Ας φανταστούμε -σε εικονικά, για την ώρα, «σενάρια»-, να βανδαλίζονται με κόλλα, πουρέ πατάτας και ντοματόσουπα οι Καρυάτιδες ή η Ζωφόρος του Παρθενώνα, στο Μουσείο Ακροπόλεως, ως μέσο «αφύπνισης» για την κλιματική αλλαγή. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε ανάλογες βιαιοπραγίες, όπως αυτές που συντελέστηκαν από «πράσινους» ακτιβιστές, τα τελευταία χρόνια, κατά αριστουργημάτων του Βαν Γκογκ, του Ντα Βίντσι, του Μονέ και του Βερμέερ, σε βάρος εμβληματικών έργων του Παρθένη και του Γύζη, στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος, ή πινάκων της περίφημης Συλλογής Κωστάκη, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη.

Η πρόσφατη -ακόμη μια- επίθεση με κονσέρβα ντοματόσουπας κατά της Μόνα Λίζα, στο μουσείο- φρούριο του Λούβρου, την ώρα που η πρακτική της επίθεσης κατά κορυφαίων έργων τέχνης από ακτιβιστές του κλίματος διεθνώς επελαύνει, προκαλεί έντονο προβληματισμό. Εγείροντας και στα καθ’ ημάς, πέραν και πάνω απ΄το debate για το «ηθικό», το «αναγκαίο» και το επικίνδυνο της ακτιβιστικής «μόδας», πληθώρα ερωτημάτων ως προς τους κανόνες ασφαλείας έργων που θεωρούνται, όχι απλώς εθνικοί θησαυροί, αλλά «κοινό κτήμα». Και μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

«Δεν υπάρχει σχέδιο αντιμετώπισης ανάλογων κρίσεων»

Το προσαρμοσμένο στην εγχώρια πραγματικότητα ερώτημα που αναδύεται είναι ένα: σε ποιο βαθμό είναι θωρακισμένα τα αριστουργήματα, που θησαυρίζονται στα μουσεία της ελληνικής επικράτειας, σε περίπτωση βανδαλισμού, ως μέσο διαμαρτυρίας; Δηλωμένος, εξάλλου, σκοπός της νέας επίθεσης ακτιβιστριών κατά του αριστουργήματος του Ντα Βίντσι, την προπερασμένη Κυριακή στο Παρίσι, ήταν «να αφυπνιστούν συνειδήσεις», καθώς «το αγροτικό μας σύστημα είναι άρρωστο». Τι θα συνέβαινε, λοιπόν, σε περίπτωση ανάλογων «επιθέσεων» και στην ελληνική επικράτεια;

«Δεν υπάρχει σχέδιο αντιμετώπισης ανάλογων κρίσεων, παρότι υπάρχουν κάμερες, υπάρχει φύλαξη και, σε ελάχιστες περιπτώσεις, και σκάνερ στις εισόδους», μας απαντά επιστημονικός συνεργάτης κορυφαίου μουσείου της πρωτεύουσας, θυμίζοντάς μας τις ανεπανόρθωτες ζημιές που προκάλεσε, το 2018, η ρίψη λαδιού κατά σημαντικών εκθεμάτων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, κατά τη διάρκεια της βάρδιας 20 συνολικά φυλάκων.

«Διαθέτουμε σκάνερ. Αλλά και πάλι, κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει κάποιον που είναι αποφασισμένος, να προκαλέσει ζημιά σε ένα έκθεμα», σημειώνει υπηρεσιακός του υπουργείου Πολιτισμού, για ένα θέμα «καυτή πατάτα».

Κινδυνεύουν τα γλυπτά;

«Δεν έχει συμβεί περιστατικό βανδαλισμού στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί», σχολιάζει στο ΒΗΜΑ ο αρχαιολόγος και προϊστάμενος του Τμήματος Εκθέσεων, Επικοινωνίας και Εκπαίδευσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Ευάγγελος Βιβλιοδέτης. «Τα εκθέματα της προϊστορικής περιόδου, τα γεωμετρικά ειδώλια και τα αγγεία δεν κινδυνεύουν. Έχουν άθραυστο τζάμι. Τα γλυπτά θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν», αναφέρει. «Είναι τεράστια .Και είναι ιδιαιτέρως κοστοβόρο να προστατευτούν στο σύνολό τους από άθραυστο τζάμι, πέραν του ότι θα αλλοιωθεί έτσι η εικόνα του γλυπτού».

Στις αίθουσες με τα γλυπτά, εξάλλου, προσθέτει, «είναι ιδιαιτέρως ενισχυμένη η φύλαξη, με 2-3 φύλακες, που είναι υποψιασμένοι και αυστηροί. Όποτε ο αριθμός του φυλακτικού προσωπικού δεν είναι επαρκής, οι αίθουσες παραμένουν για την ασφάλεια των εκθεμάτων κλειστές».

«Ασφαλής δεν μπορεί να είναι κανένας ποτέ»

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι υπάρχει κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, σκάνερ στην είσοδο και οι τσάντες δεν εισέρχονται στις αίθουσες του Εθνικού Αρχαιoλογικού, «ασφαλής δεν μπορεί να είναι κανένας ποτέ. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και στο Λούβρο, παρά τα αυστηρότατα μέτρα φύλαξης, δεν προλαμβάνονται οι επιθέσεις», συνοψίζει ο κύριος Βιβλιοδέτης.

«Αν ένα έργο τέχνης κινδυνεύει, προφανώς δεν το αφήνεις έκθετο, όσο σοβαροί και αν είναι οι λόγοι αντίδρασης των ακτιβιστών. Το ερώτημα όμως είναι γιατί να την πληρώνει ένα έργο τέχνης, προκειμένου να καταγγελθεί η καταστροφή του πλανήτη, όταν ένα έργο τέχνης είναι παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, ανήκει σε όλους, έχει αξία αντίστοιχη με τον πλανήτη; Γιατί να μην βρεθεί άλλος τρόπος;» αναρωτιέται η διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης και μουσειολόγος, Κατερίνα Κοσκινά, που, έχοντας μεγάλη εμπειρία από διευθυντικές θέσεις σε μεγάλα μουσεία και θεσμούς (διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης- ΕΜΣΤ, εθνική επίτροπος της 23ης Biennale του Σάο Πάολο, της 51ης Biennale της Βενετίας και της 57ης κ.ά.), κρίνει πως «στα μεγάλα μουσεία μας, όπως το Ακροπόλεως, το ΕΜΣΤ και η Εθνική Πινακοθήκη, υπάρχουν τα βασικά φίλτρα προστασίας».

Από την άλλη, «τα έργα τέχνης πρέπει να είναι διαδραστικά με το περιβάλλον τους. Η κατάντια της Μόνα Λίζας να είναι πίσω από τζάμι είναι απερίγραπτη. Τα υπερβολικά μέτρα ακυρώνουν τη δυνατότητα θέασης των έργων τέχνης».

Το κύμα «καλοπροαίρετου» βανδαλισμού

«Αγιάζει ο σκοπός τα μέσα;», ερωτά ο επιστημονικός διευθυντής Μουσείου Μπενάκη, Γιώργης Μαγγίνης. «Δικαιολογεί ένα σεβαστό αίτημα μια πράξη βανδαλισμού; Ομοίως, θα απαντούσα “όχι”», προσθέτει.

«Η πλειονότητα των πολιτιστικών οργανισμών βρίσκεται στην πρωτοπορία των αγώνων για ισονομία, διαφάνεια, δικαιοσύνη και άλλα κοινωνικά αιτήματα. Είναι συνεπώς ατελέσφορο να επιβαρύνονται με τα προβλήματα που η αντιμετώπιση παρόμοιων “καλοπροαίρετων”: βανδαλισμών προϋποθέτει», υπογραμμίζει, επισημαίνοντας έναν επιπλέον κίνδυνο: «Μπορεί τα έργα που αποτελούν στόχο να επιλέγονται από τους ακτιβιστές γιατί προστατεύονται πίσω από γυαλί, αυτό όμως δεν αναιρεί την ουσία του βανδαλισμού: η εικόνα καθαυτή του σπιλωμένου έργου ταπεινώνει τους πολιτιστικούς οργανισμούς -λες και δεν μας φτάνουν τόσες άλλες προκλήσεις και δυσκολίες!- και μπορεί να αποθρασύνει λιγότερο “ευαίσθητους” βανδάλους, οι οποίοι θα προκαλέσουν ανεπανόρθωτη καταστροφή».

Το ζήτημα δεν είναι μόνο συμβολικό, συνοψίζει ο επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη: «Οι φθορές στις -κάποτε μεγάλης τέχνης και ιστορικότητας- κορνίζες των έργων που, δεν χαίρουν ανάλογης προστασίας με τα έργα που πλαισιώνουν, το δυσθεώρητο κόστος εγκατάστασης άθραυστων και αντιανακλαστικών γυαλιών σε έργα που δεν προορίζονταν ποτέ να έχουν αυτό το φράγμα ανάμεσα στον θεατή και την επιφάνειά τους, οι χαμένες ώρες κοινού κατά τις αστυνομικές έρευνες, οι μέρες που σπαταλούνται στη διαχείριση της κρίσης σε βάρος του πολιτιστικού και εκπαιδευτικού έργου, όλα τούτα πρέπει να συνυπολογιστούν ως πραγματικές και καθόλου παράπλευρες απώλειες σε έναν πόλεμο που γίνεται σε ουδέτερο έδαφος. Ελπίζω να κοπάσει αυτό το κύμα “καλοπροαίρετου” βανδαλισμού. Έως τότε, η αυξημένη επιτήρηση, η παθητική προφύλαξη όσο το δυνατόν περισσότερων έργων αλλά και η επιμόρφωση του κοινού για την πραγματική αποστολή της τέχνης αποτελούν τα μόνα μέτρα που μπορούμε να πάρουμε για την προστασία των θησαυρών που η ανθρωπότητα μας έχει εμπιστευτεί».

«Ο ακτιβισμός είναι ιδέα, πράξη, κίνημα διαμαρτυρίας, μια διαφορετική έκφραση της κοινωνίας των πολιτών που δεν μπορεί να έχει σχέση με την καταστροφή και την κακοποίηση των έργων της τέχνης και του πολιτισμού. Αυτό είναι εγκληματική ενέργεια και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από κανένα σκοπό ή στόχο», υποστηρίζει η πρύτανης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, Ερατώ Χατζησάββα, αναγνωρίζοντας, παράλληλα, ότι «φυσικά, η καταστροφή των έργων τέχνης για εξασφάλιση προβολής είναι μια πανάρχαια ιστορία. Ο Ηρόστρατος έμεινε στην ιστορία επειδή πυρπόλησε τον ναό της Αρτέμιδος στην ‘Έφεσο, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Οι Βάνδαλοι στις εκστρατείες κατέστρεφαν τα έργα τέχνης στις πόλεις που κατακτούσαν και ταύτισαν το όνομα τους με μια από τις πιο κακουργηματικές πράξεις εναντίον του πολιτισμού. Κανένας βανδαλισμός δεν δικαιολογείται όμως στο όνομα οποιαδήποτε σκοπού».

Ως η Σχολή που «κατεξοχήν προάγει και προωθεί την τέχνη», η ΑΣΚΤ, δηλώνει η πρύτανής της, πρεσβεύει «ότι η προστασία των έργων τέχνης είναι υπόθεση όλων μας και οι βανδαλισμοί είναι αποτρόπαιοι και καταδικαστέοι».

Από εκεί και πέρα, η φύλαξη και η προστασία των έργων τέχνης είναι, τονίζει η κυρία Χατζησάββα, «είναι θέμα της πολιτείας. Η πολιτεία οφείλει να θωρακίσει τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, τα υπαίθρια μνημεία με νομοθετικές ρυθμίσεις, περισσότερους φύλακες, με κάμερες εποπτείας των χώρων και την αξιοποίηση σύγχρονων μέσων προστασίας των έργων τέχνης που εκτίθενται σε μουσεία, πινακοθήκες κ.ά. Για παράδειγμα, η προστασία με τζάμι του έργου «Ηλιοτρόπια» του Βαν Γκόγκ στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, το έσωσε πρόσφατα από απόπειρα βανδαλισμού».

«Πολυτέλεια» η συζήτηση για την ασφάλεια έργων τέχνης

Ο κόσμος των ευαισθητοποιημένων για την κλιματική αλλαγή ακτιβιστών, θεωρεί τη συζήτηση για την ασφάλεια έργων τέχνης «πολυτελείας» και άνευ ουσίας, «όταν ο πλανήτης καταστρέφεται». «Το είδος της ανατρεπτικής δράσης που αναλαμβάνουν οι ακτιβιστές για το κλίμα είναι μια απάντηση στην αδράνεια των κυβερνήσεων και των διεθνών θεσμών, απέναντι στην κλιματική έκτακτη ανάγκη που επιδεινώνεται καθημερινά», υπεραμύνεται των βίαιων πρακτικών των ακτιβιστών, μιλώντας στο ΒΗΜΑ, η πορτογαλέζα ακτιβίστρια της ομάδας Ultimo Recurso (Tελευταίος Πόρος), Μαρία Παϊσάο, υποστηρίζοντας ότι είναι φυσικό οι ακτιβιστές να «επανεξετάζουν τις τακτικές τους και να σκληραίνουν τις ενέργειές τους», αφού «όλοι οι άλλοι τρόποι διαμαρτυρίας που έχουν χρησιμοποιηθεί τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχουν φέρει κάποια σημαντική αλλαγή. Το ίδιο συνέβη και με άλλα κοινωνικά κινήματα στο παρελθόν, από τις σουφραζέτες μέχρι το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ και τα αντιαποικιακά κινήματα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Σε μια απελπιστική κατάσταση όπως αυτή που βρισκόμαστε, οι πράξεις θα είναι αναλόγως απεγνωσμένες. Είναι απολύτως επιτακτική ανάγκη να βγει η κοινωνία των πολιτών από την κατάσταση παράλυσης και ακινητοποίησης».

Βάσει ερευνών, σύμφωνα με την Μαρία Παϊσάο, «η ριζοσπαστική δράση στη δημόσια σφαίρα, μπορεί να βελτιώσει τις πιθανότητες επιτυχίας αυτών των θεσμικών προκλήσεων. Η αναστάτωση δεν είναι μόνο αυτοσκοπός».

«Η Μόνα Λίζα είχε προστατευτικό τζάμι, οι σοδειές και οι αγρότες δεν έχουν καμία προστασία από τις πλημμύρες και τη ξηρασία», επισημαίνει στο ΒΗΜΑ ο Αγησίλαος Κουλούρης, ένας από τους έλληνες ακτιβιστές για το Κλίμα, που συμμετέχει ενεργά σε διεθνή κινήματα Κλιματικής Δικαιοσύνης.

«Μία παγκόσμια έλλειψη τροφίμων καραδοκεί. Επτά εκατομμύρια θάνατοι τον χρόνο από την ατμοσφαιρική ρύπανση. Εκατοντάδες εκατομμύρια κλιματικοί πρόσφυγες μέχρι το 2050. Τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης επιλέγουν να μην καταδείξουν ποιοι είναι οι υπαίτιοι ενώ η κυρίαρχη πολιτική προάγει ψεύτικες λύσεις», προσθέτει, υπογραμμίζοντας ότι «τα παιδιά που πετάνε σούπες καταφεύγουν σε τέτοιες δράσεις από απόγνωση, αλλά και αγάπη για αυτά που χάνουμε. Γνωρίζουν ότι κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα πει ότι δεν ενδιαφέρεται πλέον για το κλίμα εξαιτίας αυτής της δράσης. Η προσοχή, η πρόκληση συναισθημάτων και ο δημόσιος διάλογος για την ηθική των μέσων διεκδίκησης είναι απαραίτητα στοιχεία της κοινωνικής αλλαγής. Ιστορικά, ελάχιστες δράσεις το κατάφεραν χωρίς βία και χωρίς καταστροφή».

Στην Ελλάδα, προς ώρας, δεν έχουν υπάρξει ανάλογες ενέργειες «πρόκλησης συναισθημάτων». Παρόλα αυτά, «το περιβαλλοντικό κίνημα στην Ελλάδα είναι δυνατό», υποστηρίζει ο έλληνας ακτιβιστής, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι «το αίτημα για Κλιματική Δικαιοσύνη δεν είναι κυρίαρχο, σε αντίθεση με το εξωτερικό. Η ανησυχία για το κλίμα υπάρχει πάντως και όλο θα αυξάνεται».