Πριν από 62 χρόνια, στις 3 Ιουλίου 1960, ημέρα Κυριακή και τότε, η εφημερίδα «Το Βήμα» γνωστοποίησε στους αναγνώστες της ότι είχε λάβει την απόφαση να καταργήσει τη χρήση της βαρείας και της υπογεγραμμένης στις στήλες της.

Με σχετικό άρθρο που είχε φιλοξενηθεί στην 3η σελίδα του φύλλου που είχε κυκλοφορήσει την 3η Ιουλίου 1960, «Το Βήμα» προέβαλε δύο βασικά επιχειρήματα προς αιτιολόγηση της απόφασης αυτής.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.7.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Το πρώτο ήταν η ανάγκη απλούστευσης της γραμματικής της Ελληνικής, που σε κάθε περίπτωση επέρχεται μόνη της, χωρίς να χρειάζεται να ληφθούν ριζοσπαστικά μέτρα.

Το δεύτερο, ότι η βαρεία και η υπογεγραμμένη είχαν ατονήσει προ πολλού στην πράξη, κι επομένως η κατάργησή τους από τις στήλες της ιστορικής εφημερίδας του ΔΟΛ απλώς επισημοποιούσε μια κατάσταση που υφίστατο από καιρού και είχε προέλθει από φυσική εξέλιξη του γραπτού μας λόγου.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.7.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Υπενθυμίζεται ότι η μεν βαρεία ήταν τονικό σημάδι που σημειωνόταν μόνο στη λήγουσα αντί της οξείας όταν δεν ακολουθούσε σημείο στίξης ή εγκλιτική λέξη, η δε υπογεγραμμένη ήταν σημείο (σχήματος μικρού γιώτα) που έμπαινε παλαιότερα κάτω από τα α, η, ω και αντιστοιχούσε στο ι των καταχρηστικών διφθόγγων της αρχαίας ελληνικής (αι, ηι, ωι).

Ακολουθεί το υπό εξέταση κείμενο, που έφερε τον τίτλο «Από σήμερον καταργούμεν την χρήσιν της βαρείας και της υπογεγραμμένης»:

Από σήμερον «ΤΟ ΒΗΜΑ» παύει να χρησιμοποιή εις τα κείμενά του τον τονισμό διά της βαρείας, καθώς και την υπογεγραμμένην, δύο σημεία, δηλαδή, των οποίων όχι μόνον ατόνησε η γραμματική χρησιμότης, αλλά και η παρουσία εις τα χειρόγραφα κείμενα κατέστη σπανιωτάτη.

Παρ’ όλας τας θεωρίας περί «ζωντανής» παραδόσεως της Ελληνικής γλώσσης –παραδόσεως τόσον σκιώδους ώστε να βλέπωμε τους ξένους χειριζομένους την αρχαίαν Ελληνικήν πολύ καλύτερα από εμάς– κατέστη κοινή συνείδησις η ανάγκη της απλουστεύσεως της Ελληνικής Γραμματικής. Το σημείον επί του οποίου δεν ευρίσκεται κανείς σύμφωνος είναι ο χρόνος και ο τρόπος της απλουστεύσεως αυτής. Διά τούτο άλλωστε και το ζήτημα δεν προώδευσε καθόλου – αν εξαιρέσωμεν ελαχίστας αποφάσεις της Ακαδημίας, όπως λόγου χάριν την κατάργησιν του αναδιπλασιασμού των συμφώνων εις ωρισμένα ονόματα πόλεων: η Βέρροια λ.χ. έγινε Βέροια.

Διά να έλθωμεν εις το προκείμενον: Η εξομοίωσις του τονισμού και η κατάργησις των πνευμάτων –τόνοι και πνεύματα είναι, ως γνωστόν, βοηθητικά της αναγνώσεως επινοήματα των μεταγενεστέρων, ανύπαρκτα και άχρηστα εις τα γραπτά των κλασικών χρόνων– είχεν επιχειρηθή και άλλοτε υπό γραμματολόγων, ανεπιτυχώς όμως. Αι αντιρρήσεις εβασίζοντο, μεταξύ άλλων, εις την παρατήρησιν ότι τα πνεύματα «χαρακτηρίζουν» την λέξιν, επηρεάζοντα  ενίοτε –όταν πρόκειται περί δασείας βέβαια– την γραφήν της προηγουμένης λέξεως («εφ’ εξής» αντί «επ’ εξής»), η δε περισπωμένη χρησιμεύει, εις ωρισμένας περιπτώσεις, εις την υπόμνησιν της ετυμολογίας και των σημασιολογικών αλλοιώσεων του γραπτού λόγου. Εν τούτοις δεν μας απησχόλησε τόσον η φιλολογική ή η γραμματική πλευρά του θέματος όσον ένα άλλο γεγονός, που δύσκολα παραβλέπεται: Η βαρεία και η υπογεγραμμένη έχουν πλήρως ατονήσει, απόδειξις δε αυτού το ότι η χρησιμοποίησίς των είναι ακόμη και εις τον Τύπον σπασμωδική.

Εις τα σχολεία οι μαθηταί δεν υποχρεώνονται πλέον να τονίζουν με την βαρείαν, η δε παράλειψις της υπογεγραμμένης συνήθως δεν καταλογίζεται ως σφάλμα. Ούτε και εις χειρόγραφα κείμενα ανευρίσκομε πλέον τα δύο αυτά σημεία: Προφανώς η απλούστευσις της Γραμματικής επέρχεται μόνη της, άνευ ριζοσπαστικών μέτρων.

Επομένως η κατάργησις, από των στηλών μας, της βαρείας και της υπογεγραμμένης επισημοποιεί απλώς από καιρού υφισταμένην κατάστασιν που προήλθεν από φυσικήν εξέλιξιν του γραπτού μας λόγου. Εξέλιξιν η οποία, ας μην έχωμεν αμφιβολίας, θα απορρίψη σιγά-σιγά ό,τι περιττόν στοιχείον δυσχεραίνει την εκμάθησιν και την ορθήν χρήσιν της Ελληνικής γλώσσης.

*Στη φωτογραφία που συνοδεύει το παρόν άρθρο, ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου για την υπογεγραμμένη (Μικρά ποιήματα, εκδόσεις Ιανός, 2004).