Μετά τη μείωση των δεικτών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε μονοψήφια επίπεδα από όλους τους συστημικούς ομίλους κατά την περυσινή χρήση, επόμενος μεγάλος στόχος των διοικήσεών τους στο μέτωπο των επισφαλειών, αποτελεί η σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (1,8%).

Η στοχοθεσία για την τριετία 2023 – 2025 που περιλαμβάνεται στους επιχειρησιακούς τους σχεδιασμούς, προβλέπει τη συρρίκνωσή τους κατά 32% ή 3,1 δισ. ευρώ σε σύγκριση με τα τέλη της περυσινής χρονιάς.

Σύμφωνα με αυτήν, οι κόκκινες χορηγήσεις μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών (ΜΕΔ), σε ένα βασικό μακροοικονομικό σενάριο, θα υποχωρήσουν από τα 9,7 δισ. ευρώ στα 6,55 δισ. ευρώ και ο δείκτης καθυστερήσεων από το 7% στο 4%.

Η μείωση, σύμφωνα με τα πλάνα των τραπεζών, θα καταστεί εφικτή κατά κύριο λόγο με οργανικό τρόπο, δηλαδή με το πρασίνισμα προβληματικών δανείων, μέσω ρυθμίσεων.

Η επίτευξη αυτού του στόχου θα σηματοδοτήσει, κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, την επιτυχή διευθέτηση του προβλήματος, 10 χρόνια μετά την καταγραφή ιστορικού υψηλού για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στη χώρα μας.

Δύσκολη άσκηση

Η άσκηση πάντως δεν είναι απλή. Κι αυτό διότι λόγω των οικονομικών συνθηκών (επιβράδυνση ανάπτυξης) και των αυξήσεων στα επιτόκια δανεισμού που θα ασκήσουν πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση φυσικών και νομικών προσώπων, την υπό εξέταση περίοδο αναμένονται σημαντικές εισροές νέων επισφαλειών.

Το ύψος τους εκτιμάται στα 7,21 δισ. ευρώ στην τριετία, επίπεδα υψηλότερα κατά 2,1 δισ. ευρώ σε σύγκριση με τις αναμενόμενες θεραπείες δανείων.

Η απόσταση των 5 δισ. ευρώ περίπου από τον τελικό στόχο θα καλυφθεί με τους ακόλουθους τρόπους:

  • Αποπληρωμές 1,9 δισ. ευρώ
  • Ανακτήσεις μέσω πλειστηριασμών 1,2 δισ. ευρώ
  • Πωλήσεις και τιτλοποιήσεις 724 εκατ. ευρώ
  •  Διαγραφές 1,72 δισ. Ευρώ

Κλειδί τα επιχειρηματικά

Μεγάλο βάρος των προσπαθειών των τραπεζών και των συνεργαζόμενων εταιρειών διαχείρισης θα πέσει τα επόμενα χρόνια στα προβληματικά επιχειρηματικά δάνεια, που αποτελούν το 65% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν 9 στα 10 δάνεια της κατηγορίας εμφανίζουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του έτους, που αποτελεί τη χειρότερη αναλογία μεταξύ όλων των τομέων πίστης.

Καταγράφουν δε το χαμηλότερο ρυθμό αποκατάστασης, 2,8%, έναντι 7,7% στα στεγαστικά δάνεια.

Σε κάθε περίπτωση, η δουλειά που πρέπει να γίνει στο μέτωπο των ρυθμίσεων είναι αρκετή. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 65,6% των μη εξυπηρετούμενων δανείων άνω των 90 ημερών δεν έχει ρυθμιστεί.

Πρόκειται μάλιστα για ποσοστό υψηλότερο σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα (63,2%). Στα στεγαστικά δάνεια διαμορφώνεται στο 62,1%, στα καταναλωτικά στο 75,7% και στα επιχειρηματικά στο 64,4%.

Η επιδείνωση του 2022

Επιπλέον, τα δάνεια σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) αυξήθηκαν κατά 22,6% σε ετήσια βάση, διαμορφούμενα σε 4,9 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022. Η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τα επιχειρηματικά δάνεια.

Επιπλέον, ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων ενισχύθηκε το 2022 και διαμορφώθηκε σε 3,6%, έναντι 3,2% στο τέλος του 2021.

Από την άλλη, τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις – denounced) υποχώρησαν περαιτέρω σε 4,4 δισ. ευρώ (33,2% των ΜΕΔ), καταγράφοντας ετήσια μείωση 23,1%.

Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι το 77% των κόκκινων δανείων με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι σε καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους, επίπεδα αυξημένα σε σχέση με το τέλος του 2021 (69,8%).

Το αντίστοιχο ποσοστό καθυστέρησης για τα επιχειρηματικά δάνεια ανέρχεται σε 84,4%, για τα στεγαστικά σε 58,7% και για τα καταναλωτικά σε 68,2%.