Δωδεκαήμερο. Το διάστημα από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την παραμονή των Φώτων, όπου καταγράφονται στην επικράτεια έθιμα διαδεδομένα ήδη από την ειδωλολατρική αρχαιότητα, τα ρωμαϊκά και τα βυζαντινά χρόνια. Σταδιακά μεταλλάχθηκαν ή, επίσης, εξαφανίστηκαν.
Χριστούγεννα και Φώτα γιορτάζονταν πρώτα μαζί στις 6 Ιανουαρίου σαν «μέρα πρώτης μεσσιανικής παρουσίας του Χριστού, και σαν πρωτοχρονιά για τους Χριστιανούς, όταν οι ισχυροί ακόμα ειδωλολάτρες άρχιζαν το χρόνο τους την 1η Ιανουαρίου», αναφέρει ο Νικόλαος Γ.Πολίτης.
Η επισημότερη και λαμπρότερη γιορτή των Βυζαντινών ήταν , σύμφωνα με καταγραφές, των Καλανδών (Καλάντων), γύρω στα μέσα του Δωδεκαημέρου. Μεγάλη γιορτή στα χρόνια του Σεβήρου Αλέξανδρου (222-235), που ωστόσο τον 4ο αιώνα έγινε «κοινή εορτή απάντων οπόσοι ζώσιν υπό των Ρωμαίων αρχήν», όπως βεβαιώνει ο Λιβάνιος (‘Εκφρασις Καλανδών). Με την επικράτηση του Χριστιανισμού οι θυσίες απαγορεύτηκαν. Η γιορτή των Καλανδών δεν έχασε τον ειδωλολατρικό της χαρακτήρα και «η Εκκλησία την πολέμησε πεισματικά αλλά μάταια», όπως διαβάζουμε στα «Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών» του Δημήτρη Σ. Λουκάτου (εκδόσεις Γκοβόστης).
Την συνύπαρξη εθίμων χριστιανικών και παλαιότερων ειδωλολατρικών την περίοδο του Δωδεκαημέρου επισημαίνει ο Δ.Σ. Λουκάτος, σύμφωνα με την ερευνήτρια του Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Εμμανουέλας Καστρινάκη. Καταγράφοντας τρεις σκοπιμότητες:
α) Να χαρούν, να γιορτάσουν οι άνθρωποι τη μετάβαση από το σκοτάδι και το χειμώνα στην άνοιξη και στο φως (εξ ου οι στολισμοί του πράσινου δέντρου, και κλαδιών μυρσίνης και ελάτου πριν την έλευση ολόκληρου του ελάτου με τον Όθωνα, και οι πολύχρωμοι στολισμοί),
β) να εξασφαλίσουν την ευτυχία το νέο έτος (με τα κάλαντα, τις ευχές, τα δώρα τις βασιλόπιτες κ.ά),
γ) να τονώσουν το θρησκευτικό και οικογενειακό αίσθημα (ο ρόλο των θρησκευτικών εορτών και τα οικογενειακών εθίμων).
Είναι εντυπωσιακός ο μετασχηματισμός των εθίμων, όπως καταγράφονται από τους λαογράφους. Στην Κεφαλλονιά και τα Επτάνησα υπήρχε το έθιμο της αγιοβασιλίτσας, σύμφωνα με την ερευνήτρια της Ακαδημίας Αθηνών, σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά πηγαίναν στα σπίτια και την έδιναν στις νοικοκυρές. Αγιοβασιλίτσα, μας εξηγεί, ήταν μια αγριοκρεμμύδα που της χρυσώνανε τα φύλλα και τη στόλιζαν με ζουμπούλια και βιολέτες. Η οικοδέσποινα έδινε στα παιδιά μποναμά. «Αλλά το ωραίο ήταν μετά», επισημαίνει η κυρία Εμμανουέλα Καστρινάκη, οπότε η νοικοκυρά παίρνει την αγιοβασιλίτσα, «πανελλήνιο σύμβολο αναβλάστησης», στέκεται στο παράθυρο, κοιτάζει προς τα βουνά και προς τη θάλασσα και λέει, ευχόμενη για την ίδια: «Καλημέρα σας, βουνά. Καλημέρα, θάλασσα. Και καλή πρωτοχρονιά. Δυνατή σαν τα βουνά. Γρήγορη σαν τα νερά. Άξια σαν τη θάλασσα».
Για τις ημέρες του Δωδεκαημέρου είναι πολλές οι δοξασίες για «όντα απειλητικά που πλησιάζουν τους ανθρώπους, πολιορκούν τα σπίτια και μολύνουν την τροφή και τα ρούχα τους, ουρώντας τα». Δοξασίες παλιές υπήρχαν ήδη στα ρωμαϊκά χρόνια, οπότε, συνεχίζει η κυρία Κατρινάκη « οι άνθρωποι φαντάζονταν μάχη ανάμεσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι και το ανοιξιάτικο φως και γιόρταζαν τα Σατούρνια». Τέτοια όντα στη νεότερη Ελλάδα είναι οι καλικάντζαροι ή παγανά (λέξη με κοινή ετοιμολογία με τον παγανισμό) ή παρωρίτες (από τη λέξη παρώρα, που σημαίνει τη νυχτερινή ώρα πριν λαλήσει ο πετεινός).
Σύμφωνα με τον Νικόλαο Γ.Πολίτη «οι μεταμφιέσεις ήταν το κυριότερο των βυζαντινών Καλάνδων» και συνεχίστηκαν μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα. Και παλαιότερες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι οι μεταμφιέσεις ήταν το σημαντικότερο στοιχείο της εορτής. Κατά τον Ν.Γ.Πολίτη μάλιστα οι μεταμφιεσμένοι του Δωδεκαημέρου «παρέσχον το ενδόσιμον εις την φαντασίαν του λαού» για να πλάσει τους καλικάντζαρους, «τα περιεργότατα ταύτα πλάσματα της φαντασίας του ελληνικού λαού», δαιμόνια που υποτίθεται ανέβαιναν στη γη προπαντός αυτές τις 12 ημέρες. Είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με τον λαογράφο, ότι τα ονόματα των πειραχτηριών ενός τόπου που με κουδούνες τρόμαζαν τους νοικοκυραίους, τα διατήρησαν για τους καλικαντζάρους οι συντοπίτες τους μεταγενέστερα.
Τα « Διαβατήρια»
Σχετικούς θρύλους, με την «ελληνίδα νοικοκυρά ιέρεια και ηρωϊνδα των Δωδεκαήμερων Φροντίδων» έχει καταγράψει ο Ν.Πολίτης, ο οποίος στο κεφάλαιο «Διαβατήρια Έθιμα» στο βιβλίο του «Παραδόσεις» , σχολιάζει «Ξαφνιαζόμαστε κάποτε όταν οι λέξεις που συνηθίσαμε με μια καθιερωμένη σημασία μας παρουσιάζονται με νέα νοήματα». Τον όρο «διαβατήρια» ως έθιμα τον πρωτοχρησιμοποιεί στην ελληνική λαογραφία, όπως σημειώνει ο Ν.Γ.Πολίτης, ο Αδαμάντιος Αδαμαντίου, το 1911, αντλώντας τον από την αρχαία ελληνική γραμματεία (Θουκυδίδη, Ξενοφώντα κ.ά.), μεταφράζοντας συγχρόνως τον γαλλικό όρο «rites depassage» ( του 1909) του γάλλου λαογράφου Arnold van Gennep.
Διαβατήρια έθιμα είναι αυτά που ακολουθούμε κατά παραδοσιακό τρόπο για να μεταβούμε με καλούς οιωνούς από μια κατάσταση στην άλλη. Ο «καημός για το καλύτερο», επισημαίνει ο Ν.Πολίτης διέπει τα διαβατήρια έθιμα. Διαβατήριο τελετουργικά, σύμφωνα με τον κορυφαίο έλληνα λαογράφο, είναι, μεταξύ άλλων, το έθιμο της Βασιλόπιττας, ένα «περιπατητικό» έθιμο στην Ελλάδα που καλύπτει όλο τον πρώτο μήνα και έχει γίνει η πιο φολκλορική υποχρέωση Συλλόγων και Υπηρεσιών, ενώ ήταν «παλιά ελληνικό (αγροτικό με αστικές ή και ξενικές τροποποιήσεις)».