«Πόσοι άνθρωποι θα είχαν ερωτευτεί αν δεν είχαν ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος για έρωτα;» Το προκλητικό ερώτημα του Λα Ροσφουκό (που επαναφέρει στο θρυλικό βιβλίο του Ο έρως και η Δύση ο Γάλλος μελετητής Ντενί Ντε Ρουζμόν – στα ελληνικά σε μετάφραση του Μπάμπη Λυκούδη από τις εκδόσεις Ινδικτος) ξανάρχεται στο μυαλό μου καθώς για άλλη μια φορά το κόκκινο του πάθους κατακλύζει την οθόνη μου: καρδούλες, σοκολατάκια και εσώρουχα (φυσικά γυναικεία καθώς ο άντρας είναι αυτός που καταναλώνει το όλο πακέτο, ενώ η γυναίκα ακόμα και ως καταναλώτρια αποτελεί ταυτόχρονα και το προϊόν). Η 14η Φλεβάρη θα «εορτασθεί» και φέτος σε μπαρ με απαλή τζαζ τύπου Τσετ Μπέικερ, εστιατόρια με αφροδισιακά θαλασσινά, σινεμά που παίζουν ρομαντικές κομεντί.

Οσο όμως μεγαλύτερη προθυμία δείχνουμε να μιλάμε περί έρωτος αφηρημένα, τόσο μεγαλύτερη δυσκολία έχουμε στο να εξετάσουμε τις κοινωνικές καταβολές του και τις συνέπειες που επιφέρει η κατασκευή των χαρακτηριστικών του. Στο βιβλίο του ο Ρουζμόν θα εντοπίσει την προέλευση του έρωτα όπως τον νοούμε σήμερα στην αναγεννησιακή ποίηση. Ο αυλικός έρωτας που αναπτύσσεται σ’ αυτή, έρωτας που μένει ανικανοποίητος και φουντώνει το πάθος, θα εκκοσμικευτεί ως το παθιασμένο αντίδοτο στον ήρεμο κοσμικό τρόπο του χριστιανικού γάμου που τότε αρχίζει να κυριαρχεί. Σας θυμίζει τίποτα; «Από δω η γυναίκα μου κι από δω το αίσθημά μου», που τραγουδούσε ο Λευτέρης Πανταζής. Ο έρωτας αναπτύσσεται ως εναλλακτικός τρόπος (μη) σχετισμού των φύλων, ως ουτοπία και φαντασίωση. Στο υπαρκτό ήσυχο και βαρετό νοικοκυριό αντιπαραβάλλεται ο χώρος της επιθυμίας και της πραγματικής, παθιασμένης ζωής.

Αυτή η καταραμένη πλευρά του πάθους διατρέχει την ιστορία της Δύσης. Ο Βέρθερος που αυτοκτονεί γίνεται ποπ ήρωας της εποχής, σχεδόν ινφλουένσερ θα λέγαμε σήμερα, ενώ στις ταινίες η τραγική κατάληξη θα είναι αυτή που θεωρείται σεναριακά αυτονόητη για να πετύχει η αναπαράσταση του ερωτικού πάθους: στη «Γυναίκα της διπλανής πόρτας» του Φρανσουά Τριφό οι πρώην εραστές που συναντιούνται ως γείτονες, παντρεμένοι με άλλους, θα αναζωπυρώσουν ένα πάθος που θα τους βρει στο τέλος νεκρούς και τους δύο. Μη μου πείτε ότι κάνω σπόιλερ, είναι τόσο κοινότοπο το θέμα. Ακόμα και στην πραγματική ζωή, με τη διαφορά ότι εκεί στη συντριπτική πλειονότητα είναι μόνο οι γυναίκες που βρίσκονται νεκρές από το χέρι του παθιασμένου εραστή τους.

Κι αυτό δεν είναι καθόλου αστείο. Το πάθος στην παραφορά του θα γίνει έγκλημα. Οι 100 γυναικοκτονίες κάθε χρόνο ένα τέτοιο ερωτικό πάθος έχουν ως «κίνητρο», καθώς ο έρωτας όπως ασκείται έχει συγκεκριμένη προέλευση και κατεύθυνση, όπως και τρόπο έκφρασης: την κτητικότητα. Το «είσαι δική μου» των πρώτων ρομαντικών ραντεβού δεν απέχει και τόσο πολύ από τη μανιασμένη έκφραση του έρωτα ως βίας. Και κάπως έτσι η ουτοπία του πάθους καταλήγει στη δυστοπία της κακοποίησης ή και της εξόντωσης.

Δεν υποστηρίζω φυσικά ότι η πορεία αυτή είναι αναπόδραστη. Αλλά παρατηρώ συνήθως ότι όταν ο έρωτας πετυχαίνει μετατρέπεται σε ρουτίνα. Οταν ξεπεραστεί η φάση του «ζω στα κόκκινα» και επέλθει η ειρήνη της καθημερινότητας θα φανεί αν το παιχνίδι κερδήθηκε ή όχι. Οταν πέφτει η αυλαία και το φιλμ τελειώνει είναι που αρχίζει η πεζή καθημερινότητα. Αντί να το θρηνούμε ως απομυθοποίηση, προτείνω να το χαιρετίσουμε ως ευτυχή κατάληξη: ως την αποδοχή του άλλου ως ισότιμου μέρους σε μια σχέση που δεν επιζητά τον αφανισμό αλλά τη διάρκεια της γαλήνης.