Οι Έλληνες έχουμε κοντή μνήμη. Επικρατεί το λεγόμενο recency bias. Δίνουμε βαρύτητα σε πρόσφατα γεγονότα ασχέτως σπουδαιότητας κι όταν περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα λησμονούμε ακόμη και τα πιο σημαντικά. Έτσι συνέβη με το Μάτι, τη Μάνδρα, τις πυρκαγιές στη Βόρεια Εύβοια καθώς και με το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών που είναι και το πιο πρόσφατο. Μετά τα Τέμπη, η κυβέρνηση ήρθε αντιμέτωπη με τη μείωση των δημοσκοπικών ποσοστών της. Η πλημμυρίδα πληροφόρησης στην εποχή μας σε συνδυασμό με το εθνικό σύνδρομο κοντής μνήμης που μας χαρακτηρίζει, συνετέλεσαν ώστε η δημοσκοπική αυτή πτώση να είναι παροδική. Εξέλιξη, αν μη τι άλλο, αναμενόμενη.

Εκτός από κοντή μνήμη, οι πολίτες έχουν και πολύ συγκεκριμένα κριτήρια με βάση τα οποία ψηφίζουν και που σχετίζονται με την ατομική-οικογενειακή τους κατάσταση. Σίγουρα, πάντως, το πρόσφατο debate των πολιτικών αρχηγών δε θα μπορούσε να αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα στη διαμόρφωση της κρίσης του εκλογικού σώματος. Όχι μόνο γιατί το χαρακτήριζαν οι γνωστοί περιοριστικοί κανόνες, αλλά, κυρίως, γιατί ο εκφερόμενος λόγος προσλαμβάνεται από τους πολίτες σαν διεκπεραίωση μιας κομματικής αποστολής. Το debate έμοιαζε περισσότερο με μία σειρά από παράλληλους μονολόγους, με αποκορύφωμα το τελευταίο τρίλεπτο που δόθηκε ως κλείσιμο σε κάθε πολιτικό αρχηγό. Εκεί οι ηγέτες των έξι κοινοβουλευτικών κομμάτων έδωσαν ρεσιτάλ ξύλινου λόγου, αναδεικνύοντας για ακόμη μια φορά τη σημασία του «φαίνεσθαι» στο δημόσιο διάλογο

Δεν είδα καμία ουσιώδη συζήτηση για κυρίαρχα εθνικά θέματα. Για το δημογραφικό και για τα κίνητρα που πρέπει να δοθούν στα νέα ζευγάρια, για την ενίσχυση του (σχεδόν διαλυμένου) Εθνικού Συστήματος Υγείας αλλά και για την αναβάθμιση της Δημόσιας Παιδείας. Η υγεία χωλαίνει από τότε που το ΕΣΥ αντί να ολοκληρωθεί υπονομεύθηκε, ώστε σήμερα να μην είναι ούτε εθνικό, ούτε σύστημα, αλλά επαφίεται στην ενσυναίσθηση των λειτουργών του. Η συζήτηση για την παιδεία περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην ελάχιστη βάση εισαγωγής, χωρίς να ακουστούν δραστικές λύσεις για τη σύνδεση της με την αγορά εργασίας και τις ανάγκες της παραγωγικής οικονομίας. Σε γενικές γραμμές, ακούστηκαν είτε ευχολόγια και ηθικολογίες, είτε δημοφιλείς ιδέες χωρίς αντίκρισμα στο επιδιωκόμενο στρατηγικό αποτέλεσμα.

Στον απόηχο της τηλεμαχίας τα κόμματα χαράσσουν την τελική τους στρατηγική με το βλέμμα στραμμένο στις κάλπες της 21ης Μαΐου. Την ερχόμενη Κυριακή, λοιπόν, έχουμε εκλογές, οι οποίες διεξάγονται με το σύστημα της απλής αναλογικής. Κατά την ταπεινή μου άποψη, η απλή αναλογική είναι ένα εκλογικό σύστημα ασύμβατο με την ιδιοσυγκρασία των Ελληνικών κομμάτων. Κι αυτό διότι απαιτεί κουλτούρα συνεργασιών που απουσιάζει στη χώρα μας. Αυτό οφείλεται, σε κάποιο βαθμό, και στην παγίωση συστημάτων που επέβαλλαν ως ισχυρό πρότυπο σταθερότητας τις αυτοδύναμες-μονοκομματικές κυβερνήσεις. Ταυτόχρονα, όμως, μιλάμε για τη χώρα όπου, ακόμη και στις πιο κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας, κυριάρχησε ο διχασμός. Εν μέσω παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, οι πολίτες χωρίστηκαν σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, ενώ την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς.
Εκείνο το διάστημα (2010-2011), τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αντί να στηρίξουν την προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να κρατήσει τη χώρα όρθια κι εντός της ζώνης του Ευρώ, επέλεξαν να συμπορευθούν με τους αγανακτισμένους στις πλατείες και τα Ζάππεια. Η συνέχεια γνωστή. Ακόμη δύο μνημόνια κι επιπρόσθετα μέτρα λιτότητας εφαρμόστηκαν από τις πολιτικές δυνάμεις που πρότειναν δήθεν εναλλακτικές λύσεις διακυβέρνησης ή υπόσχονταν ότι θα καταργήσουν τα μνημόνια με ένα νόμο κι ένα άρθρο. Εάν είχαμε ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος που βρέθηκαν σε παρόμοια θέση με τη δική μας, ίσως η μνημονιακή περίοδος να μην είχε επιμηκυνθεί σε τέτοιο βαθμό. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι τα κόμματα στις χώρες αυτές λειτούργησαν με τρόπο συναινετικό.

Με βάση το πρόσφατο παρελθόν, επιβεβαιώνεται η απουσία κουλτούρας συνεργασιών και προγραμματικών συγκλίσεων στη χώρα μας. Δε θεωρώ, απαραιτήτως, ότι η απλή αναλογική είναι ένα μη αποτελεσματικό εκλογικό σύστημα. Αντιθέτως, εφαρμόζεται με επιτυχία σε μια σειρά από Ευρωπαϊκές χώρες. Εκτιμώ, απλώς, ότι δεν ταιριάζει σε μας.

Από τη μία, ο κ. Μητσοτάκης δεν την πιστεύει και το έχει δηλώσει ποικιλοτρόπως. Είναι πασιφανές δε ότι, κόβοντας τις γέφυρες με το ΠΑΣΟΚ, προετοιμάζει το έδαφος για να αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας την επομένη των εκλογών. Στον αντίποδα, ο κ. Τσίπρας είναι αυτός που θεσμοθέτησε την απλή αναλογική. Ήταν περισσότερο επιλογή στρατηγικού χαρακτήρα και λιγότερο απόφαση από θέση αρχής. Ο ίδιος ο Α. Τσίπρας γνωρίζει πολύ καλά ότι η αυτοδυναμία για το κόμμα του είναι σενάριο ανέφικτο κι ότι ο μόνος τρόπος για να επιστρέψει στον Πρωθυπουργικό θώκο είναι μέσω ενός συνασπισμού των προοδευτικών δυνάμεων. Σενάριο που, με τις παρούσες ενδείξεις, φαντάζει ανεδαφικό.

Θεωρώ, λοιπόν, δεδομένο ότι θα πάμε σε δεύτερες κάλπες. Θεωρώ, επίσης, δεδομένη την πρωτιά της ΝΔ την 21η Μαΐου. Κι αν έχει καταφέρει να συγκεντρώσει ένα ποσοστό της τάξεως του 35% στις πρώτες κάλπες, νομίζω ότι, εύκολα ή δύσκολα, θα μπορέσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση στις δεύτερες. Όλα αυτά υπό την αίρεση δύο παραγόντων που, ακόμη και σήμερα, παραμένουν θολοί. Την ακαταστάλακτη και μη δημοσκοπούμενη ψήφο των νέων καθώς και το ποσοστό της αποχής. Κοινό μήνυμα όλων των πολιτικών δυνάμεων ας είναι η αξία της μέγιστης δυνατής συμμετοχής. Αυτή τη συμμετοχή στις εξελίξεις, περισσότερο από κάθε κόμμα, την έχει ανάγκη η πατρίδα.