες. Ένα βίωμα έχουμε να μοιραστούμε και αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι το βίωμα που έζησα πέρυσι στην Αμερική γράφοντας και τραγουδώντας τζαζ. Αυτό δεν αφορά κανέναν εδώ. Δεν με ενοχλεί, διότι στόχος για μένα είναι το μοίρασμα.

Άρα ισορροπία πώς βρίσκεις;

Προσπαθώ να πηγαίνω για ένα μήνα στο εξωτερικό, να παίζω εκεί πέρα, σε ένα κοινό που θα συνδεθεί. Καταλαβαίνω απόλυτα ότι σε μεγάλο μέρος του κόσμου δεν θα πει τίποτα το «Phases». Και γιατί να τους πει; Δεν εκφράζεται ένας Έλληνας μέσα από την τζαζ και ούτε θα γινόμουν ποτέ ελιτίστρια και θα έλεγα «μα τι λαός είναι αυτός;»

Έτσι όπως το λες καταλαβαίνω και γιατί μέρος του κοινού σε θεωρεί «δικό του άτομο». Νιώθεις ότι μοιράζεστε ίδιες αγωνίες και ζόρια;

Πράγματι νιώθω ότι βαδίζω παράλληλα με τα άτομα της ηλικίας μου, με όσα άτομα είναι λίγο πριν και λίγο μετά τα τριάντα. Άλλωστε, σε σχέση με το παρελθόν, μουσικός και ακροατές επικοινωνούν πολύ πιο άμεσα. Από την άλλη αυτή η τόσο άμεση επικοινωνία μέσω των social με κάνει να μην νιώθω τόσο κοντά με τους συνομήλικους μου. Με ζορίζουν τα social media. Επίσης, από μικρή ηλικία δούλευα με αρκετά μεγαλύτερους ανθρώπους, οπότε έχω επηρεαστεί και από αυτό. Οπότε νιώθω σε ένα μεταίχμιο.

Το μέτρο για αυτά είναι τι αφήνει στο σώμα σου ένα ξενύχτι…

Από αυτή τη άποψη, ακόμα αντέχω. Βγαίνω πολύ. Με παρασύρει πολύ η μπάντα και έρχομαι και με κεκτημένη ταχύτητα από τη Νέα Υόρκη. Θα πάω σε live, θα βγω για ποτά και σίγουρα θέατρο. Η Αθήνα μέσα σε όλα τα σκάτα της, προσφέρει μπόλικη τέχνη. Αν μας κρατάει κάτι σε αυτή την πόλη, ας είναι η τέχνη.

Φωτό: Νίκος Κόκκας

Από το εξάμηνο στην Νέα Υόρκη τι κρατάς;

Πέρα από τα εφόδια που πήρα σε ακαδημαϊκό επίπεδο, ήταν πολύ απελευθερωτικό για μένα διότι ανακάλυψα πολλές πτυχές του εαυτού και ξέφυγα από όσα ήταν βολικά για μένα και οικεία. Ήταν πολύτιμη αυτή η αίσθηση. Και απόλαυσα τα jam sessions.

Έκανες τις βόλτες σου στους «ναούς» της μαύρης μουσικής;

Ναι, βέβαια πολλοί από αυτούς τους χώρους προσφέρουν μια τουριστική εμπειρία δυστυχώς. Ωστόσο, στο Village Vanguard είναι διατηρούν έναν χαρακτήρα αυθεντικό. Απαγορεύονται τα κινητά, επικρατεί απόλυτη ησυχία, ακόμα και ο barman σερβίρει τα ποτά χωρίς να κάνει θόρυβο. Είχα πάει σε ένα live της Esperanza Spalding και έκλαιγα από αυτό που βίωνα, διότι είχε δημιουργηθεί από μουσικούς και κοινό μια σπάνια, χειροποίητη και ιδιαίτερη συνθήκη. Αν και είμαι πολύ «κάφρος» κα μου φαίνονται κριντζιές έτσι όπως τα λέω, δεν γινόταν να σταματήσω να κλαίω.

Υπάρχει συνταγή για ένα καλό setlist;

Μπορώ να μιλήσω μόνο για τον τρόπο που στήνουμε τα δικά μας setlists. Υπάρχει λόγος που επιλέγουμε κάθε τραγούδι. Είναι τμήματα μιας μεγαλύτερης ιστορίας που θέλουμε να αφηγηθούμε. Κάθε τραγούδι μάς οδηγεί στο επόμενο και όλα μαζί μάς αποκαλύπτουν την ιστορία που θέλουμε να πούμε κάθε βραδιά.