Ολοι γνωρίζουμε ότι ο Πρωθυπουργός δεχόταν εδώ και καιρό προτάσεις, από το εσωτερικό του κόμματός του αλλά και από διακεκριμένους οικονομικούς παράγοντες, να επισπεύσει τις εκλογές, να εκμεταλλευθεί δηλαδή τις σχετικά ευνοϊκότερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που κατά τα φαινόμενα το ισχυρό, παρά την επέλαση του κορωνοϊού, τουριστικό ρεύμα θα διαμόρφωνε και έτσι να άμβλυνε με τους καλύτερους δυνατούς όρους τον πολιτικό κίνδυνο, που η απλή αναλογική και οι πιθανές διπλές κάλπες επαύξαναν.

Η αλήθεια είναι επίσης ότι και ο ίδιος είχε αφήσει το παράθυρο των εκλογών ανοιχτό, αν και ποτέ δεν τοποθετήθηκε ευθέως υπέρ της πρόωρης διεξαγωγής τους. Προϊόντος του χρόνου ωστόσο η πίεση έδειχνε αφόρητη. Και το επιχείρημα του δύσκολου χειμώνα ετίθετο μετ’ επιτάσεως. Είχαμε φθάσει στο σημείο οι περισσότεροι των υπουργών να ασχολούνται περισσότερο με την επανεκλογή τους παρά με τα καθήκοντά τους. Με τις τελευταίες δημόσιες τοποθετήσεις του στη Βουλή και στο ραδιόφωνο μπορεί να πει κανείς ότι ξεκαθάρισε τα πράγματα. «Οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας» επανέλαβε δύο φορές κατά τρόπο κατηγορηματικό, χωρίς να αφήνει περιθώριο παρερμηνειών. Μάλιστα για να πειστούν και οι «άπιστοι Θωμάδες» της αντιπολίτευσης και όχι μόνο, αντέστρεψε το επιχείρημα του «δύσκολου χειμώνα», υπογραμμίζοντας ότι επιλέγει τη σταθερότητα και δεν σκοπεύει να διακινδυνεύσει και να αφήσει τη χώρα ακυβέρνητη στο μέσον μιας δύσκολης ενεργειακής κρίσης, παρά θα επιμείνει στη διαχείρισή της με όποιο κόστος. Αυτή τη φορά ο κ. Μητσοτάκης δεσμεύθηκε με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο, δηλώνοντας ότι θα πράξει τα δέοντα και θα αναμένει την κρίση του ελληνικού λαού στο τέλος της άνοιξης του 2023 και αφού έχουν ξεδιπλωθεί όλες οι πτυχές της πολιτικής του.

Κάτι τέτοιο άλλωστε, παρά τα ηρωικά τού τύπου «εκλογές τώρα», προσδοκούσε και ο πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, όταν από το βήμα της Βουλής ζητούσε να σταματήσει το παιχνίδι των διαρροών και να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις του. Ο κ. Μητσοτάκης πήρε λοιπόν το ρίσκο, πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων την όποια ευκαιρία και δεσμεύθηκε για εκλογές στο τέλος της τετραετίας, όπως ορίζει το Σύνταγμα και όπως επιβάλλουν οι διακηρυγμένες από τον ίδιο αρχές του. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο Πρωθυπουργός τόλμησε. Εκανε μια δύσκολή επιλογή κόντρα στα ελληνικά πολιτικά ήθη. Κατά βάση επένδυσε στον χρόνο, ελπίζοντας ότι εξελισσόμενες οι πολιτικές που είναι στρωμένες θα αποδώσουν πολλαπλάσια από τις φθορές που η τρέχουσα συγκυρία προκαλεί. Ο ίδιος πιστεύει ότι η διαχείριση των κρίσεων τον ευνοεί εν τέλει. Και ο χρόνος ακόμη περισσότερο. Κατά τον κ. Μητσοτάκη ο πόλεμος, παρά τις πολλές αβεβαιότητες που τον συνοδεύουν, κάποια στιγμή θα τελειώσει και η εξομάλυνση των οικονομικών συνθηκών θα είναι σχεδόν αυτόματη. Υπολογίζει επίσης ότι η διαχείριση της τουρκικής απειλής θα του προσθέσει δυνάμεις και δυνατότητες στον χρόνο.

Οι περισσότεροι πιθανώς να θεωρήσουν ριψοκίνδυνη την επιλογή του. Ωστόσο ο ανεξάρτητος παρατηρητής δεν μπορεί να αγνοήσει το θάρρος και την ευθύτητα αυτής. Λίγοι πρωθυπουργοί έχουν επιμείνει στην εξάντληση της τετραετίας και στο αγαθό της σταθερότητας. Μένει να αποδειχθεί η ορθότητά της συγκεκριμένης επιλογής. Το τόλμημα ωστόσο είναι τόλμημα…