Ποιος θα περίμενε έξι μήνες πριν ότι θα ερχόταν μια στιγμή όπου μια προγραμματισμένη διακοπή της ροής φυσικού αερίου για τη συντήρηση ενός αγωγού που εδώ και πολλά χρόνια τροφοδοτεί την Ευρώπη, θα αντιμετωπίζεται ως η μεγάλη δοκιμασία: θα ξεκινήσει ξανά η ροή μετά το τέλος της συντήρησης, ή οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να προετοιμάζονται για έναν πολύ πιο κρύο χειμώνα;

Δεν το αναφέρω αυτό για να συζητήσω εάν και κατά πόσο υπήρξαν οι κατάλληλοι χειρισμοί σε σχέση με το θέμα των κυρώσεων, αλλά για να δείξω πόσο καινούριες είναι οι καταστάσεις που αντιμετωπίζουμε.

Το ίδιο ισχύει και με τον πληθωρισμό, που θεωρούσαμε για κοντά δύο δεκαετίες ότι ανήκει στο παρελθόν και τώρα μας επιστρέφει στον… περασμένο αιώνα (τότε που, για να μην ξεχνιόμαστε, ήμασταν ακόμη χώρα που τα νοικοκυριά αποταμίευαν, ενώ τώρα ξεπληρώνουν χρέη).

Αντίστοιχα, η πανδημία με την επιμονή της και τον τρόπο που δείχνει να μας σπρώχνει σε μια «υποχρεωτική» συμβίωση με τον ιό, μια συνθήκη και πάλι πρωτόγνωρη, καθώς ούτε να ξαναγυρίσουμε σε λοκντάουν μπορούμε, ούτε όμως και να αδιαφορήσουμε.

Για να μην αναφερθώ ότι όσο ανατριχιαστικά οικεία και εάν είναι σε όσους είμαστε κάπως μεγαλύτεροι η ατμόσφαιρα ενός Νέου Ψυχρού Πολέμου, άλλο τόσο ισχύει ότι αυτή τη φορά δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι όλα αυτά δεν πάρουν και ακόμη πιο «θερμή» μορφή.

Και το ίδιο ισχύει και για τον δικό μας μεσογειακό «Ψυχρό Πόλεμο» με την Τουρκία και τη νέα κλιμάκωση της αναθεωρητικής και επιθετικής πολιτικής της.

Και βέβαια στο βάθος του ορίζοντα υπάρχει πάντα όχι η Κλιματική Αλλαγή, αλλά η βέβαιη Κλιματική Καταστροφή, εάν δεν αλλάξουμε ρότα.

Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα τοπίο πολύ διαφορετικό από αυτό που είχαμε τα τελευταία 20 χρόνια.

Ένα τοπίο που δεν είναι εύκολο να το συλλάβουμε με τα εργαλεία που είχαμε μέχρι τώρα και που απαιτεί νέους τρόπους σκέψης.

Μια πορεία σε αχαρτογράφητα ύδατα γεμάτα κινδύνους που δεν μπορούμε εύκολα να τους προβλέψουμε.

Μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να χαράξουμε πορεία, χωρίς τη βοήθεια χάρτη, είναι ακριβώς να μπορέσουμε ως κοινωνία να αυξήσουμε τη συνοχή μας και να προσπαθήσουμε να συζητήσουμε, να κατανοήσουμε και να συνεννοηθούμε πολύ περισσότερο.

Στην πολιτική, στη διανόηση, στην εκπαίδευση, στην κοινωνία των πολιτών.

Όχι με τους τρόπους της προεκλογικής περιόδου που ήδη έχει ξεκινήσει, αλλά με εκείνη την επίγνωση ότι δεν συζητάμε στο πολιτικό χρηματιστήριο, αλλά μέσα σε ένα δύσκολο τοπίο όπου το διακύβευμα δεν είναι η πολιτική πρωτοκαθεδρία, αλλά η δυνατότητα η χώρα και οι άνθρωποί της να βγουν αλώβητοι.