Ο βρετανικός στρατός –ο κορυφαίος στρατιωτικός σύμμαχος των ΗΠΑ με τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη– διαθέτει μόνο 150 άρματα μάχης περίπου και καμιά δεκαριά αξιόμαχα πυροβόλα μεγάλου βεληνεκούς. Η ένδεια πόρων ήταν τόσο μεγάλη που πέρυσι ο βρετανικός στρατός εξέτασε το ενδεχόμενο να πάρει πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων που φυλάσσονταν σε μουσεία, να τους αναβαθμίσει και να τους δωρίσει στην Ουκρανία – μια ιδέα που εγκαταλείφθηκε.
Η Γαλλία, η χώρα με τις αμέσως επόμενες μεγαλύτερες δαπάνες, διαθέτει λιγότερα από 90 βαρέα πυροβόλα, που αντιστοιχούν σε αυτά που χάνει η Ρωσία περίπου κάθε μήνα στο πεδίο της μάχης στην Ουκρανία. Η Δανία δεν διαθέτει βαρύ πυροβολικό, υποβρύχια ή συστήματα αεράμυνας. Ο στρατός της Γερμανίας έχει αρκετά πυρομαχικά για δύο ημέρες μάχης.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι αποδυναμωμένοι ευρωπαϊκοί στρατοί ήταν αποδεκτοί από τις κυβερνήσεις σε όλη τη Δύση, καθώς η Αμερική, με την τεράστια στρατιωτική ισχύ της, στήριζε σταθερά τον Οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου και την αμυντική πολιτική στην Ευρώπη. Τον περασμένο χρόνο, οι ΗΠΑ πραγματοποίησαν σχεδόν το 70% των συνολικών αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, η ανησυχία εντείνεται καθώς η Αμερική τηρεί πλέον στάση εντονότερου απομονωτισμού και έχει αρχίσει να αναβιώνει η αίσθηση μιας πιθανής απειλής για την Ευρώπη από τη Ρωσία, μετά από σχεδόν δύο χρόνια αιματηρών μαχών στην Ουκρανία.
Δεν υπάρχει άμεσος στρατιωτικός κίνδυνος για την Ευρώπη από τη Ρωσία, και οι δυτικοί στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες πιστεύουν ότι η Ρωσία είναι προς το παρόν περιορισμένη από τον πόλεμο φθοράς που διεξάγει στην Ουκρανία. Αν όμως η Ρωσία κερδίσει τελικά στην Ουκρανία, λίγοι είναι αυτοί που αμφιβάλλουν για την ικανότητα της Μόσχας να επανεξοπλιστεί πλήρως μέσα σε τρία με τέσσερα χρόνια και να δημιουργήσει προβλήματα αλλού. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν θρηνεί εδώ και χρόνια την απώλεια μιας ρωσικής αυτοκρατορίας που συμπεριλάμβανε την Ουκρανία και άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Βαλτικής.
Η παραγωγική ικανότητα της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας έχει υποβαθμιστεί σημαντικά ύστερα από χρόνια περικοπών στους προϋπολογισμούς, και η αναστροφή της κατάστασης αυτής αποτελεί πρόκληση σε μια εποχή όπου οι περισσότερες κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν δημοσιονομικούς περιορισμούς εν μέσω βραδείας οικονομικής ανάπτυξης και γήρανσης του πληθυσμού, καθώς και μεγάλες πολιτικές αντιδράσεις στις περικοπές κοινωνικών δαπανών για τη χρηματοδότηση της άμυνας.
Η Ευρώπη «αποστρατιωτικοποιήθηκε συστηματικά, επειδή δεν χρειαζόταν να ξοδέψει τα χρήματα αυτά», χάρη στην απουσία εμφανούς απειλής και στη στρατιωτική ηγεμονία των ΗΠΑ σε ολόκληρο τον κόσμο, δήλωσε ο Anthony King, καθηγητής σπουδών πολέμου στο Πανεπιστήμιο του Γουόργουικ. «Ουσιαστικά έχουν πέσει σε χειμερία νάρκη».
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε το βάθος του προβλήματος της Ευρώπης.
«Παρόλο που η συνολική οικονομική και παραγωγική ισχύς των χωρών του ΝΑΤΟ υπερτερεί έναντι εκείνης της Ρωσίας και των συμμάχων της, επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να υπολειπόμαστε ως προς την παραγωγή», δήλωσε ο Άντερς Φογκ Ράσμουσεν, πρώην Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ. «Η Ουκρανία βρίσκεται πλέον σε πόλεμο φθοράς και, αν δεν σοβαρευτούμε στο ζήτημα της παραγωγής πυρομαχικών, πιθανότατα θα δούμε την απειλή του πολέμου να μας πλησιάζει».
Βοήθεια προς την Ουκρανία
Ο πρόεδρος Μπάιντεν επανεπιβεβαίωσε τη σταθερή υποστήριξη της Αμερικής προς το ΝΑΤΟ και δήλωσε ότι η συμμαχία είναι ισχυρότερη από ποτέ. Όμως ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος διεκδικεί εκ νέου το χρίσμα για τις εκλογές του 2024, έχει επανειλημμένα αμφισβητήσει την αξία του ΝΑΤΟ. Ενώ υποστήριξε τη ρήτρα συλλογικής άμυνας του ΝΑΤΟ, συγκρούστηκε με τους ηγέτες του ΝΑΤΟ στα θέματα των αμυντικών δαπανών και του αριθμού των αμερικανικών στρατευμάτων. Οι ηγέτες και των δύο πολιτικών κομμάτων προτρέπουν εδώ και καιρό την Ευρώπη να δαπανά περισσότερα για την άμυνά της.
Οι προσπάθειες για την έγκριση νέας αμερικανικής βοήθειας προς την Ουκρανία συνάντησαν την αντίσταση των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο. Την ίδια στιγμή, λόγω της σύγκρουσης στη Γάζα, η Ουκρανία δεν βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της αμερικανικής πολιτικής. Ο Λευκός Οίκος έχει δηλώσει ότι οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν την παροχή όπλων και εξοπλισμού στην Ουκρανία αν το Κογκρέσο δεν εγκρίνει πρόσθετη χρηματοδότηση μέχρι το τέλος του έτους.
Τα ευρωπαϊκά έθνη έχουν υποσχεθεί στο Κίεβο βοήθεια αξίας δισεκατομμυρίων αλλά, παράλληλα, έχουν δηλώσει ότι αντιμετωπίζουν οικονομικούς περιορισμούς και όρια στην παραγωγή όπλων. Εάν οι ΗΠΑ αποσυρθούν από την παροχή του μεγαλύτερου μέρους της βοήθειας, η Ευρώπη δεν έχει τα αποθέματα για να καλύψει τη διαφορά ούτε θα είναι σε θέση να ανεφοδιάσει την Ουκρανία και ταυτόχρονα να αποκαταστήσει τη δική της αμυντική ισχύ. Ο πρόεδρος της στρατιωτικής επιτροπής του ΝΑΤΟ, ο Ολλανδός ναύαρχος Ρομπ Μπάουερ, δήλωσε φέτος ότι η Ευρώπη πλέον «έχει φτάσει στον πάτο» όσον αφορά τη βοήθεια που θα μπορούσε να προσφέρει στην Ουκρανία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται απίθανο να τηρήσει την υπόσχεσή της να προμηθεύσει μέχρι την άνοιξη ένα εκατομμύριο βλήματα πυροβολικού στο Κίεβο, που τα χρειάζεται απελπισμένα, καθώς μέχρι στιγμής έχει επιτύχει μόλις το 30% αυτού του στόχου. Η Βόρεια Κορέα, μια πενόμενη δικτατορία με πληθυσμό 25 εκατομμυρίων, έστειλε πάνω από ένα εκατομμύριο βλήματα στη Ρωσία την ίδια περίοδο, σύμφωνα με δυτικούς αξιωματούχους και δηλώσεις της ρωσικής κυβέρνησης.
Ουκρανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι, αν σταματήσει εντελώς η παροχή βοήθειας, δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν την ήδη δυσχερή στρατιωτική εκστρατεία για την ανάκτηση των χαμένων εδαφών και ίσως να μην μπορέσουν να συγκρατήσουν τις ρωσικές μονάδες που υποστηρίζονται από μια πολύ μεγαλύτερη χώρα με ανώτερες εφεδρείες προσωπικού.
Ο στρατηγός Patrick Sanders, αρχηγός των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων, συγκρίνει αυτή τη στιγμή της ευρωπαϊκής ιστορίας με το 1937, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο και οι σύμμαχοί του συζητούσαν αν θα αναγκάζονταν τελικά να αντιμετωπίσουν τον Χίτλερ. «Το δίδαγμα της δεκαετίας του 1930 είναι ότι όταν οι στρατηγικές παράμετροι και οι απειλές αρχίζουν να αυξάνονται, και νομίζω ότι περί αυτού πρόκειται, τότε πρέπει να αρχίσεις να προετοιμάζεσαι αναλόγως», δήλωσε, από το γραφείο του στο υπουργείο Άμυνας του Λονδίνου.
Ο Πούτιν θα μπορούσε να ασκήσει πίεση και σε άλλες χώρες που δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ, όπως η Μολδαβία ή η Γεωργία, να εξαπολύσει επιθέσεις δολιοφθοράς στις χώρες της Βαλτικής ή να ενισχύσει περαιτέρω τη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στο Καλίνινγκραντ, έναν στρατηγικό ρωσικό θύλακα μεταξύ Πολωνίας και Λιθουανίας, δήλωσε ο Mark Sedwill, πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Πολωνία έσπευσε να ισχυροποιήσει το στρατό της, και τόσο η Φινλανδία όσο και η Σουηδία εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ για να εξασφαλίσουν τις εγγυήσεις ασφαλείας που προσφέρει.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Ευρώπη διέθετε πολύ λιγότερες συμβατικές δυνάμεις σε σχέση με τον σοβιετικό στρατό, οπότε η αποτροπή βασιζόταν στην απειλή πυρηνικού πολέμου σε περίπτωση που η ΕΣΣΔ επιχειρούσε να διεισδύσει βαθύτερα μέσα στην Ευρώπη για να επεκτείνει το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, καμία από τις μικρότερης κλίμακας ενέργειες της σημερινής Ρωσίας δεν θα θεωρούνταν άξιες μιας πυρηνικής απάντησης, οπότε η ενίσχυση των συμβατικών δυνάμεων αποτροπής είναι ζωτικής σημασίας, δήλωσε ο Sedwill.
Οι στρατιωτικές δαπάνες των χωρών του ΝΑΤΟ μειώθηκαν από ποσοστό περίπου 3% της ετήσιας οικονομικής παραγωγής τους κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου σε περίπου 1,3% μέχρι το 2014, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΝΑΤΟ. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν μετά τη ρωσική εισβολή στην Κριμαία το 2014, αλλά με αργούς ρυθμούς. Την τελευταία δεκαετία, οι αμυντικές δαπάνες της ΕΕ αυξήθηκαν κατά 20%, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Την ίδια περίοδο, η Ρωσία και η Κίνα ενίσχυσαν τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς κατά σχεδόν 300% και 600%, αντίστοιχα.
Μια στρατιωτικά αδύναμη Ευρώπη αποτελεί τεράστια αλλαγή για μια ήπειρο που είχε να επιδείξει τις καλύτερες ένοπλες δυνάμεις του κόσμου τουλάχιστον από τις αρχές του 16ου αιώνα έως τη δεκαετία του 1940, ένα διάστημα πέντε αιώνων κατά το οποίο οι στρατοί και η ναυτική δύναμη της Ευρώπης μοίρασαν τον κόσμο σε παγκόσμιες αυτοκρατορίες. Αυτή η κυριαρχία έληξε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι στρατοί της περιοχής συνέτριψαν ο ένας τον άλλον για δεύτερη φορά μέσα σε δύο δεκαετίες περίπου. Μετά από αυτό, αναδείχθηκαν οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ ως οι δύο μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τα ευρωπαϊκά έθνη και στις δύο πλευρές του Σιδηρού Παραπετάσματος διατηρούσαν ισχυρούς στρατούς. Το μέρισμα της ειρήνης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο επέτρεψε στις κυβερνήσεις να περικόψουν τις αμυντικές δαπάνες υπέρ των πάντων, από τις συντάξεις έως την υγειονομική περίθαλψη, αυξάνοντας τον πλούτο και το βιοτικό επίπεδο σε ολόκληρη την ήπειρο, ενώ οι στρατοί τους μετατρέπονταν σε κουφάρια.
Ο στρατός της Γερμανίας, ο οποίος στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου αριθμούσε μισό εκατομμύριο άνδρες στη Δυτική Γερμανία και άλλους 300.000 στην Ανατολική Γερμανία, έχει σήμερα 180.000 στρατιώτες. Μόνο η Δυτική Γερμανία διέθετε περισσότερα από 7.000 άρματα μάχης μέχρι τη δεκαετία του ’80. Η ενοποιημένη Γερμανία διαθέτει τώρα 200, από τα οποία μόνο τα μισά ίσως είναι μάχιμα, σύμφωνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους. Τα γερμανικά εργοστάσια μπορούν να κατασκευάζουν μόνο περί τα τρία άρματα το μήνα, ανέφεραν οι ίδιοι αξιωματούχοι.
«Οι ένοπλες δυνάμεις έχουν ελλείψεις στα πάντα», δήλωσε η Eva Högl, κοινοβουλευτική επίτροπος για τις ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας, παρουσιάζοντας τα πορίσματα της έκθεσής της νωρίτερα φέτος. Οι γερμανικές στρατιωτικές βάσεις δεν έχουν ελλείψεις μόνο σε οπλισμό και πυρομαχικά, αλλά και σε λειτουργικές τουαλέτες και διαδίκτυο, είπε. Μια μονάδα επιθετικών ελικοπτέρων περίμενε μια δεκαετία για να εφοδιαστεί με κράνη, σύμφωνα με το πόρισμα.
Η Ολλανδία διέλυσε την τελευταία μονάδα τεθωρακισμένων που διέθετε το 2011, εντάσσοντας τα λίγα εναπομείναντα άρματά της στον γερμανικό στρατό. Η στρατιωτική θητεία στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες καταργήθηκε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Σήμερα, η Ρωσία, η Κίνα και η Ινδία βρίσκονται όλες ψηλότερα στην κατάταξη των στρατιωτικών δυνάμεων σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο, τον ευρωπαϊκό στρατό με την υψηλότερη κατάταξη, ενώ η Νότια Κορέα, το Πακιστάν και η Ιαπωνία βρίσκονται πάνω από τη Γαλλία, τη δεύτερη ισχυρότερη ευρωπαϊκή δύναμη, σύμφωνα με την Global Firepower, έναν ιστότοπο που χρησιμοποιεί δημόσια δεδομένα και παρουσιάζει ετησίως μια κατάταξη των χωρών ανάλογα με τη στρατιωτική τους ισχύ.
Η Νότια Κορέα, όπου ο Ψυχρός Πόλεμος δεν έληξε ποτέ, λόγω της απειλής της Βόρειας Κορέας, διαθέτει σήμερα στρατό ίδιου μεγέθους –σχεδόν μισό εκατομμύριο άνδρες– όσο το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία μαζί. Διαθέτει επίσης μια στρατιωτική βιομηχανία διεθνούς εμβέλειας που βοηθά στον εξοπλισμό της Πολωνίας.
Η καταστολή εξεγέρσεων στο επίκεντρο
Οι Αμερικανοί στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες καλούσαν επί δεκαετίες την Ευρώπη να επωμιστεί μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών βαρών – μεταξύ αυτών και όλοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ από την εποχή του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ο οποίος προειδοποιούσε τους Δυτικοευρωπαίους συμμάχους το 1959 ότι ήταν σαν να «κοροϊδεύουν τον θείο Σαμ» όσο δεν δαπανούσαν περισσότερα χρήματα για την άμυνα.
Το 2014, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να κινηθούν στην κατεύθυνση της δαπάνη ποσοστού 2% της οικονομικής παραγωγής τους για εξοπλισμούς σε διάστημα μιας δεκαετίας. Φέτος, μόνο 11 από τα 31 μέλη του ΝΑΤΟ αναμένεται να πετύχουν τον στόχο, σύμφωνα με την ομάδα.
Μέσα σε λίγες ημέρες από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η Γερμανία δεσμεύτηκε να δαπανήσει 100 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή περίπου 110 δισεκατομμύρια δολάρια, για την άμυνα, στο πλαίσιο μιας εφάπαξ αύξησης των δαπανών, αλλά μόνο το 60% περίπου του ποσού αυτού αναμένεται να έχει δεσμευτεί μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
Οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, σε συνδυασμό με τις περικοπές του αμυντικού προϋπολογισμού, οδήγησαν τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να χτίσουν στρατούς κατάλληλους για επιχειρήσεις καταστολής εξεγέρσεων σε απομακρυσμένες χώρες και ανεπαρκώς εξοπλισμένους για να αντιμετωπίσουν έναν καλά οπλισμένο εχθρό σε έναν σκληρό χερσαίο πόλεμο, όπως στην Ουκρανία.
Η Βρετανία επένδυσε σε ελαφρώς θωρακισμένο εξοπλισμό, όπως τα θωρακισμένα οχήματα Land Rover, αντί για βαρύ πυροβολικό, καθώς οι εχθροί που είχε να αντιμετωπίσει ήταν λιγότερο καλά εξοπλισμένοι.
Το σκεπτικό ήταν «για εμάς, όλοι οι πόλεμοι είναι προαιρετικοί», δήλωσε ο Simon Anglim, που διδάσκει στρατιωτική ιστορία στο King’s College του Λονδίνου.
Χάρη στον Πούτιν, αυτό άλλαξε. Ξεκινώντας γύρω στο 2005, υπαινίχθηκε ανοιχτά ότι είχε ως στόχο την ανάκτηση χαμένων τμημάτων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως της Αρμενίας και της Γεωργίας.
Αυτό ενίσχυσε την ένταση με τη Δύση με τρόπο που λίγοι θα περίμεναν ακόμη και δέκα χρόνια πριν.
Η Πολωνία, η Φινλανδία και οι χώρες της Βαλτικής –οι οποίες συνορεύουν ή γειτονεύουν με τη Ρωσία– προχώρησαν τάχιστα στην ενίσχυση των στρατών τους. Η Πολωνία δήλωσε ότι σχεδιάζει να δαπανήσει περισσότερο από το 4% της ετήσιας οικονομικής της παραγωγής για την άμυνα το επόμενο έτος, σχεδόν διπλάσιο από ό,τι το 2022. Η Πολωνία θα μπορούσε να διαθέτει τις ισχυρότερες συμβατικές δυνάμεις στην Ευρώπη σε δύο ή τρία χρόνια, δήλωσε ο Bence Nemeth, διευθυντής του ακαδημαϊκού προγράμματος του σεμιναρίου Advanced Command Staff της Ακαδημίας Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου, του κορυφαίου στρατιωτικού μεταπτυχιακού προγράμματος της χώρας.
Οι δαπάνες της Ρωσίας για την εθνική άμυνα θα ανέλθουν στο 6% της οικονομικής της παραγωγής το επόμενο έτος, από περίπου 3,9% φέτος, σύμφωνα με το ρωσικό Υπουργείο Οικονομικών. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο υψηλότερο επίπεδο από την εποχή της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, δήλωσαν οικονομολόγοι που παρακολουθούν τα στοιχεία. Αν ο πόλεμος στην Ουκρανία σταματούσε σήμερα, η Ρωσία θα χρειαζόταν τρία έως πέντε χρόνια για να ανακτήσει επαρκείς δυνάμεις ώστε να επιτεθεί σε κάποια άλλη χώρα, σύμφωνα με τη στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών της Εσθονίας.
«Είναι δύσκολο να σκεφτούμε ένα σενάριο στο οποίο η Ρωσία δεν θα ανασυγκροτηθεί και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2020 θα είναι σε θέση να αξιοποιήσει την εμπειρία της και να αναπτύξει έναν επιβλητικό στρατό που θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή» για την Ευρώπη, δήλωσε ο Malcolm Chalmers, αναπληρωτής διευθυντής στο Royal United Services Institute, μια στρατιωτική δεξαμενή σκέψης, στο Λονδίνο.
Ενώ η Ρωσία δεν δημοσιοποιεί στοιχεία για την πολεμική βιομηχανία της, οι στατιστικές στις εκθέσεις για τη βιομηχανική της παραγωγή δείχνουν σημαντική ανάπτυξη. Η παραγωγή τελικών μεταλλικών ειδών –μια κατηγορία στην οποία, σύμφωνα με τους αναλυτές, συμπεριλαμβάνονται τα όπλα και τα πυρομαχικά– σημείωσε αύξηση 31% τους πρώτους 10 μήνες του έτους σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Άλλες κατηγορίες που σχετίζονται με την παραγωγή πολεμικού υλικού σημείωσαν επίσης άνοδο. Η παραγωγή ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικών και οπτικών οργάνων αυξήθηκε κατά 34%, ενώ ο λεγόμενος ειδικός ιματισμός σημείωσε άλμα άνω του 37%. Αντίθετα, η παραγωγή φαρμάκων μειώθηκε κατά 2% περίπου.
Η Γερμανία δεν είναι σήμερα σε θέση να διεξαγάγει αμυντικό πόλεμο και πρέπει να επανεξοπλιστεί ενόψει της εκτεταμένης στρατιωτικής ανάπτυξης της Ρωσίας, δήλωσε ο αρχηγός των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. «Πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι ίσως χρειαστεί να εμπλακούμε σε έναν αμυντικό πόλεμο», δήλωσε ο στρατηγός Carsten Breuer στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine την Κυριακή. Το καθεστώς ειρήνης στο οποίο έχει συνηθίσει η κοινωνία «δεν υπάρχει πια», είπε.
«Όχι όσο γρήγορα απαιτείται»
Για τους Ευρωπαίους πολιτικούς, η αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι ένα δύσκολο πολιτικό στοίχημα, ιδίως σε μια εποχή οικονομικής στασιμότητας, εκτίναξης του κόστους του κρατικού δανεισμού και γήρανσης του πληθυσμού, που θα πιέσει τους κρατικούς προϋπολογισμούς για πολλά χρόνια στο μέλλον.
Οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ, συνδυαστικά, είναι τεχνολογικά ανώτερες από τη Ρωσία, υποστηρίζουν ορισμένοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, αν και η ικανότητα των χωρών του ΝΑΤΟ να πολεμήσουν από κοινού δεν έχει δοκιμαστεί. Η Ουκρανία είναι η απόδειξη ότι μια μικρότερη αλλά καλύτερα διοικούμενη δύναμη μπορεί να αναμετρηθεί με ένα μεγαθήριο όπως η Ρωσία.
Παρόλα αυτά, στρατιωτικοί αναλυτές λένε ότι οι ουκρανικές δυνάμεις δυσκολεύονται να απωθήσουν τους Ρώσους εν μέρει επειδή η Ρωσία έχει αριθμητικό πλεονέκτημα σε στρατεύματα και εξοπλισμό, το οποίο θα μπορούσε να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας εάν οι ΗΠΑ διακόψουν την υποστήριξή τους και εξαντληθούν τα διαθέσιμα αποθέματα της Ευρώπης σε πολεμικό υλικό.
«Ο κόσμος μπορεί να λέει ότι οι Ρώσοι έχουν δεχτεί σοβαρό πλήγμα και ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούμε. Αυτό είναι ένα βάσιμο επιχείρημα, αλλά αγνοεί την εναπομένουσα ρωσική ισχύ», δήλωσε ο John Deni, καθηγητής στο U.S. Army War College και ειδικός στους ευρωπαϊκούς στρατούς. «Αν οι Ρώσοι δημιουργήσουν μείζον πρόβλημα στην Ευρώπη, η πρόκληση είναι, μπορούν η τεχνολογία και οι προηγμένες δυνατότητες να ανταποκριθούν; Και εκεί συναντάμε κάποιες προκλήσεις».
Μια άλλη σημαντική ανησυχία είναι ο χρόνος που απαιτείται για να αλλάξει κατεύθυνση η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική βάση, εάν η ρωσική απειλή ενταθεί. «Σίγουρα ξοδεύονται περισσότερα χρήματα, αλλά η αυξημένη στρατιωτική επιχειρησιακή ικανότητα μπορεί να απέχει χρόνια», λέει ο Nan Tian, κύριος ερευνητής στο Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης, ο οποίος παρακολουθεί τις στρατιωτικές δαπάνες διεθνώς.
Ο βρετανικός στρατός θεωρείται ευρέως ότι διοικείται από εξαιρετικά ικανούς στρατιωτικούς και ότι διαθέτει από τις καλύτερες ειδικές δυνάμεις στον κόσμο.
Ωστόσο, οι αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του βρετανικού ΑΕΠ μειώθηκαν στο μισό από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 σε περίπου 2,2% και ο στρατός μόλις τώρα εκσυγχρονίζεται. Ο συνδυασμός υποχρηματοδότησης και κάποιων αποτυχημένων συμφωνιών για την προμήθεια αναβαθμισμένου εξοπλισμού αποδυνάμωσε το σώμα. «Χρειάζεσαι μια εξαιρετικά ικανή αεροπορία. Χρειάζεσαι ένα εξαιρετικά ικανό ναυτικό. Τα έχουμε. Αλλά είσαι ελλιπής, αν δεν διαθέτεις στρατό ξηράς», δήλωσε ο Sanders, διοικητής των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων.
Η Βρετανία δεν διέθετε καμιά τεθωρακισμένη μεραρχία έτοιμη για πλήρη ανάπτυξη μετά τον πόλεμο του Κόλπου το 1991, δήλωσε πρόσφατα στο Κοινοβούλιο ο Μπεν Γουάλας, υπουργός Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου μέχρι τα τέλη Αυγούστου.
Ο Σάντερς είπε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πήρε ένα ρίσκο όταν επέτρεψε τη μείωση των αποθεμάτων και τον μαρασμό της βιομηχανικής του βάσης. Ανέφερε ότι τον τελευταίο χρόνο πέρασε περισσότερο χρόνο επισκεπτόμενος εργοστάσια παρά επιθεωρώντας στρατεύματα στο πεδίο της μάχης.
Το 2020 η Βρετανία ανακοίνωσε τη μεγαλύτερη αύξηση στις αμυντικές δαπάνες από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Όμως το συνολικό μέγεθος του στρατού της αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω σε 72.500 στρατιώτες πλήρους απασχόλησης από τον προηγούμενο στόχο των 82.000. Αντικαθιστά τα 227 άρματα μάχης που διαθέτει σήμερα με 148 πιο σύγχρονα, αλλά αυτά δεν θα είναι έτοιμα πριν από το 2027. Από τα υφιστάμενα 227 άρματα, μόνο 157 μπορούν να αναπτυχθούν εντός 30 ημερών και ίσως μόνο 40 είναι πλήρως λειτουργικά και έτοιμα να κινηθούν, σχολίασαν στρατιωτικοί αναλυτές, καθώς πολλά βρίσκονται αποθηκευμένα ή εκσυγχρονίζονται.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δεσμευτεί να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 2,5% του ΑΕΠ, αλλά μόνο όταν το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες.
Ο Σάντερς αρνήθηκε να σχολιάσει πόσο εξοπλισμό θα μπορούσε να αναπτύξει επί του παρόντος ο στρατός. Είπε ότι ο στρατός θα παραλαμβάνει κατά μέσο όρο 200 νέα τεθωρακισμένα οχήματα ετησίως μεταξύ 2024 και 2028. Θα αντιμετωπίσει επίσης τις ελλείψεις σε πυρομαχικά, αν και αρνήθηκε να δώσει κάποιο χρονοδιάγραμμα.
«Μιλώντας ως υπεύθυνος, όχι όσο γρήγορα απαιτείται», δήλωσε ο Σάντερς.
Το Υπουργείο Άμυνας έδωσε φέτος στην εταιρεία BAE Systems μια παραγγελία ύψους 410 εκατομμυρίων λιρών, δηλαδή περίπου 515 εκατομμυρίων δολαρίων, για βλήματα πυροβόλων και πυρομαχικά, προκειμένου να οκταπλασιάσει την παραγωγή. Αλλά θα χρειαστούν ακόμη δύο χρόνια για να επιτευχθεί αυτή η παραγωγική ικανότητα. Αγόρασε επίσης 14 συστήματα πυροβολικού Archer από τη Σουηδία για να αντικαταστήσει τα 32 πυροβόλα μεγάλου βεληνεκούς AS90 που παραχώρησε στην Ουκρανία, καλύπτοντας το κενό μέχρι να παραδοθούν τα αναβαθμισμένα συστήματα πυροβολικού μεγάλου βεληνεκούς βρετανικής παραγωγής στα τέλη της δεκαετίας του 2020. «Είμαστε στη σωστή κατεύθυνση», δήλωσε ο Τζέιμς Κάρτλιτζ, ο Βρετανός υπουργός Αμυντικών Εξοπλισμών.
Τα νέα αναγνωριστικά τεθωρακισμένα οχήματα του βρετανικού στρατού, που ονομάζονται Ajax, δείχνουν πόσος χρόνος μπορεί να χρειαστεί για την αναβάθμιση μιας στρατιωτικής δύναμης. Μια μέρα φέτος το φθινόπωρο, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού στεκόταν υπό καταρρακτώδη βροχή και παρακολουθούσε δύο οχήματα Ajax να διασχίζουν τις λασπωμένες πεδιάδες στη νοτιοδυτική Αγγλία. Ήταν η πρώτη φορά που τα Ajax χρησιμοποιήθηκαν σε στρατιωτική άσκηση, 13 χρόνια αφότου ο στρατός ανακοίνωσε για πρώτη φορά ότι επρόκειτο να τα προμηθευτεί.
Το Ajax, που παραγγέλθηκε αρχικά με κόστος 5,5 δισεκατομμυρίων λιρών για να αντικαταστήσει τα γερασμένα ερπυστριοφόρα αναγνωριστικά οχήματα που χρησιμοποιούνταν από τη δεκαετία του 1970, και το οποίο κατασκευάστηκε από τη βρετανική θυγατρική της General Dynamics, παρουσίασε πολλά τεχνικά προβλήματα. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών εκατοντάδες στρατιώτες αρρώστησαν σωματικά λόγω των κραδασμών και του θορύβου κατά την οδήγησή τους. Οι καθυστερήσεις ήταν τόσο μεγάλες που ο στρατός αναγκάστηκε να παρατείνει τη χρήση των οχημάτων της εποχής του ’70.
Τα προβλήματα αυτά έχουν πλέον επιλυθεί. Αλλά τα σχεδόν 600 νέα οχήματα δεν θα αναπτυχθούν πλήρως πριν από το τέλος του 2028. Στο μεταξύ, το νέο κιτ επικοινωνιών υψηλής τεχνολογίας που υποτίθεται ότι θα χρησιμοποιεί το Ajax καθυστερεί επίσης, ίσως και περισσότερο.
– Ο Georgi Kantchev συνέβαλε σε αυτό το άρθο.
Μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον Max Colchester στο Max.Colchester@wsj.com, με τον David Luhnow στο david.luhnow@wsj.com και με τον Bojan Pancevski at bojan.pancevski@wsj.com