Σεπτέμβριος 2022, ημέρες της φοβερής επετείου, ο Ερντογάν από τη Σαμψούντα, δηλώνει: «Την (ελληνική) κατοχή στα νησιά δεν την αναγνωρίζουμε, όταν έρθει η ώρα θα κάνουμε αυτό που πρέπει». Επαναλαμβάνει πως «θα έρθουμε ξαφνικά μια νύχτα». Και καταλήγει: «Ενα έχω να πω στην Ελλάδα: μην ξεχνάτε τη Σμύρνη».

Εχουν περάσει μόλις 14 μήνες. Ο Ερντογάν από την Αθήνα δηλώνει πως Ελληνες και Τούρκοι είναι «αδέλφια» και πως δεν υπάρχει ανάμεσά τους «πρόβλημα τόσο μεγάλο ώστε να μην μπορεί να επιλυθεί». Υπογράφει μια διακήρυξη που δεσμεύει τις δύο χώρες «να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους» και να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά και «σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο». Οσο για εκείνη την απειλή, πως θα έρθουν νύχτα, ήταν παρεξήγηση, λέει. Δεν ήταν για εμάς, ήταν για κάτι τρομοκράτες…

Το πρώτο ερώτημα, φυσικά, είναι: Τι άλλαξε; Τι εξηγεί αυτή τη μεγάλη μετατόπιση και τις διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους δηλώσεις;

Οι εξηγήσεις που κυριαρχούν αναφέρονται κυρίως στον ίδιο τον τούρκο πρόεδρο, την κοσμοαντίληψή του και τις περιπέτειες των πολιτικών του φιλοδοξιών.

Εντελώς σχηματικά: ο Ερντογάν είχε μια πρώτη δεκαετία στην εξουσία, όπου ο ευρωπαϊσμός του μεταφραζόταν σε μέτρα εκδημοκρατισμού στο εσωτερικό, σε πράξεις αφοπλισμού (και σε δεύτερη φάση προσεταιρισμού) των πανίσχυρων μηχανισμών του βαθέος κεμαλικού κράτους, και, στην εξωτερική πολιτική, στο δόγμα «μηδενικά προβλήματα με τις γειτονικές χώρες» και τη στροφή στο Κυπριακό, με την εγκατάλειψη του Ντενκτάς και την αποδοχή του σχεδίου Ανάν. Μα γύρω στο 2013, η αραβική άνοιξη και οι συνέπειές της στο Κάιρο και τη Δαμασκό μετατόπισε απότομα την πυξίδα του.

Ο Ερντογάν θεώρησε ότι έχει την ευκαιρία να αναδείξει τη χώρα του σε μεγάλη δύναμη αξιοποιώντας την οικονομική και πνευματική επιρροή της σε ένα νέο σουνιτικό σύμπαν και την (εικαζόμενη) στρατηγική απόσυρση της Ουάσιγκτον από αυτήν την περιοχή του κόσμου. Η εξέγερση στο πάρκο Γκεζί, η σύγκρουση με τους Κούρδους, όταν η άνοδος του HDP τού στέρησε για λίγο την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, η σύγκρουσή του με τους γκιουλενιστές και, προπάντων, η απόπειρα πραξικοπήματος, το 2016, ήταν οι σταθμοί μιας θεαματικής στροφής στην εσωτερική του πολιτική.

Από τον φιλελευθερισμό στον αυταρχισμό. Αντίστοιχη ήταν και η στροφή στην εξωτερική πολιτική, με μια επιθετική προβολή ισχύος στον γύρω από την Τουρκία κόσμο. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό υπέστησαν τις συνέπειές της, με μια ραγδαία εκτράχυνση, με την ανάδυση του δόγματος της «γαλάζιας πατρίδας» και τους μήνες της μεγάλης κρίσης, από το τουρκολιβυκό μνημόνιο, τον Νοέμβριο του 2019, ως τους μεγάλους σεισμούς τον Φεβρουάριο του 2023.

Η στροφή έφθασε στα όριά της, για πολλούς λόγους ανάμεσά τους, πολύ βασικός, οι ανάγκες που γεννά η παρατεταμένη οικονομική κρίση. Ο απόηχός της διατηρήθηκε σβηστός μέχρι τις εκλογές του περασμένου Μαΐου. Είχε ήδη ξεκινήσει, όμως, μια μεγάλη διπλωματική καμπάνια κατάσβεσης των εστιών της πυρκαγιάς που η προηγούμενη περίοδος είχε ανάψει – από την Αίγυπτο ως το Ισραήλ.

Οι σεισμοί ήταν η ευκαιρία για να προσγειωθεί η καμπάνια αυτή και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, τον Ιούλιο, η «διόρθωση» γίνεται θεαματική. Κι όχι μόνο στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Τον Σεπτέμβριο, στη Νέα Υόρκη, ο Ερντογάν συναντά για πρώτη φορά τον Νετανιάχου, έπειτα από μια κρίση στις σχέσεις Αγκυρας – Τελ Αβίβ, που διαρκούσε πάνω από δέκα χρόνια.

Κι όταν η αναπάντεχη κρίση στη Γάζα βύθισε τις σχέσεις αυτές και πάλι στην άβυσσο και υποχρέωσε τον τούρκο πρόεδρο να φορέσει ξανά τη μεγάλη στολή της αντιδυτικής ρητορικής, η ελληνοτουρκική σχέση απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη σημασία για αυτόν. Ως πεδίο δοκιμασίας και επιβεβαίωσης της στροφής του Βίλνιους, ως σήμα προς τη Δύση συνολικά και προς το αμερικανικό Κογκρέσο ειδικά.

Αυτή είναι η κυρίαρχη εξήγηση. Αλλά θα πρέπει να προστεθεί, ως παράγων της εντυπωσιακής εξέλιξης που είδαμε την Πέμπτη στην Αθήνα, και μια αλλαγή στην ελληνική πλευρά. Οχι στις θέσεις της, φυσικά. Μα στην προσέγγισή της. Είχα ρωτήσει τον Πρωθυπουργό, την επομένη της συνάντησής του με τον Ερντογάν στο Βίλνιους, αν ο στόχος του με την Τουρκία είναι να εξασφαλίσει διάρκεια στην ύφεση ή να αγγίξει τον πυρήνα των διαφορών και να δοκιμάσει να τις λύσει.

«Ο σκοπός μου είναι, ναι, να μπούμε στον πυρήνα της βασικής μας διαφοράς. Εφόσον καταφέρουμε να συμφωνήσουμε, να πάμε στη Χάγη… αλλά το να πάμε στη Χάγη δεν είναι μια απλή υπόθεση ούτε κάτι το οποίο μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη».

Η Ελλάδα αξιοποίησε την ευκαιρία που έδινε η συγκυρία ώστε να μετακινηθεί κι αυτή από μια στρατηγική ανάσχεσης σε μια στρατηγική λύσης. Δεν ήταν μια μετακίνηση τόσο μεγάλη ή τόσο θεαματική, όπως εκείνη στην οποία τα πράγματα υποχρέωσαν τον συνομιλητή μας.

Ηταν μια κρίσιμη μετακίνηση έμφασης, τόνου, πρωτοβουλίας, ωστόσο. Μια μετακίνηση που, παρά τις υψηλών τόνων αντιρρήσεις ή την επιβίωση της παράδοσης που θέλει τα προβλήματα να αναβάλλονται αενάως εν αναμονή ευνοϊκότερων συγκυριών, που ποτέ δεν έρχονται, φαίνεται πως έχει προϋποθέσεις ευρύτερης συναίνεσης.

Μένει, βέβαια, το ερώτημα πόσο σταθερή είναι η μετατόπιση της άλλης πλευράς. Αν ο Ερντογάν μετακινήθηκε τόσο γρήγορα από το «θα έρθουμε νύχτα» στο «είμαστε αδέλφια», τι θα τον εμπόδιζε να κάνει την αντίστροφη διαδρομή, αν οι συνθήκες το επιτρέψουν ή το επιβάλουν; Το ερώτημα δεν έχει απάντηση, φυσικά. Μα δεν έχει και τόση σημασία.

Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ