Ενας ζωντανός θρύλος του κινηματογράφου που δεν χρειάζεται συστάσεις, ο Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός Μάρτιν Σκορσέζε, υποψήφιος φέτος για δέκατη φορά στην καριέρα του για το Οσκαρ σκηνοθεσίας για την ταινία «Οι δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού», επισκέφθηκε το Βερολίνο προκειμένου το βράδυ της Τρίτης να παραλάβει από το φεστιβάλ μια τιμητική Χρυσή Άρκτο για την συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο.

Ο δημιουργός του «Ταξιτζή», του «Οργισμένου ειδώλου», του «Τελευταίου πειρασμού» των «Καλών παιδιών», του «Καζίνο», του Ιρλανδού» μα και τόσων άλλων ταινιών, μιλούσε σαν οδοστρωτήρας στην συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στους δημοσιογράφους πριν από την τελετή αλλά δεν έκανε μια νοσταλγική αναδρομή στην κινηματογραφική του καριέρα. Δεν του αρέσει η νοσταλγία αν και του αρέσει η ουσία των ταινιών που αγαπά ακόμα και αν είναι παλιές. Διόλου τυχαία στην συνέντευξη Τύπου ονόματα όπως Κέντζι Μιζογκούτσι, Ακίρα Κουροσάβα, Τζον Φορντ, Σατγιαζίτ Ρέι, Ζαν Ρενουάρ, Μαρσέλ Καρνέ και κινηματογραφικά κινήματα όπως του ιταλικού νεορεαλισμού και της ρωσικής πρωτοπορίας αναφέρονταν συνεχώς από εκείνον.

Χρησιμοποιώντας ως οδηγό του το παρελθόν, ο Σκορσέζε προσάρμοζε τις απαντήσεις του γύρω από την ουσία της Τέχνης του κινηματογράφου, μιλώντας, τελικά περισσότερο για το παρόν και την ανάγκη «νέων φωνών» για την διατήρηση μιας Τέχνης που «δεν έχει πεθάνει, ούτε πρόκειται να πεθάνει. Απλώς αλλάζει.»

Για τον 81χρονο σήμερα Μ. Σκορσέζε αν η σύγχρονη τεχνολογία και η ραγδαία εξέλιξή της απέδειξαν κάτι αυτό είναι ότι το σινεμά δεν είναι το «ένα» πράγμα που γνωρίζαμε παλαιότερα. «Σήμερα ο κινηματογράφος είναι πολλά πράγματα. Μπορεί κάποιος να εκφραστεί από μια σειρά της τηλεόρασης ή από το Τικ-Τοκ. Η τεχνολογία δεν πρέπει να μας τρομάζει, αλλά να της επιτρέπουμε να μας δείχνει τον σωστό δρόμο.»

Οταν του ζητήθηκε να ξεχωρίσει κάποια νέα φωνή από τον σύγχρονο κινηματογράφο, ο Μ. Σκορσέζε προτίμησε να μην απαντήσει φέρνοντας ως δικαιολογία τον παράγοντα του περιορισμένου χρόνου στα 81 του χρόνια». Ανέφερε ωστόσο την ταινία «Περασμένες ζωές» της Σελίν Σονγκ, όπως επίσης ανέφερε την ταινία «Υπέροχες μέρες» του (όχι ακριβώς νέου) Βιμ Βέντερς..

Αναφέρθηκε επίσης στον ρόλο των κινηματογραφικών φεστιβάλ, το πρόσωπο των οποίων επίσης έχει διαμορφωθεί σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια. «Κατά μία έννοια ο ρόλος των φεστιβάλ είναι να κάνουν τον κόσμο μικρότερο από όσο είναι στην πραγματικότητα, συγκεντρώνοντας φωνές από παντού» είπε.

Πέραν του δημιουργικού τομέα, ο Μάρτιν Σκορσέζε είναι επίσης ένας από τους ανθρώπους του κινηματογράφου που έχουν αφιερωθεί με αφοσίωση, διαφύλαξη και προστασία της κινηματογραφικής κληρονομιάς σώζοντας και ρετουσάροντας παλιές ταινίες.

Αυτός εξάλλου είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο ο Μ. Σκορσέζε επισκέφτηκε φέτος το φεστιβάλ. Στην Μπερλινάλε προβάλλεται ντοκιμαντέρ του Ντέιβιντ Χίντον «Made in England: The Films of Powell and Pressburger» θέμα του οποίου είναι η ζωή και το έργο ενός από τους μεγαλύτερους δασκάλους της κινηματογραφικής πορείας του Σκορσέζε, του Βρετανού σκηνοθέτη Μάικλ Πάουελ (1905 – 1990).

Οι διασημότερες ταινίες του Πάουελ γυρίστηκαν σε συνεργασία του Ούγγρου σκηνοθέτη Εμερικ Πρέσμπουργκερ (1902- 1988) και έχουν επηρεάσει βαθύτατα τον σκηνοθέτη Σκορσέζε. Ανάμεσά τους οι «Ζήτημα ζωής και θανάτου», «Μαύρος Νάρκισσος», «Η ζωή και ο θάνατος του Συνταγματάρχη Μπλιμπ» και «Τα κόκκινα παπουτσια».

Στο ντοκιμαντέρ του Χίντον ο Σκορσέζε έχει τον ρόλο του αφηγητή, προβάλλεται στην διοργάνωσης.