Με τη δημόσια διαβούλευση για το σχέδιο νέου νόμου-πλαισίου των ΑΕΙ να λήγει σήμερα, το υπουργείο Παιδείας έχει να αντιμετωπίσει το επόμενο χρονικό διάστημα την αντίδραση της μεγάλης πλειοψηφίας των διοικήσεων των πανεπιστημίων στο νέο μοντέλο διοίκησής τους αλλά και τη… συναίνεση της αντιπολίτευσης στο αίτημα για τη μη ψήφιση των διατάξεων που αλλάζουν τη διαδικασία των πρυτανικών εκλογών. Βέβαια, το νέο μοντέλο διοίκησης των ΑΕΙ προκαλεί συζητήσεις επισκιάζοντας τις υπόλοιπες διατάξεις ενός νόμου που σε μεγάλο βαθμό φέρνει στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας ενδιαφέρουσες αλλαγές. Παράλληλα όμως, στα σχολεία, η κυβέρνηση προχωράει σε προσλήψεις μόνιμων δασκάλων και καθηγητών και προετοιμάζεται για την επόμενη σχολική χρονιά. Για όλα τα παραπάνω, η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως εμπιστεύεται στο «Βήμα» τις σκέψεις της.

Το νέο εξεταστικό σας σύστημα εφαρμόστηκε φέτος για δεύτερη φορά. Λειτούργησε; Βέβαια, αν ο στόχος του ήταν ο περιορισμός των εισακτέων στα ΑΕΙ, φέτος είχαμε πράγματι μειωμένους αριθμούς.

«Είναι η δεύτερη χρονιά εφαρμογής της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ). Θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα σύστημα που στοχεύει στη δημιουργία πραγματικών προοπτικών για τους νέους μας. Ξέρετε ότι τα προηγούμενα χρόνια μπορούσε κάποιος να εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο με βαθμολογία 1 στα 20. Αυτό ήταν ένα καθεστώς στρέβλωσης, από κάθε άποψη. Το νέο σύστημα πρώτα στοχεύει στον ίδιο τον φοιτητή, αφού μέλημά μας είναι να μπορέσει να φοιτήσει και να αποφοιτήσει από τη σχολή του, αλλά στοχεύει και στα πανεπιστήμια με την ποιοτική αναβάθμιση των σπουδών τους και τελικά σε όλη την κοινωνία και τους φορολογουμένους. Στόχος μας είναι η βέλτιστη αξιοποίηση των χρημάτων τους προς όφελος των νέων και της ποιοτικής εκπαίδευσής τους. Και πράγματι λειτούργησε η ΕΒΕ και εισήχθησαν στα ΑΕΙ υποψήφιοι που πληρούν ελάχιστες ακαδημαϊκές προϋποθέσεις».

Το αίτημα για ένα εξεταστικό σύστημα πρέπει να είναι όσο πιο δίκαιο γίνεται για τους διαγωνιζομένους και να καλύπτει όλες τις βαθμολογικές κλίμακες. Οι πολλοί αριστούχοι ή οι πολλοί αποτυχόντες είναι εικόνες εξεταστικών συστημάτων αποτυχημένων. Συμφωνείτε;

«Το εξεταστικό σύστημα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να είναι δίκαιο, αξιοκρατικό και αδιάβλητο, προϋποθέσεις που πιστεύω ότι το νυν σύστημα πληροί. Αν επιδέχεται βελτιώσεις; Ασφαλώς, και κάνουμε παρεμβάσεις σε αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, επιπλέον της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής που ισχύει από πέρυσι, φέτος για πρώτη χρονιά έχουμε και τον ορισμό συντελεστών βαρύτητας των πανελλαδικώς εξεταζόμενων μαθημάτων από τα ίδια τα πανεπιστήμια – ενώ ήδη από πέρυσι ορίζουν τον συντελεστή της ΕΒΕ για κάθε σχολή και τμήμα. Ετσι, τα ίδια τα πανεπιστήμια αποκτούν για πρώτη φορά λόγο στα κριτήρια εισαγωγής των υποψηφίων. Οπως γίνεται διεθνώς. Και δεν αποφασίζει πλέον ο εκάστοτε υπουργός για βάσεις και συντελεστές».

Τι λέτε σήμερα για τον χώρο της Παιδείας; Ποιο κομμάτι της ήταν το πιο απαιτητικό και ποιο σάς δυσκόλεψε πιο πολύ το προηγούμενο χρονικό διάστημα;

«Αδιαμφισβήτητα, από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν η πανδημία, η οποία είχε σημαντικές επιπτώσεις στην εκπαίδευση, ωστόσο, με τη συνεργασία σύσσωμης της εκπαιδευτικής κοινότητας και παρά τις δυσκολίες, καταφέραμε όλοι μαζί να διατηρηθεί ζωντανή η μαθησιακή διαδικασία και ταυτόχρονα να κάνουμε ένα άλμα στον ψηφιακό μετασχηματισμό της εκπαίδευσης».

Και τι σας ικανοποίησε περισσότερο;

«Εκείνο που με χαροποιεί ιδιαιτέρως είναι η επαφή με τους πολύτιμους αποδέκτες των εκπαιδευτικών υπηρεσιών: με τα ίδια τα παιδιά μας, τους μαθητές, καταρτιζομένους, φοιτητές. Με ικανοποιεί ιδιαίτερα να συζητώ μαζί τους, να ακούω τα όνειρα και τις ανησυχίες τους, την κριτική τους και τις προτάσεις τους, να βλέπω μέσα από τα δικά τους τα μάτια πώς γίνονται πράξη όσα είχαμε οραματιστεί. Προχθές επισκέφθηκα ένα νηπιαγωγείο σε χωριό της Αργολίδας και οι μαθητές τραγουδούσαν στα αγγλικά – μέχρι πέρυσι τα παιδιά του νηπιαγωγείου δεν έκαναν καθόλου αγγλικά».

Διορισμοί στα σχολεία την επόμενη χρονιά; Και πού ακριβώς;

«Η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό της εκπαίδευσης αποτελεί προτεραιότητά μας, σε συνεργασία με τα υπουργεία Εσωτερικών και Οικονομικών. Μετά από 12 χρόνια κατά τα οποία δεν πραγματοποιήθηκαν καθόλου διορισμοί στα σχολεία, θα έχουμε ολοκληρώσει σε μία διετία σχεδόν 25.000 διορισμούς. Το 2020 υλοποιήσαμε 4.500 μόνιμους διορισμούς στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση, τους πρώτους στην ιστορία της χώρας. Την επόμενη χρονιά, και παρότι είχαμε εξαγγείλει 5.250 διορισμούς, κατορθώσαμε τελικά, σημειωτέον εν μέσω πανδημίας, να προβούμε σε υπερδιπλάσιους, 11.700 στη γενική εκπαίδευση, τους πρώτους μετά από 12 χρόνια, φτάνοντας συνολικά τους 16.200. Και τώρα, δρομολογούμε πάνω από 8.500 διορισμούς εκπαιδευτικών που θα μπουν στα σχολεία μας τον Σεπτέμβριο, σε σχολεία Πρωτοβάθμιας, Δευτεροβάθμιας και Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης».

Η αξιολόγηση είναι ένα πολύτιμο εργαλείο που εφαρμόζεται σε πολλές χώρες εδώ και δεκαετίες με στόχο τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, και αυτό πλέον είναι νομίζω κάτι που αναγνωρίζεται

Λειτούργησε η αξιολόγηση στα σχολεία όπως τη σχεδιάσατε;

«Σίγουρα υπήρξαν δυσκολίες. Στη χώρα μας, που δεν είχε κουλτούρα αξιολόγησης στην εκπαίδευση, ήταν μείζονος σημασίας να κατακτηθεί η εμπιστοσύνη στην αξία του συστήματος αυτού – και πιστεύω ότι είναι κάτι που πετύχαμε. Παρά τις Κασσάνδρες, τις αλλεπάλληλες δικαστικές διαμάχες και τις απόπειρες των συνδικαλιστικών ηγεσιών να παρακάμψουν τον νόμο, αυτός εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο 99,2%, το σύνολο σχεδόν, των σχολείων της χώρας, με στόχο την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου. Η αξιολόγηση είναι ένα πολύτιμο εργαλείο που εφαρμόζεται σε πολλές χώρες εδώ και δεκαετίες με στόχο τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, και αυτό πλέον είναι νομίζω κάτι που αναγνωρίζεται».

Γιατί δεν έγινε φέτος μια γενναία χωροταξική αναδιάρθρωση των ΑΕΙ; Χρειάζεται για παράδειγμα η πρωτεύουσα τόσο πολλά ανώτατα ιδρύματα; Ξέρω βέβαια ότι ζητήθηκε η γνώμη των ΑΕΙ (που δεν δόθηκε επ’ αυτού). Κρίνετε ότι κάτι τέτοιο πρέπει να γίνει την επόμενη χρονιά;

«Εχουν ανασταλεί ή καταργηθεί περισσότερα από 50 πανεπιστημιακά τμήματα: πολλά που συστάθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση ακόμα και με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής, η τέταρτη Νομική, τμήματα με χαμηλή απορρόφηση στην αγορά εργασίας και με χαμηλό ρυθμό αποφοίτησης. Συνεχίζουμε την προσπάθεια εξυγίανσης του ακαδημαϊκού χάρτη λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα αποτελέσματα της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, τις τυχόν προτάσεις των πανεπιστημίων και μελέτες της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), που αποτυπώνουν και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας».

Και στο θέμα των ημερών: κατεβάζετε έναν νέο νόμο για τα ΑΕΙ με ένα νέο μοντέλο διοίκησης και διατάξεις που φιλοδοξείτε να έχουν διάρκεια και να εφαρμοστούν. Ωστόσο συναίνεση σε αυτή τη φάση δεν υπάρχει (σίγουρα όχι στο Κοινοβούλιο, αλλά ούτε και στα ΑΕΙ). Πώς θα εξασφαλιστεί έτσι αυτή η πολιτική συνέχεια;

«Δεν συμφωνώ με την εκτίμησή σας – όπως αποτυπώνεται σε πρόσφατες ανακοινώσεις, και δη σε αυτήν της Συνόδου των Πρυτάνεων, υπάρχει σύμπνοια στη μεγάλη πλειονότητα των διατάξεων του νομοσχεδίου, και οπωσδήποτε στα ακαδημαϊκά και ερευνητικά θέματα. Το σημείο στο οποίο εκφράζονται διαφορετικές απόψεις είναι βασικά το μοντέλο διοίκησης».

Πράγματι. Ωστόσο είναι ένα σημαντικό κομμάτι, καθώς οι διοικήσεις των ΑΕΙ θα κληθούν να εφαρμόσουν όλες τις άλλες διατάξεις του νέου νόμου. Οι κύριες αντιδράσεις που εκφράζονται στο νέο μοντέλο διοίκησης των ΑΕΙ είναι δύο: οι υπερεξουσίες στο πρόσωπο του πρύτανη και η έλλειψη θεσμικών αντιβάρων, καθώς τα νέα Συμβούλια Διοίκησης δεν θα ελέγχονται από κανέναν. Προτού σπεύσετε να μου απαντήσετε ότι τα μέλη των Συμβουλίων θα μπορούν να παύουν τον πρύτανη, πείτε μου ποιες διατάξεις του νόμου αποτρέπουν την πιθανότητα οι υποψήφιοι πρυτάνεις να έχουν ελέγξει εκ των προτέρων τα εσωτερικά μέλη τους έτσι ώστε κάτι τέτοιο (η παύση τους) να μη συμβεί ποτέ;

«Το προτεινόμενο σχήμα διασφαλίζει τον έλεγχο του πρύτανη με τους ακόλουθους τρόπους. Πρώτον, με μηχανισμούς ελέγχου και θεσμικά αντίβαρα εντός του ίδιου του Συμβουλίου Διοίκησης. Και συγκεκριμένα τα απαριθμώ: α) το σύστημα ταξινομικής ψήφου και περιορισμένης σταυροδοσίας στην ανάδειξη εσωτερικών μελών του Συμβουλίου Διοίκησης διασφαλίζει ένα πλουραλιστικό και αξιοκρατικό όργανο, β) το σύστημα ορίου εκπροσώπησης ανά Σχολή στην ανάδειξη των εσωτερικών μελών του Συμβουλίου Διοίκησης ενισχύει περαιτέρω τον πλουραλισμό απόψεων, γ) συμμετοχή 5 εξωτερικών μελών στο Συμβούλιο Διοίκησης του ΑΕΙ επιλεγμένων με αυξημένη πλειοψηφία προσφέρει εξωστρέφεια και περαιτέρω φίλτρα ελέγχου, δ) η εκλογή του πρύτανη γίνεται από το Συμβούλιο Διοίκησης με αυξημένες πλειοψηφίες, ε) η εκλογή του πρύτανη πραγματοποιείται κατόπιν αξιολόγησης της πρότασης που υποβάλλουν οι υποψήφιοι για την ανάπτυξη του ΑΕΙ και όχι αυθαίρετα, άρα βάσει ποιοτικών κριτηρίων, στ) το Συμβούλιο Διοίκησης διαθέτει τη δυνατότητα να παύσει τον πρύτανη σε περίπτωση σπουδαίου λόγου με αυξημένη πλειοψηφία. Δεύτερον, με μηχανισμούς ελέγχου εκτός του Συμβουλίου Διοίκησης, μέσω του συστήματος ελέγχου της νέας Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου. Το προτεινόμενο μοντέλο διοίκησης ευθυγραμμίζει το πανεπιστημιακό μοντέλο διοίκησης με διεθνείς καλές πρακτικές, καθώς πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού διαθέτουν δομή με συλλογικό ανώτατο όργανο διοίκησης αντίστοιχο του Συμβουλίου Διοίκησης, στο οποίο είναι μέλος και ο πρύτανης».

Το προτεινόμενο μοντέλο διοίκησης ευθυγραμμίζει το πανεπιστημιακό μοντέλο διοίκησης με διεθνείς καλές πρακτικές

Συζητάτε αλλαγές στα άρθρα που αφορούν τη διοίκηση στα ΑΕΙ; Γιατί υποθέτω γι’ αυτό γίνεται η δημόσια διαβούλευση για το θέμα.

«Το στάδιο της διαβούλευσης είναι πολύτιμο γιατί σε αυτό μπορούν να προκύψουν χρήσιμες ιδέες που επιφέρουν βελτιώσεις, αλλά και γιατί επικοινωνείται σε μεγαλύτερο βάθος και γίνεται πιο αντιληπτή η στοχοθεσία του νομοσχεδίου. Το σχέδιό μας έχει προέλθει έπειτα από μακρά μελέτη και συνέργειες. Λαμβάνουμε υπόψη όλα τα σχόλια και ήδη επιφέρουμε τροποποιήσεις επί τα βελτίω».

Χρηματοδότηση με διαφάνεια, δίκαια και αξιοκρατικά

Δεν πρέπει να εξαλειφθεί κάποτε ο παρεμβατισμός του κράτους στα ΑΕΙ; Γιατί έχω την εντύπωση ότι οι εκάστοτε υπουργοί Παιδείας εδώ και δεκαετίες τα αντιμετωπίζουν ως τα ανώριμα παιδιά τους…

«Μία από τις μεγαλύτερες παθογένειες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ήταν ανέκαθεν ο συγκεντρωτισμός του. Για αυτόν τον λόγο έχουμε προχωρήσει σε σημαντικά βήματα αποκέντρωσης και στα σχολεία και στα ΑΕΙ. Για παράδειγμα, για πολλές δεκαετίες το τι χρήματα έπαιρνε κάθε ΑΕΙ ήταν αυθαίρετη απόφαση του εκάστοτε υπουργού δίχως δεσμευτικά κριτήρια! Πλέον, η κατανομή της χρηματοδότησης γίνεται στη βάση αντικειμενικών και ποιοτικών και αξιολογικών κριτηρίων του κάθε ΑΕΙ, με διαφάνεια, δίκαια και αξιοκρατικά. Και με το νομοσχέδιο αυτό κάνουμε επιπλέον βήματα στην κατεύθυνση της αποκέντρωσης. Για παράδειγμα, η ίδρυση προγραμμάτων σπουδών πρώτου, δεύτερου και τρίτου κύκλου σπουδών, η ίδρυση Κέντρων Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης, η ίδρυση πανεπιστημιακού Κέντρου Ερευνας και Καινοτομίας, η ίδρυση ερευνητικών ινστιτούτων, ο καθορισμός ζητημάτων σχετικά με την παροχή υπηρεσιών από τα πανεπιστημιακά εργαστήρια είναι μόνο μερικές από τις αρμοδιότητες που μεταφέρονται προς τα ΑΕΙ για πρώτη φορά και δεν θα απαιτείται πλέον καμία εμπλοκή του υπουργείου Παιδείας».