Ο αγροτικός συνεταιρισμός ελαιοπαραγωγών Παλαιοπαναγιάς Λακωνίας ανακοίνωσε τις προηγούμενες μέρες ότι πούλησε σε Ελληνα τυποποποιητή 30 τόννους εξτρα παρθένου ελαιολάδου νέας εσοδείας στην τιμή των 10,11 ευρώ το κιλό!

Τιμές «ρεκόρ» αγγίζει το ελαιόλαδο

Όπως δήλωσαν οι υπεύθυνοι του συνεταιρισμού, πρόκειται για τιμή ρεκόρ όλων των εποχών και δηλωτική της αξίας και των προοπτικών του ελαιοκομικού τομέα στη χώρα. Και εξήγησαν ότι η εντυπωσιακή τιμή της συγκεκριμένης δημοπρασίας είναι συνδυαστικά αποτέλεσμα τόσο των ιδιαίτερων κλιματικών συνθηκών που επικράτησαν τα δυο προηγούμενα χρόνια σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, όσο και της συνεχώς αυξανόμενης ζήτησης του ελαιολάδου παγκοσμίως. Να σημειωθεί ότι πριν από δυο χρόνια οι παραγωγοί ελαιολάδου μετά βίας απολάμβαναν τιμές της τάξης των 4 ευρώ το κιλό. Ουσιαστικά μιλάμε για περιβάλλον υπερδιπλασιασμού του εισδήματος των ελαιοπαραγωγών.

Συνήθως οι περισσότεροι μένουν στην πληθωριστική επίδραση της αύξησης των τιμών του ελαιολάδου, παραγνωρίζοντας την παραγωγική, η οποία αφορά εκατοντάδες χιλιάδες παραγωγούς σε ολόκληρη τη χώρα και πλέον προσφέρει ισχυρό κίνητρο για μια εκτεταμένη γεωργική εκμετάλλευση που διαπερνά την ευρύτατη εθνική ακτογραμμή από την Κρήτη μέχρι τη Θράκη και από την Κέρκυρα μέχρι τη Λέσβο.

Το λάδι εξελίσσεται σε διακεκριμένο διεθνώς εμπορεύσιμο αγαθό, η τιμή του οποίου δεν προσδιορίζεται στην Παλαιοπαναγιά Λακωνίας αλλά στο παγκόσμιο Χρηματιστήριο εμπορευμάτων. Η εξέλιξη αυτή μόνο αδιάφορη δεν είναι και σε κάθε περίπτωση ικανή να αναγεννήσει τον τομέα της ελαιοκομίας στην Ελλάδα. Ήδη, παρά την έλλειψη εργατικών χεριών, άπαντες φροντίζουν τους ελαιώνες, έχουν πια σοβαρούς λόγους και ισχυρό κίνητρο.

Καύσιμα και τσιγάρα στον πόλεμο της νύχτας

Τα τελευταία αιματηρά γεγονότα στον κύκλο της παρανομίας και της λεγόμενης Greek Mafia είναι ευθέως συνδεδεμένα με τις συνθήκες στις αγορές των καυσίμων και των τσιγάρων. Οι υψηλοί φόροι προσφέρουν ισχυρό κίνητρο για την ανάπτυξη λαθρεμπορικών δραστηριοτήτων. Η πραγματική αξία τόσο των καυσίμων όσο και των τσιγάρων είναι υποπολλαπλάσια της τελικής τιμής που πληρώνουν οι καταναλωτές στην αντλία ή στα περίπτερα μετά την επιβολή του πλήθους των έμμεσων φόρων. Αυτή ακριβώς η μεγάλη διαφορά μεταξύ πραγματικής αξίας και τελικής τιμής προσελκύει τους παρανόμους σχεδόν παντού στον κόσμο. Το κίνητρο είναι ισχυρό και σίγουρα υπέρτερο των κινδύνων που εμπεριέχει το λαθρεμπόριο. Πολύ περισσότερο όταν οι παράνομοι έχουν ανακαλύψει και άλλους τρόπους παραπλάνησης των καταναλωτών. Τα περισσότερα των λαθρεμπορικών πρατηρίων καυσίμων χρησιμοποιούν διαλύτες από τη Βουλγαρία προκειμένου να επαυξήσουν τον όγκο της βενζίνης και του πετρελαίου και μαζί υπονομευμένα λογισμικά από την Τουρκία που επιδρούν στους μετρητές των αντλιών.

Αντιστοίχως, οι λαθρέμποροι τσιγάρων έχουν πλέον παραγωγικές εμπειρίες, μπορούν να στήσουν εκ του μηδενός παράνομες μονάδες επεξεργασίας καπνού και παραγωγής τσιγάρων και να ενισχύσουν έτι περαιτέρω το λαθρεμπορικό κίνητρο. Ετσι εξηγούνται, άλλωστε, και οι μεγάλες διαφορές τιμών μεταξύ ομοειδών πρατηρίων που επιβεβαιώνουν τη λαθρεμπορική στρέβλωση της αγοράς και τη νόθευση των όρων του υγιούς ανταγωνισμού. Και εξηγούν επίσης τον πόλεμο μεταξύ των συμμοριών και την υπονόμευση του αισθήματος ασφάλειας στην κοινωνία.

Αναισθησιολόγοι υπό εξαφάνιση στο δημόσιο

Τις τελευταίες ημέρες σειρά περιστατικών ανέδειξε την αδυναμία των δημόσιων νοσοκομείων να πραγματοποιούν χειρουργικές επεμβάσεις λόγω έλλειψης γιατρών και ιδιαιτέρως αναισθησιολόγων. Οι τελευταίοι μιλούν για εξουθενωτικές συνθήκες εργασίας και εξαντλητικά ωράρια, που σε συνδυασμό με το εξευτελιστικό επίπεδο αμοιβών οδηγεί τους αναισθησιολόγους στον πιο οργανωμένο ιδιωτικό, ο οποίος επιπλέον προσφέρει πολλαπλάσιες αμοιβές σε σύγκριση με εκείνες του δημόσιου τομέα. Για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης ένας έμπειρος αναισθησιολόγος στα δημόσια νοσοκομεία μπορεί μετά βίας να κερδίζει 2.000 ευρώ το μήνα, ενώ στα ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα οι μηνιαίες αποδοχές μπορεί να ξεπερνούν τις 12.000 ευρώ! Χαώδεις οι διαφορές και εξηγούν γιατί τα δημόσια νοσοκομεία δεν δύνανται να καλύψουν τις κενές θέσεις αναισθησιολόγων, ούτε να καταστήσουν αξιόπιστη και ανταγωνιστική τη λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων. Και εδώ, η στρέβλωση της αγοράς υπηρεσιών υγείας είναι προφανής και εξηγήσιμη.

Τα παραπάνω παραδείγματα φαντάζουν ασύνδετα μεταξύ τους. Ωστόσο είναι δηλωτικά των αλλαγών που επέρχονται υπό την επίδραση ξεχωριστών παραγόντων και συνθηκών. Και προφανώς δεν είναι μονοσήμαντες. Αντιθέτως, είναι πολύπλευρες και ικανές να αλλοιώσουν προσπάθειες και πολιτικές δεκαετιών. Κοινώς η λειτουργία των αγορών διέπεται από αρχές και κανόνες. Οι όποιες παραβιάσεις αυτών οδηγούν σε στρεβλώσεις μοναδικές, ιδιαιτέρως αν διατηρούνται επί μακρόν.