Το 1972 ο Τζoν Λένον κυκλοφόρησε ένα τραγούδι με τίτλο «Woman is the nigger of the world» – «Η γυναίκα είναι ο μαύρος [ο σκλάβος] του κόσμου». Την επόμενη χρονιά, το 1973, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, γνωστή έκτοτε ως «Ρόου εναντίον Ουέιντ» (Roe v. Wade) από το όνομα της σχετικής υπόθεσης, οι γυναίκες κέρδισαν, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, το δικαίωμα στην άμβλωση.

Μισόν αιώνα αργότερα το τραγούδι είναι οδυνηρά επίκαιρο: οι γυναίκες στην Αμερική ξαναγίνονται οι σκλάβοι του κόσμου. Το ίδιο όργανο που τους έδωσε ελευθερία, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ανέτρεψε στις 24 Ιουνίου, με 6 ψήφους υπέρ και 3 κατά, την απόφαση του 1973 και εκχώρησε την αρμοδιότητα για το δικαίωμα στην άμβλωση στις αρχές κάθε Πολιτείας.

Πλέον καταργείται να δικαίωμα που έμοιαζε αδιαμφισβήτητο (σε δημοσκόπηση των «Washington Post»/ABC στα τέλη Απριλίου, το 54% των Αμερικανών τασσόταν υπέρ της απόφασης του 1973 και το 28% κατά). Και εξελίσσεται σε μείζον διακύβευμα εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο, οι οποίες θα διεξαχθούν σε ασταθές διεθνές περιβάλλον, απόρροια του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Η αντίδραση του Μπάιντεν

Αμα τη ανακοινώσει της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωσε ότι «τον Νοέμβριο ψηφίζουμε για τη Ρόου», υπογραμμίζοντας ότι το δικαίωμα στην άμβλωση θεωρείται απαράγραπτο για τους Δημοκρατικούς, σε αντίθεση με τους Ρεπουμπλικανούς οι οποίοι εξακολουθούν να προτάσσουν την ιερότητα της ζωής και να αρνούνται στις γυναίκες το δικαίωμα να αποφασίζουν για το σώμα τους. Σε μια πολωμένη Αμερική, η πόλωση εντείνεται από την απόφαση των έξι συντηρητικών δικαστών του Δικαστηρίου (οι τρεις εκ των εννέα συνολικά δικαστών έχουν διοριστεί από τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ενώ οι δικαστές Σάμιουελ Αλίτο και Τζον Ρόμπερτς από τον επίσης Ρεπουμπλικανό πρώην πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον νεότερο).

Ο δικαστής Αλίτο (η γνωμοδότησή του περί ασυμβατότητας της Ρόου με το αμερικανικό Σύνταγμα είχε διαρρεύσει στον Τύπο τον Μάιο) τόνισε ότι το αμερικανικό Σύνταγμα δεν αναφέρεται στις αμβλώσεις.

«Είναι πρόβλημα, όχι δεδικασμένο»

Μόνον που όπως σημειώνει στον «Νew Yorker» η καθηγήτρια Αμερικανικής Ιστορίας στο Χάρβαρντ Τζιλ Λεπόρ, δεν μπορούσε να υπάρξει καμία τέτοια αναφορά σε ένα κείμενο του 1787 το οποίο συνέταξαν 55 άνδρες. Δεν υπήρχαν γυναίκες μέλη της Συνταγματικής Συνέλευσης του 1787 στις ΗΠΑ. Δεν υπήρχαν ούτε γυναίκες δικαστές, ούτε γυναίκες νομοθέτες. Οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα να θέσουν υποψηφιότητα για κανένα αξίωμα: για το νομικό σύστημα της εποχής οι γυναίκες δεν υφίσταντο ως άτομα. «Πράγματι οι γυναίκες λείπουν από το αμερικανικό Σύνταγμα. Αυτό όμως είναι πρόβλημα που πρέπει να διορθωθεί και όχι δεδικασμένο το οποίο πρέπει να συνεχίσουμε», προσθέτει η Λεπόρ.

Στο ίδιο πνεύμα η Τζένιφερ Ρούμπιν, αρθρογράφος της «Washington Post», σχολιάζοντας τη δήλωση Μπάιντεν, ανέφερε ότι τον Νοέμβριο «δεν ψηφίζουμε για τη Ρόου αλλά για το αν η σημερινή Αμερική ανήκει στον 21ο αιώνα»: «Μόνον ως πόλεμος στη σύγχρονη Αμερική λογίζεται η απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία εδράζεται στο σκεπτικό ότι τα δικαιώματα των Αμερικανών κατοχυρώνονται από τη 14η τροπολογία του Συντάγματος του 1868!».  

 

Ο αμερικανικός «εξαιρετισμός»

Από την πλευρά τους οι Ρεπουμπλικανοί και η αμερικανική θρησκευτική Δεξιά – οι ίδιοι που ανθίστανται στην αλλαγή της νομοθεσίας περί της οπλοκατοχής – θριαμβολογούν για τον «αμερικανικό εξαιρετισμό». Ομως στην προκειμένη περίπτωση ο εξαιρετισμός καθιστά τις ΗΠΑ παράδειγμα προς αποφυγήν. Τόσο ο πρωθυπουργός του Καναδά, Τζάστιν Τριντό όσο ο βρετανός ομόλογός του Μπόρις Τζόνσον και ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν χαρακτήρισαν την απόφαση οπισθοδρομική και πλήγμα για τις γυναίκες.

Καθώς απομένουν τέσσερις μήνες για τις κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο, η αναίρεση της απόφασης του 1973 πυροδοτεί εξελίξεις. Ηδη 13 Πολιτείες (κυρίως στον αμερικανικό Νότο) μπορούν να απαγορεύσουν πλήρως τις αμβλώσεις ενεργοποιώντας την ισχύουσα πολιτειακή νομοθεσία.

Ωστόσο προοδευτικοί δικαστές σε συντηρητικές Πολιτείες, όπως η Λουιζιάνα και η Γιούτα, επιχειρούν να καθυστερήσουν, πρόσκαιρα, την ενεργοποίηση τέτοιων νόμων.

Η μάχη για την εφαρμογή

«Τώρα αρχίζει η μάχη για την εφαρμογή της νέας απόφασης» ανέφερε ρεπορτάζ των «New York Times», επικαλούμενο τις προσπάθειες προοδευτικών δικαστών στο Τέξας να αντισταθούν στην εφαρμογή της, καθώς ασκήθηκαν αγωγές εναντίον κλινικών όπου μέχρι πρότινος γίνονταν νομίμως αμβλώσεις.

Επιπλέον ανακύπτει και ζήτημα σχετικά με το αν η ενημέρωση για τις αμβλώσεις στις Πολιτείες που τις απαγορεύουν είναι σύννομη με το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, που προστατεύεται από το πρώτο άρθρο το αμερικανικού συντάγματος.

Οι Δημοκρατικοί ελπίζουν ότι η οργή των ψηφοφόρων τους αλλά και ορισμένων μετριοπαθών Ρεπουμπλικανών μπορεί να προκαλέσει συσπείρωση και αύξηση της συμμετοχής στις εκλογές. Η δημοτικότητα του Μπάιντεν βρίσκεται στο χαμηλότερο ποσοστό: μόλις 38% επικροτούν την πολιτική του (Reuters, 28/6/2022), ενώ σε δημοσκόπηση των AΡ/Norc στις 29 Ιουνίου, το 85% δηλώνει ότι η χώρα βαδίζει σε λάθος κατεύθυνση. Οι Αμερικανοί ανησυχούν κυρίως για τον πληθωρισμό (8,1% τον Μάιο, το υψηλότερο ποσοστό από το 1981) και την ακρίβεια.

Ποντάρουν και οι δύο στους «swing voters»

Οι Δημοκρατικοί ελπίζουν ότι θα προσελκύσουν τους «swing voters», δηλαδή τους ψηφοφόρους που δεν ταυτίζονται με συγκεκριμένο κόμμα και οι οποίοι ψηφίζουν κατά περίπτωση. Σε αυτούς όμως προσβλέπουν και οι Ρεπουμπλικανοί καθώς επίσης και στις ανεξάρτητες γυναίκες των προαστίων, οι οποίες μπορεί να ψηφίζουν Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, όμως διαφωνούν με τη συγκεκριμένη απόφαση με το επιχείρημα ότι «δεν μπορούμε να αφήσουμε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα στους άνδρες». Ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος Τραμπ, παρά τη θριαμβολογία, δήλωσε σε συνεργάτες του ότι «η απόφαση μπορεί να είναι κακή για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα».

Καμία προοπτική για αλλαγή της απόφασης

Οσοι ελπίζουν ότι υπάρχει σύντομα προοπτική αλλαγής της απόφασης για την απαγόρευση των αμβλώσεων ματαιοπονούν. Γράφει ο Τζον Κάσιντι στον «New Yorker»: «Ο δικαστής Τόμας είναι 74 ετών και μπορεί να παραμείνει στη θέση του άλλα δέκα χρόνια. Ο δικαστής Αλίτο είναι 72 ετών και οι δικαστές Νιλ Γκόρσετς, Μπρετ Κάβανο και Εϊμι Κόνι Μπάρετ (και οι τρεις διορισμένοι από τον Τραμπ) είναι λίγο πάνω από 50 ετών και πιθανότατα θα βρίσκονται στις θέσεις τους και μετά από 20 χρόνια».

Η λύση για τους Δημοκρατικούς είναι αυτό που θα έκαναν οι Ρεπουμπλικανοί στη θέση τους: να περάσουν στην επίθεση και να μην περιμένουν σωτηρία μόνον από τους ψηφοφόρους, να αναζητήσουν ευρείες συμμαχίες με ομάδες που κοινός τους σκοπός είναι η αντίθεσή τους στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η εναλλακτική του «χαπιού»που κοστίζει 508 δολάρια

Τι μπορούν να κάνουν οι Αμερικανίδες που βλέπουν να καταργείται ένα θεμελιώδες δικαίωμά τους; Προκειμένου να μην αναγκαστούν να καταφύγουν σε διαδικασίες παράνομης άμβλωσης με σοβαρούς κινδύνους για τη ζωή τους, οι γυναίκες σε 26 τουλάχιστον Πολιτείες, οι οποίες αναμένεται να απαγορεύσουν πλήρως τις αμβλώσεις, μπορούν να παρακάμψουν την απαγόρευση. Θα πρέπει να καταφέρουν να προμηθευτούν ανωνύμως και μέσω Διαδικτύου το «χάπι της άμβλωσης» (διαφορετικό από το «χάπι της επόμενης μέρας» που λειτουργεί ως αντισυλληπτικό) το οποίο προκαλεί διακοπή της κύησης. Το χάπι περιλαμβάνει τις ουσίες μιφεπριστόνη και μισοπροστόλη και μπορεί να ληφθεί μέχρι και τη 10η εβδομάδα της κύησης. Θεωρείται ασφαλές και δεν προκαλεί επιπλοκές. Αυτού του τύπου η «κατ’ οίκον» διακοπή της εγκυμοσύνης προτιμάται τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ. Το 2017 την επέλεξε το 37% των γυναικών, ενώ το 2020 το 54% (στοιχεία του ινστιτούτου Guttmacher, οργάνωσης για το δικαίωμα στην άμβλωση, η οποία από το 1968 εκπονεί έρευνες για τα δικαιώματα των γυναικών στην υγεία και τη μητρότητα). Η μέση τιμή του χαπιού της άμβλωσης ανέρχεται σε 508 δολάρια. Το πρόβλημα είναι ότι οι συντηρητικές Πολιτείες αναζητούν τρόπους για να το απαγορεύσουν.