Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη και στους μηχανισμούς άσκησής της, για τα άτομα με αναπηρία, σχετίζεται με την ενίσχυση της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας. Η συνθήκη αυτή προσδιορίζεται από τη Σύμβαση των Η.Ε. για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία η οποία έχει κυρωθεί με τον ν.4074/2012. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 12, αναγνωρίζεται ότι  τα άτομα με αναπηρία απολαμβάνουν ικανότητα προς δικαιοπραξία σε ίση βάση με τους άλλους και σε όλες τις πτυχές της ζωής και ότι τα μέτρα για τον περιορισμό της ικανότητας δικαίου πρέπει να είναι αναλογικά και για το συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα.

Ωστόσο, τα περισσότερα συστήματα απονομής δικαιοσύνης, περιορίζουν σημαντικά τη νομική ικανότητα των ατόμων με αναπηρία στερώντας τους θεμελιώδη δικαιώματα, όπως ενδεικτικά  η ελευθερία να λαμβάνουν τις δικές τους ιατρικές αποφάσεις, να έχουν τον έλεγχο της περιουσίας τους ή να αναζητούν δικαιοσύνη όταν τους βλάπτουν. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για άτομα με νοητική/ψυχοκοινωνική αναπηρία.

Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες, υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι τα άτομα με νοητική αναπηρία πρέπει να «προστατεύονται» από τη λήψη των δικών τους αποφάσεων. Αυτό οδηγεί στο να τίθενται υπό κηδεμονία και να τους αφαιρείται η δικαιοπρακτική ικανότητα. Αυτή η προσέγγιση όμως, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη Σύμβαση των Η.Ε. που ορίζει ότι τα άτομα με αναπηρία θα λαμβάνουν «της όποιας υποστήριξης που μπορεί να χρειάζονται» κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους ενώ με τους παραδοσιακούς νόμους «περί κηδεμονίας» τα άτομα με αναπηρία στερούνται εν μέρει ή πλήρως τα δικαιώματά τους.

Επομένως είναι επιβεβλημένο να υπάρξει νομοθετική πρωτοβουλία ώστε να υλοποιηθεί η μετάβαση από την «υποκαθιστάμενη» διαδικασία λήψης αποφάσεων στην «υποστηριζόμενη». Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη ενός υποστηρικτικού μηχανισμού είναι αναγκαία συνθήκη προκειμένου να γίνεται αναφορά για «πλήρη αυτοσυνηγορία». Η υποστηριζόμενη λήψη αποφάσεων  δεν μεταφράζεται στη μεταβίβαση δικαιωμάτων. Παρέχεται μόνο υποστήριξη και το άτομο με αναπηρία διατηρεί τον έλεγχο της ζωής του. Κατά συνέπεια, τα καθεστώτα πλήρους κηδεμονίας παύουν να υφίστανται και τα άτομα με αναπηρία απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματά τους. Ένα ζήτημα καθόλα εύκολο και το οποίο απαιτεί εκτενή διαβούλευση με φορείς και λειτουργούς άσκησης της δικαιοσύνης, τους εκπροσώπους των ατόμων με αναπηρία, λαμβάνοντας υπόψη καλές διεθνείς πρακτικές.

Το δικαιωματικό μοντέλο της αναπηρίας, στο οποίο συχνά αναφερόμαστε, προσδιορίζει την ανάγκη ενδυνάμωσης της «φωνής και της παρουσίας» του ατόμου με αναπηρία ως υποκείμενου δικαίου. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναγνώριση να μπορούν να παίρνουν αποφάσεις για την ίδια τους τη ζωή. Αυτό εξάλλου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη σήμερα. Σε έναν ευρωπαϊκό χώρο, με νέες δυναμικές και θεωρήσεις για την κοινωνική αλληλεγγύη, η υλοποίηση της σχετικής θεσμικής υποχρέωσης και οι αναγκαίες προσαρμογές που πρέπει να γίνουν, αποτελεί πρόκληση για κάθε ευνομούμενη πολιτεία στη πορεία υλοποίησης της Σύμβασης των Η.Ε., στη διαδικασία ουσιαστικά ενίσχυσης της συμπεριληπτικότητας και της ισονομίας.

*Ο Δημήτριος Π. Νικόλσκυ είναι Πρ.Πρόεδρος της Επιτροπής για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες στο Συμβούλιο της Ευρώπης