Το 2022 ήταν η χρονιά όπου κυριάρχησε η έννοια των πολύ-κρίσεων και των μέγα-απειλών, για να περιγραφεί αυτή η ιδιαίτερη συνθήκη όπου από την παγκόσμια ειρήνη έως την δημόσια υγεία, και από την ενεργειακή ασφάλεια μέχρι το περιβάλλον,  οι κίνδυνοι όχι μόνο πολλαπλασιάστηκαν αλλά και κυριάρχησε μια αίσθηση παγκόσμιας κρίσης. Ποιες είναι οι μεγάλες προκλήσεις που «κληροδοτεί» η χρονιά που τελείωσε σε αυτή που ανατέλλει;

1. Ο πόλεμος χωρίς ορατό τέλος στην Ουκρανία

Το 2022 τελείωσε με τον πόλεμο στην Ουκρανία να είναι σε πλήρη εξέλιξη και το κυριότερο (και χειρότερο…) χωρίς προοπτική να τελειώσει σύντομα. Παρότι τόσο η Ουκρανία όσο και η Ρωσία έκαναν δηλώσεις για την επιθυμία τους να υπάρξουν ειρηνευτικές συνομιλίες, οι προτάσεις που τις συνόδευσαν ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες, με την Ουκρανία να θέτει ως όρο να παραπεμφθεί η Ρωσία για εγκλήματα πολέμου και να αποχωρήσει από εδάφη που κατέχει και τη Ρωσία να δηλώνει ουσιαστικά ότι αφετηρία της διαπραγμάτευσης είναι όσα θεωρεί ότι πέτυχε στη διάρκεια του πολέμου. Την ίδια στιγμή παρότι οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν επίγνωση του κόστους της παράτασης του πολέμου, επιμένουν σε μια γραμμή που θεωρεί ως προϋπόθεση της ειρήνης την παραδοχή μιας ρωσικής ήττας παρότι αυτή στα ίδια τα πεδία των μαχών δεν είναι εμφανής και παρότι έχει γίνει σαφές ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτό από τη Μόσχα. Το αποτέλεσμα είναι να παρατείνεται το δράμα του πολέμου, με τη Ρωσία να προσπαθεί να καταστρέψει ακόμη περισσότερες υποδομές της Ουκρανίας, την Ουκρανία να προσπαθεί να καταφέρει πλήγματα σε ρωσικό έδαφος και το μεγάλο ερώτημα να είναι εάν η Ρωσία θα δοκιμάσει κάποια εκ νέου ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση, ιδίως τώρα που ενσωματώνονται πλήρως οι ενισχύσεις από τη μερική επιστράτευση, με σκοπό να αποσπάσει περισσότερα εδάφη πριν την όποια διαπραγμάτευση.

2. Η επιστροφή του εφιάλτη μιας πυρηνικής πολεμικής σύγκρουσης

Το γεγονός ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία ως ένα σημαντικό βαθμό είναι και ένας πόλεμος ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία (και προοπτικά με την Κίνα), παρά την προσπάθεια να αποφευχθεί η άμεση «επαφή» νατοϊκών και ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, έχει φέρει πιο κοντά και το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής σύγκρουσης. Σε αυτό έχουν συμβάλει οι δηλώσεις της ρωσικής πλευράς που έχουν επισημάνει ότι σύμφωνα με το ρωσικό αμυντικό δόγμα, η «υπεράσπιση της πατρίδας» περιλαμβάνει και τη χρήση όλων των μέσων, η αναβάθμιση των ρωσικών στρατηγικών δυνάμεων που ήταν ούτως ή άλλως σε εξέλιξη κυρίως με την ενσωμάτωση των νέων υπερηχητικών πυραύλων, τα προβλήματα στις συνομιλίες ΗΠΑ και Ρωσίας για την παράταση των συμφωνιών τα πυρηνικά όπλα και κινήσεις όπως η απόφαση της Ρωσίας να συμπεριλάβει δυνητικά και την Λευκορωσία στην «πυρηνική ομπρέλα της». Όλα αυτά σημαίνουν ότι για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό μια κλιμάκωση μιας τοπικής σύγκρουσης που θα ενέπλεκε και άλλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ θα είχε τον κίνδυνο να έφερνε πιο κοντά το ενδεχόμενο για χρήση πυρηνικών όπλων έστω και σε «περιορισμένο θέατρο».

3. Η διαίρεση του κόσμου παγιώνεται

Η συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία και οι κυρώσεις που ακολούθησαν σήμαιναν ένα ρήγμα ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία πολύ βαθύτερο παρά ποτέ. Μάλιστα, το ρήγμα αυτό ως έναν βαθμό αφορά και την Κίνα. Μπορεί να μην ακολουθούν όλες οι χώρες το παράδειγμα των δυτικών χωρών, κάτι που κάνει και τον κόσμο αντικειμενικά πιο «πολυπολικό», ωστόσο είναι σαφές ότι πάνω από τρεις δεκαετίες από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και το τυπικό τέλος του «Ψυχρού Πολέμου», ο πλανήτης επιστρέφει σε μια λογική στρατοπέδων  που αποτελεί και την έμπρακτη διάψευση της ρητορικής περί παγκοσμιοποίησης.

Το εάν θα συνεχιστεί και θα βαθύνει αυτή η διαίρεση, σε μια περίοδο που προκλήσεις όπως η επικείμενη κλιματική καταστροφή απαιτούν παγκόσμια συντονισμένη κινητοποίηση, ή, ακόμη χειρότερα, θα πάρει ακόμη πιο «θερμές» μορφές θα είναι μία από τις μεγάλες προκλήσεις της επόμενης χρονιάς.

4. Η αντιπαράθεση γύρω από την Ταϊβάν γίνεται όλο και πιο «θερμή»

Όλα δείχνουν ότι και την επόμενη χρονιά η αντιπαράθεση γύρω από την Ταϊβάν θα είναι ιδιαίτερα έντονη. Η Κίνα έχει κάνει σαφή τη θέση της ότι δεν μπορεί να δεχτεί οποιαδήποτε άλλη λύση προοπτικά από την επανενσωμάτωση του νησιού στην επικράτειά της έστω και με το πρότυπο «μία χώρα – δύο συστήματα».

Όμως, στην ίδια την Ταϊβάν διαμορφώνεται ένα εντονότερο κλίμα εθνικισμού, την ώρα που παρότι τυπικά η αμερικανική θέση γύρω από την πολιτική «της μίας Κίνας» δεν έχει ανατραπεί, πληθαίνουν στις ΗΠΑ οι φωνές που θα ήθελαν μια πιο αποφασιστική υπεράσπιση της Ταϊβάν. Είναι εμφανές ότι αρκετές φωνές ιδίως στις ΗΠΑ θα ήθελαν η Ταϊβάν να αντιμετωπιστεί ως το «ανάχωμα» απέναντι στην άνοδο της Κίνας στην παγκόσμια σκηνή.

Η κινεζική επίδειξη δύναμης ύστερα από την επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβαν υπογράμμισε το είδος των γεγονότων που είναι πιθανό να βλέπουμε όλο και πιο συχνά, κάτι που καθιστά και ιδιαίτερα ενεργό το ενδεχόμενο να περάσουμε από την επίδειξη δύναμης στη «θερμή» αντιπαράθεση, έστω και εάν οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι πριν το 2025 η Κίνα δεν θα δοκιμάσει να επιβάλει ένοπλα την επανενσωμάτωση της Ταϊβάν στην Κίνα.

5. Η Δύση θα βρίσκει όλο και περισσότερο έναν ανταγωνιστή στις BRICS

Η συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία, οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας και η διαρκής πίεση απέναντι στην Κίνα (ενδεικτικά όσα συμβαίνουν σε σχέση με την προσπάθεια αποκλεισμού από την τελευταία τεχνολογία στους ημιαγωγούς), έχουν οδηγήσει και σε έναν πολλαπλασιασμό των σχεδίων μεγαλύτερης οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των χωρών που δεν ανήκουν στον στενό πυρήνα της Δύσης. Από τα σχέδια μεγαλύτερης ευρασιατικής ολοκλήρωσης και την κινεζική στρατηγική «Μία ζώνη, ένας δρόμος», μέχρι την ιδιαίτερη σημασία που αποκτούν οι BRICS υπάρχουν αρκετά παραδείγματα που παραπέμπουν στην ανάδυση και εναλλακτικών πόλων οικονομικής δραστηριότητας όχι απαραίτητα σε ρήξη ή αντιπαράθεση με τη Δύση αλλά σίγουρα χωρίς συμπόρευση μαζί της ιδίως σε ό,τι αφορά μια πιο διαιρετική διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου. Αυτή είναι μια δυναμική που θα συνεχίσει να καταγράφεται και το 2023.

6. Η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται σε βέβαιη κλιματική καταστροφή

Η φετινή παγκόσμια σύνοδος για το κλίμα, η COP 27, απλώς επικύρωσε μια παγκόσμια αποτυχία ως προς την επίτευξη εκείνων των στόχων για το κλίμα που υποτίθεται ότι θα μείωναν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Άλλωστε, το ίδιο το γεγονός της ενεργειακής κρίσης που προκλήθηκε από τη διακοπή ροής ενός ορυκτού καυσίμου όπως είναι το ρωσικό φυσικό αέριο φανερώνει πόσο απέχουμε από την πραγματική «πράσινη μετάβαση». Ακόμη χειρότερα, φαίνεται να υπάρχει ένας αγώνας δρόμου για μεγάλα πρότζεκτ εξορύξεων ιδίως φυσικού αερίου, για να μην αναφερθούμε στην εκ νέου ενεργοποίηση μονάδων γαιάνθρακα. Όλα αυτά σημαίνουν ότι εάν δεν υπάρξουν πραγματικά δραματικές αλλαγές πολιτικής ο στόχος για συγκράτηση της μέσης αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5ο C πρέπει να θεωρείται χαμένος με βεβαιότητα και το ζήτημα είναι πόσο κάτω από τους 2ο C θα φτάσουμε (ή για τους απαισιόδοξους πόσο θα τους ξεπεράσουμε). Και βέβαια η διαρκής αύξηση των περιστατικών «ακραίων  καιρικών φαινομένων» και του μεγάλου οικονομικού και κοινωνικού κόστους τους, δείχνει ότι δεν μιλάμε για μια πρόκληση από το μακρινό μέλλον, αλλά για κάτι που είναι ήδη σε εξέλιξη γύρω μας.

7. Οι μεγάλες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία παραμένουν

Το διαφαινόμενο τέλος της πανδημίας μέσα στην επόμενη χρονιά, μάλλον θα πρέπει να αντιμετωπιστεί περισσότερο ως μια αλλαγή των όρων πρόσληψης του ίδιου του φαινομένου παρά ως μια πραγματική υποχώρηση. Παρότι οι δείκτες θνησιμότητας δείχνουν να έχουν υποχωρήσει, η ίδια η πανδημία παραμένει ενεργή, δοκιμάζοντας αυτή τη φορά τις χώρες που «καθυστέρησαν» το πλήρες ξέσπασμα μέσα από πολιτικές zero covid, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Κίνα, μετά και την αλλαγή πολιτικής της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας. Όμως, την ίδια στιγμή όλες οι μορφές ευαλωτότητας που αναδείχτηκαν με την πανδημία, σε πολύ μεγάλο βαθμό κοινωνικά (και περιβαλλοντικά) καθορισμένες είναι εδώ, χωρίς να είναι καθόλου δεδομένο ότι οι χώρες πήραν το μάθημα που όφειλαν, ως προς την ανάγκη ενίσχυσης των δημόσιων συστημάτων υγείας, ως προς την επέκταση μορφών και πρακτικών πρόληψης, και κυρίως ως προς την αντιμετώπιση των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων τόσο εντός κάθε χώρα όσο και μεταξύ χωρών, που εξακολουθούν να είναι μια βασική επιβαρυντική παράμετρος για την υγεία των ανθρώπων. Σε αυτή την πρόκληση προστίθεται τόσο η μεγάλη συζήτηση για την αποτίμηση των πολιτικών που δοκιμάστηκαν στην πανδημία, όσο και η ανάγκη να αποκατασταθεί μια εμπιστοσύνη στην επιστήμη απέναντι στις πολλαπλές μορφές επικίνδυνου ανορθολογισμού που καταγράφηκαν τα προηγούμενα χρόνια.

8. Ο πληθωρισμός θα μείνει μαζί μας για καιρό

Το 2022 ήταν η χρονιά που όχι μόνο οι περισσότερες οικονομίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια εκτίναξη του πληθωρισμού αλλά και συνειδητοποίησαν ότι ο πληθωρισμός δεν είναι απλώς μια συγκυριακή διατάραξη στο πλαίσιο της εξόδου από την ύφεση που έφερε η πανδημία, αλλά πολύ περισσότερο ένα μόνιμο στοιχείο του οικονομικού τοπίου. Το ερώτημα που προκύπτει και η πρόκληση για την επόμενη χρονιά αφορά το εάν θα πετύχουν τον στόχο τους οι αντιπληθωριστικές πολιτικές που αυτή τη στιγμή δοκιμάζονται, κυρίως μέσα από αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών και οι οποίες αντλούν την έμπνευσή τους κυρίως από μια αντίληψη ότι τον πληθωρισμό τροφοδοτεί η αυξημένη ζήτηση και η απουσία «ευελιξίας» στην αγορά εργασίας που αυξάνει μισθούς και ημερομίσθια και γι’ αυτό ουσιαστικά προτείνουν ως «αντίδοτο» την ύφεση και την αύξηση της ανεργίας. Αρκετοί πάντως πιστεύουν ότι θα ήταν προτιμότερη μια διαφορετική προσέγγιση που θα επικέντρωνε στην προσφορά και στη συγκράτηση της τάσης των επιχειρήσεων για αυξήσεις.

9. Πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι οδεύουμε σε μια νέα παγκόσμια οικονομική κρίση;

Το μεγάλο ερώτημα για την παγκόσμια οικονομία είναι εάν το 2023 θα αποτελέσει τη χρονιά της ανάκαμψης ή τη χρονιά που η παγκόσμια οικονομία θα μπει σε μια νέα υφεσιακή και κρισιακή φάση. Η απάντηση δεν είναι εύκολη και σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με το εάν κανείς υιοθετεί μια οπτική που κυρίως επικεντρώνει στου εξωτερικούς παράγοντες (π.χ. τις γεωπολιτικές αναταράξεις όπως είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία) ή τις «εσωτερικές δυναμικές». Στην πρώτη περίπτωση οι «αισιόδοξοι» επικεντρώνουν στη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους ή στην προοπτική ειρήνευσης. Στη δεύτερη περίπτωση η «απαισιοδοξία» έρχεται από την επίγνωση ότι ήδη πριν από την πανδημία και την αναστάτωση που έφερε είχε φανεί ότι ειδικά για τις αναπτυγμένες οικονομίες υπήρχαν σημάδια εξάντλησης του «αναπτυξιακού παραδείγματος» που είχε αναδυθεί με την κρίση του 2008, εξάντληση που αποτυπωνόταν σε δυνητικά κρισιακές δυναμικές όπως η υποχώρηση της κερδοφορίας και η αδυναμία μεγάλων τομών στην παραγωγικότητα της εργασία, παρά την υπερπροβολή τεχνολογικών επιτευγμάτων.

10. Η προσφυγιά και η μετανάστευση δεν σταματούν

Σε πείσμα της σκλήρυνσης των νομοθεσιών για το άσυλο και για τη μετανάστευση σε αρκετές χώρες του αναπτυγμένου κόσμου και παρά την εξάπλωση των φυσικών εμποδίων στα σύνορα και των κάθε λογής «φραχτών» για να μην μπορέσουν να μπουν άνθρωποι που αναζητούν μια καλύτερη μοίρα, ούτε η μετανάστευση, ούτε η προσφυγιά θα σταματήσουν στον πλανήτη το 2023.

Αντιθέτως, η φτώχεια και οι μεγάλες κοινωνικές ανισότητες σε όλο τον πλανήτη, οι διαρκείς πολεμικές συγκρούσεις και οι επιπτώσεις που έχουν για τους αμάχους, η κλιματική αλλαγή που ήδη περιορίζει τη δυνατότητα επιβίωσης για σημαντικούς πληθυσμούς σε περιοχές που πλήττονται, θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν τη επιθυμία ανθρώπων να πάνε σε άλλες χώρες, είτε για να αποφύγουν τον πόλεμο και την καταπίεση, είτε απλά γιατί σε αυτές μπορεί να έχουν καλύτερο μέλλον. Όμως, την ίδια στιγμή οι αντιμεταναστευτικές και αντιπροσφυγικές πολιτικές θα συνεχίσουν να κάνουν αυτό το ταξίδι ιδιαίτερα επικίνδυνο και συχνά θανατηφόρο.

11. Η κρίση των δημοκρατιών βαθαίνει

Παρότι αποφεύχθηκαν τα θεαματικά γεγονότα όπως θα ήταν π.χ. η εκλογή μιας ακροδεξιάς προέδρου στη Γαλλία – αν και την ίδια στιγμή η Ιταλία έχει την πρώτη πρωθυπουργό με πολιτική προέλευση από το κόμμα των θαυμαστών του Μουσολίνι –, την ίδια στιγμή πληθαίνουν τα σημάδια ότι βαθαίνει η κρίση των δημοκρατιών με διάφορες μορφές. Η μείωση της συμμετοχής σε εκλογικές διαδικασίες (αν και υπάρχουν και περιπτώσεις αντίστροφων δυναμικών) επικυρώνει τάσεις πολιτικής απάθειας το ίδιο και η εκλογική υποχώρηση κομμάτων με ιστορικά μεγάλες δυναμικές. Η διάχυτη αίσθηση ότι οι πολιτικοί είναι αποκομμένοι από τα προβλήματα των απλών ανθρώπων αξιοποιείται ιδιαίτερα από διάφορες παραλλαγές ακροδεξιού συνήθως λαϊκισμού, την ώρα που η δυσκολία στην ανάδειξη «ηγετικών προσωπικοτήτων», ιδίως στην Ευρώπη, έρχεται να συνδυαστεί με τη δυσκολία των κομμάτων να παράγουν προγράμματα. Καθόλου τυχαία, πιο αυταρχικές και «πατερναλιστικές» εκδοχές πολιτικής, τα παραδείγματα του Βλαντίμιρ Πούτιν αλλά και του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας είναι τα πρώτα που έρχονται στο μυαλό, υποστηρίζουν ότι αντιπροσωπεύουν καλύτερες εκδοχές «δημοκρατίας», την ώρα που γεγονότα όπως αυτά της 6ης Ιανουαρίου 2021 παραμένουν ενεργά τραύματα για τις ΗΠΑ αλλά και ευρύτερα τις «δυτικές» δημοκρατίες. Μένει να δούμε εάν στην επόμενη χρονιά αυτά τα κρισιακά φαινόμενα θα συνεχιστούν.

12. Η ΕΕ θα συνεχίσει να πηγαίνει από κρίση σε κρίση

Το 2022 δεν τελειώνει καλά για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν αναλογιστούμε τη βαριά σκιά που ρίχνει το Qatargate. Άλλωστε, όλη η χρονιά σημαδεύτηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία, καθεαυτό ένα γεγονός που σημαίνει αποτυχία της ΕΕ στον «ιδρυτικό» στόχο της να αποτρέψει τις μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις στο έδαφός της και σηματοδοτεί αδυναμία άρθρωσης μιας ιδιαίτερης «ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Επιπλέον, προβλήματα όπως η μεγάλη καθυστέρηση στην λήψη υποτίθεται επειγουσών αποφάσεων, πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτή που αφορούσε το πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, σε συνέχεια της μεγάλης καθυστέρησης στη διαπραγμάτευση για το Ταμείο Ανάκαμψης, έρχεται να υπογραμμίσει «δομικά» προβλήματα στην ίδια την ευρωπαϊκή διαδικασία αποφάσεων. Την ίδια στιγμή η ΕΕ δείχνει αδύναμη να μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της με τη συζήτηση για τη ριζική αναμόρφωσή της απλώς να αναβάλλεται από χρονιά σε χρονιά. Ότι όλα αυτά συνδυάζονται με την υποχώρηση του ηγετικού ρόλου της Γερμανίας, την αδυναμία του γαλλογερμανικού άξονα να λειτουργήσει όπως παλαιότερα και την εμφάνιση νέων μπλοκ δυνάμεων (ενδεικτική η στάση της Πολωνίας) όλα αυτά σημαίνουν ότι η ΕΕ οδεύει σε μια χρονιά ακόμη όπου θα διαχειριστεί αλλά δεν θα αντιμετωπίσει τη λανθάνουσα κρίση του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος». Όλα αυτά αποτυπώνουν μια βαθύτερη στρατηγική κρίση του ευρωπαϊκού οράματος, που τροφοδοτεί και φαινόμενα ενδημικής διαφθοράς που μέχρι έκαναν ότι δεν τα έβλεπαν.

13. Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν κινδυνεύει να πέσει θύμα της νέας παγκόσμιας πόλωσης

Κανονικά μέσα στο 2022 η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί. Άλλωστε, αυτή ήταν η πολιτική βούληση τόσο της υπό τον Τζον Μπάιντεν αμερικανικής κυβέρνησης όσο και της ιρανικής κυβέρνησης, που θέλει να απαλλαγεί από το βάρος των κυρώσεων για να μπορέσει εκτός των άλλων να αντιμετωπίσει και την εντεινόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια που τροφοδοτεί και τις συνεχιζόμενες κοινωνικές διαμαρτυρίες. Όμως, η συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία και η νέα γεωπολιτική πόλωση έχει επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις καθώς το Ιράν αντιμετωπίζεται ως μια δύναμη δυνητικά σύμμαχη της Ρωσίας, ενώ η επιλογή των ΗΠΑ και της ΕΕ να συμπεριλάβουν εμμέσως τα ανθρώπινα δικαιώματα στην όλη συζήτηση έχει οδηγήσει σε ένα πάγωμα της διαδικασίας που αφήνει ανοιχτό να μην υπάρξει ούτε την επόμενη χρονιά συμφωνία, έστω και εάν αυτό θα σημαίνει εκ των πραγμάτων ότι το Ιράν θα έρθει πιο κοντά στο να αποκτήσει ουράνιο εμπλουτισμένο σε βαθμό που θα επιτρέπει χρήση σε πυρηνικό όπλο. Και σίγουρα η προσθήκη άλλης μιας χώρας στο «πυρηνικό κλαμπ» δεν είναι απαραίτητα η καλύτερη εξέλιξη.

14. Πληθαίνουν τα σημάδια ότι τα Βαλκάνια μπορούν να ξαναγίνουν η «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης

Η χρονιά τελειώνει με μια μεγάλη ένταση γύρω από τις σερβικές περιοχές του Κοσόβου. Παρότι το είδος της έντασης απέχει ακόμη από αυτή που στο παρελθόν οδήγησε σε μεγάλης κλίμακας πολεμικές επιχειρήσεις και τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς του 1999 και παρά την επιλογή τελικά μιας γραμμής αποκλιμάκωσης, εντούτοις το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η σύγκρουση εκεί, που ως έναν βαθμό επικαθορίζεται και από συνολικότερες διαιρέσεις (με το Κόσοβο να είναι ανοιχτά φιλοαμερικανικό και φιλοδυτικό την ώρα που η Σερβία προσπαθεί να μην διατηρήσει μια πιο «ισορροπημένη» στάση και αρνείται τη ρήξη με τη Ρωσία), μπορεί να οδηγήσει σε μια ευρύτερη ανάφλεξη σε μια περιοχή που αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και την πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή σύγκρουση της μεταψυχροπολεμική πολεμική σύγκρουση.