Ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, ο βραβευμένος περουβιανός συγγραφέας που ζει στη Βαρκελώνη, αγαπά την Αθήνα και την Ελλάδα. «Εχουμε κοινό το στοιχείο της παραφοράς, του πάθους και ολίγον της αναρχίας» μας λέει χαμογελώντας.

Ο Ρονκαλιόλο βρέθηκε στην Αθήνα στο πλαίσιο του 14ου Ισπανόφωνου Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις), όπου παρουσίασε το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού (εκδ. Καστανιώτη).

Σαντιάγο Ρονκαλιόλο – Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού

Μετάφραση Κώστας Αθανασίου.

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2022, σελ. 384, τιμή 18 ευρώ

Το μυθιστόρημα, το όγδοό του που κυκλοφορεί στα ελληνικά, εκκινεί από μια ιστορία κακοποίησης εφήβων σε καθολικά σχολεία στο Περού, η οποία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα αλλά πραγματεύεται τον θρησκευτικό φανατισμό και τη συγκάλυψη εγκλημάτων στο όνομα της θρησκείας. Πρόκειται για ένα σκληρό βιβλίο με χαρακτηριστικά θρίλερ. Ο Ρονκαλιόλο θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα εφιαλτών. Μας εξηγεί γιατί.

Πώς επιλέξατε ένα ζήτημα τόσο σοβαρό και δύσκολο, όπως η κακοποίηση των παιδιών και η παιδεραστία στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας στο Περού;

«Το μυθιστόρημα δεν αφορά μόνο την κακοποίηση των παιδιών στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης χριστιανικής αδελφότητας, της Sodalicio de Vita Christiana, ένα γεγονός που συνέβη στο Περού. Θα έλεγα ότι είναι κυρίως ένα μυθιστόρημα για τη σιωπή».

Εννοείτε τη συγκάλυψη της κακοποίησης, ένα είδος ομερτά;

«Πράγματι, ομερτά! Η λέξη το εκφράζει απολύτως. Ομερτά, γιατί αν κατηγορήσεις αυτόν που διέπραξε το έγκλημα, κατηγορείς και τα καθολικά σχολεία, τις καθολικές κοινότητες, την κοινωνική τάξη που κάλυψε τα εγκλήματα, που σιώπησε, που έδωσε καταφύγιο στους θύτες, την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουμε και εμείς. Αυτή η σιωπή ήταν που με ενδιέφερε. Εμπνεύστηκα την ιστορία του μυθιστορήματος από ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο όταν το κατήγγειλαν συνειδητοποίησα πόσο κοντά μου είχε συμβεί και ότι κανένας δεν είχε μιλήσει ποτέ».

Στο βιβλίο δεν υπάρχουν φανερές περιγραφές και σκηνές κακοποίησης των παιδιών. Αντιθέτως η σιωπή είναι πάντα παρούσα.

«Ναι, γιατί όλα συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες και ήθελα ο αναγνώστης να συμμετάσχει σ’ αυτή τη σιωπή, να αποφασίσει εκείνος τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες, να φανταστεί το τέρας, να το περικυκλώνει χωρίς να γνωρίζει το μέγεθός του, ούτε μέχρι πού μπορεί να φτάσει».

Το γεγονός ότι οι θύτες, αυτοί που κακοποιούν τα παιδιά, είναι ιερείς προκαλεί ακόμη μεγαλύτερο φόβο, δεν νομίζετε;

«Μου είναι δύσκολο να αποφασίσω αν ο Σεμπαστιάν (σ.σ.: ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος) είναι θύμα ή θύτης. Είναι ένα ζήτημα που με ενδιαφέρει και το διερευνώ στα βιβλία μου: το ανθρώπινο στοιχείο στα τέρατα. Το πώς άνθρωποι αθώοι, κανονικοί, μεταμορφώνονται σε τέρατα, σε δαίμονες. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το Κακό πέφτει από τον ουρανό, ότι οι κακοί έρχονται από άλλον πλανήτη, ότι είναι ψυχοπαθείς. Μας βολεύει αυτή η ερμηνεία γιατί είναι πολύ δύσκολο να δεχθούμε ότι εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε τα τέρατα».

Είναι ένα ζήτημα που με ενδιαφέρει και το διερευνώ στα βιβλία μου: το ανθρώπινο στοιχείο στα τέρατα. Το πώς άνθρωποι αθώοι, κανονικοί, μεταμορφώνονται σε δαίμονες

Με ποιον τρόπο;

«Τα τέρατα δημιουργούνται από ανάγκες που όλοι έχουμε. Τα παιδιά, οι ήρωες του βιβλίου, προσχωρούν στη συγκεκριμένη θρησκευτική αδελφότητα γιατί έχουν ανάγκη να αγαπήσουν και να νιώσουν ότι τα αγαπούν. Τα παιδιά έρχονται στην Εκκλησία γιατί αναζητούν έναν πατέρα, έναν οδηγό. Και γι’ αυτό όσα τους συμβαίνουν μου φαίνονται πολύ πιο ανησυχητικά, πιο ανατριχιαστικά από το σκληρότερο κινηματογραφικό θρίλερ. Γιατί είναι αληθινά».

Σήμερα η Εκκλησία εξακολουθεί να έχει μεγάλη ισχύ στο Περού;

«Σε όλη τη Λατινική Αμερική η Καθολική Εκκλησία χάνει έδαφος, το οποίο όμως κερδίζουν οι Ευαγγελικοί. Γι’ αυτό εξελέγη και λατινοαμερικανός Πάπας, για να αντισταθμίσει την αυξανόμενη ισχύ των Ευαγγελικών. Στην Ευρώπη οι άνθρωποι απομακρύνονται από την Εκκλησία, γίνονται άθεοι, στη Λατινική Αμερική όμως παραμένουν θρησκευόμενοι, αλλά αλλάζουν θρησκεία. Στην ουσία κάθε θρησκεία είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσουμε τον θάνατο, το τι υπάρχει μετά, και ταυτόχρονα και ένας τρόπος να αποκτήσουμε, να ενταχθούμε σε μια οικογένεια. Στην περίπτωση της αδελφότητας του μυθιστορήματος πρόκειται για μια αντίδραση στον Ψυχρό Πόλεμο εντός της Καθολικής Εκκλησίας τη δεκαετία του 1990. Στη Λατινική Αμερική αναπτύχθηκε η Θεολογία της Απελευθέρωσης, ένα κίνημα που πρότεινε μια μαρξιστική ανάγνωση της Βίβλου. Ως αντίδραση δημιουργήθηκε ένα υπερσυντηρητικό ρεύμα για να πατάξει τον εσωτερικό εχθρό, τον εχθρό εντός της Εκκλησίας. Το ρεύμα αυτό στόχευε στη διάπλαση παιδιών με στρατιωτική πειθαρχία, χρησιμοποιούσε φράσεις της ισπανικής Φάλαγγας του Πρίμο ντε Ριβέρα, ήθελε να συγκροτήσει μια φάλαγγα που θα γλίτωνε την Εκκλησία από τον κομμουνισμό και θα έσωζε τον κόσμο».

«Στη Λατινική Αμερική οι πολίτες είναι εξοργισμένοι με τη δημοκρατία»

Πώς ήταν η δική σας εμπειρία ως μαθητή σε καθολικό σχολείο;

«Στο σχολείο μου υπήρχε ένας παπάς, ο πατήρ Χάιμε, για τον οποίο δεν έμαθα ποτέ ότι προχώρησε πέραν του ότι μας άγγιζε, μας κάθιζε στα γόνατά του. Θυμάμαι ακόμη τη μυρωδιά της αναπνοής του».

Οι γονείς σας το γνώριζαν;

«Δεν το είχα θεωρήσει σημαντικό για να τους το αναφέρω. Ολοι όμως το ήξεραν. Και όταν έρχονταν οι παπάδες και μας μιλούσαν για τα κακά του σεξ και του αυνανισμού και εμείς οι μαθητές τους ρωτούσαμε «και με τον πατέρα Χάιμε, τι γίνεται, που μας αγγίζει κάθε τόσο;», απαντούσαν «Α, ο καημένος έχει γεράσει πολύ και έχει χάσει τα μυαλά του». Πολλά χρόνια αργότερα ανέφερα αυτή την ιστορία σε ένα άρθρο μου σε ένα περιοδικό και η αντίδραση των συμμαθητών μου ήταν οξύτατη. Για χρόνια κάναμε πλάκα με το θέμα, όταν όμως το έγραψα – ο πατήρ Χάιμε είχε εν τω μεταξύ πεθάνει – υπέστην άγριο λιντσάρισμα στο Διαδίκτυο. Οι συμμαθητές μου δεν δέχονταν ότι αμφισβητούσα την υποτιθέμενη τέλεια παιδική ηλικία και την εφηβεία μας».

Και στο νέο σας βιβλίο, οι ήρωες είναι έφηβοι. Εχετε ιδιαίτερη αδυναμία στην εφηβεία. Γιατί;

«Γιατί όλα στην εφηβεία είναι πιο έντονα. Οι έφηβοι τα ζουν όλα πιο έντονα, με ανεξέλεγκτο πάθος και το στοιχείο αυτό με ενδιαφέρει. Οπως με ενδιαφέρει και η αρρενωπότητα και γράφω συχνά γι’ αυτήν. Μεγάλωσα σε μια πολύ «μάτσο» κοινωνία και πιστεύω ότι αυτό το χαρακτηριστικό, το «machismo», είναι εξίσου κακό και για τις γυναίκες και για τους άνδρες, γιατί τους υποχρεώνει να γίνουν ένα είδος ανδρών που δεν θέλουν. Και η διαδικασία αυτή για τα αγόρια διαμορφώνεται στην εφηβεία. Με αυτήν τη διαδικασία συνδέεται και το θέμα στο οποίο επιστρέφω πάντα: η αναζήτηση του πατέρα, το πώς ένας έφηβος γίνεται ενήλικος, γίνεται άνδρας χωρίς να γνωρίζει το πώς, γιατί πιθανώς το πρότυπό του είναι ένας πατέρας βίαιος ή αδύναμος».

Η δική σας εφηβεία πώς ήταν;

«Μια κόλαση. Συνέπεσε με πολύ δύσκολα χρόνια για το Περού και για την οικογένειά μου, η οποία, όντας αριστερή, είδε με την κατάρρευση του κομμουνισμού να καταρρέουν όλα όσα και εκείνη πίστευε. Μεγάλωσα σε μια χώρα με πολλή βία, σε μια οικογένεια δυστυχισμένη εξαιτίας της ματαίωσης που βίωσε. Ολα αυτά τα σκοτεινά σημεία της ζωής μου τα φέρω εντός μου».

Και τα αποτυπώνετε και στο νέο βιβλίο σας, το οποίο όμως, όπως και τα προηγούμενα, δεν αφήνει στον αναγνώστη ένα αίσθημα απαισιοδοξίας.

«Αυτό συμβαίνει επειδή έρχομαι από την κόλαση. Και η κόλαση που έζησα ως έφηβος, έχει βελτιωθεί. Αν λοιπόν βελτιώθηκε εκείνη η κόλαση, τότε, νομίζω, όλα μπορούν να βελτιωθούν. Οταν έχεις υποφέρει, εκτιμάς περισσότερο τους λόγους για τους οποίους είσαι ευτυχής».

 

Στο Μεξικό η μεγάλη αλυσίδα βιβλιοπωλείων Sanborn’s αρνήθηκε να πουλήσει το βιβλίο σας, γεγονός που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, Τι ακριβώς συνέβη;

«Στο Μεξικό η συγκεκριμένη αλυσίδα αρνήθηκε να το πουλήσει, όμως μετά την επιμονή χιλιάδων αναγνωστών ανακάλεσε την απόφασή της και έβαλε το βιβλίο στις προθήκες της μαζί με άλλα 42 βιβλία του ίδιου εκδοτικού οίκου, τα οποία επίσης είχε αρνηθεί να πωλεί επειδή και εκείνα έθιγαν «επικίνδυνα» θέματα. Στο Περού, στην πρόσφατη περιοδεία για την προώθηση του βιβλίου, στη διάρκεια υπογραφής αντιτύπων, κάποιοι μου επιτέθηκαν και οι διοργανωτές της εκδήλωσης αναγκάστηκαν να με φυγαδεύσουν. Αυτό όμως ίσως να είναι και ένδειξη επιτυχίας, ότι γίνεται συζήτηση για δύσκολα ζητήματα που αφορούν όχι μόνο το Περού αλλά όλη τη Λατινική Αμερική. Είναι ενδιαφέρον, γιατί παρά αυτά τα επεισόδια τα βιβλία καταφέρνουν και βρίσκουν τους αναγνώστες τους και προκαλούν συζητήσεις».

Ζείτε στην Ισπανία αλλά ταξιδεύετε συχνά στη Λατινική Αμερική, στο Περού και στο Μεξικό, όπου έχετε περάσει μέρος της παιδικής σας ηλικίας. Πώς είναι τα πράγματα στη Λατινική Αμερική τώρα;

«Η πανδημία του κορωνοϊού υπήρξε καταστροφική για τη Λατινική Αμερική. Μετά από 30 χρόνια δημοκρατίας και φιλελευθερισμού, το ήμισυ του πληθυσμού δεν διαθέτει ψυγείο ούτε τραπεζικό λογαριασμό. Και υπάρχει πολλή οργή. Στο Περού οι πολίτες είναι εξοργισμένοι με τη δημοκρατία – νομίζω ότι είναι μια προειδοποίηση προς όλον τον κόσμο όταν οι πολίτες εξοργίζονται με τη δημοκρατία. Και δεν συμβαίνει μόνο στο Περού, αλλά και στην Κολομβία, στο Μεξικό και στη Χιλή. Με τη διαφορά ότι η Χιλή διαθέτει ένα πολιτικό σύστημα με εδραιωμένη δημοκρατία και θα μπορέσει να απορροφήσει αυτούς τους κραδασμούς. Ομως το Περού… ούτε κατά διάνοια! Το Περού τελεί σε αναρχία, η κυβέρνηση απομάκρυνε 56 υπουργούς σε δέκα μήνες. Κάθε δέκα μέρες φεύγει και ένας υπουργός. Ο υπουργός Υγείας απομακρύνθηκε γιατί πουλούσε ψευτοφάρμακα, «μαντζούνια», ένας άλλος γιατί πυροβολούσε μεθυσμένος σε μια στάση λεωφορείου. Οι Περουβιανοί είναι εξαγριωμένοι με τους πολιτικούς, αλλά επιλέγουν τους χειρότερους. Ξέρετε, το 50% των Περουβιανών δεν πιστεύει ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο σύστημα διακυβέρνησης».

Και τι θα προτιμούσαν στη θέση της; Δικτατορία;

«Εναν caudillo! (σ.σ.: στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης, όρος ταυτισμένος στην Ισπανία με τον δικτάτορα Φράνκο). Κάποιον που θα έλυνε τα προβλήματα, θα έβαζε τάξη. Πολλοί Περουβιανοί μού λένε ότι δεν είμαστε ικανοί να ζήσουμε σε δημοκρατία. Αν μπορούσαμε, τόσο το καλύτερο, αλλά δεν μπορούμε. Με την απαξίωση λοιπόν των πολιτικών στρέφονται σε άλλα μοντέλα, στον απολυταρχισμό, προκειμένου να γεμίσουν τα κενά της εξουσίας. Το βλέπουμε και στην Ευρώπη με την Ακροδεξιά, στη Ρωσία του Πούτιν, στις ΗΠΑ του Τραμπ».