Τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιουνίου 1972 πέντε διαρρήκτες ντυμένοι με κοστούμια συνελήφθησαν από τρεις αστυνομικούς μεταμφιεσμένους σε χίπηδες στα κεντρικά γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος (DNC) στο κτίριο Γουότεργκεϊτ της Ουάσιγκτον. «Διάρρηξη τρίτης κατηγορίας» αποφάνθηκε ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Ρον Ζίγκλερ, ωστόσο το οπερετικό σκηνικό δεν ήταν ούτε πράξη εκκεντρικών φαρσέρ ούτε έργο μοναχικών λύκων για προσωπικό οικονομικό όφελος. Οταν όλες οι ψηφίδες μπήκαν στη θέση τους, οι Τζέιμς Μακ Κορντ, Φρανκ Στέρτζις, Μπέρναρντ Μπάρκερ, Εουχένιο Μαρτίνες, Βιρχίλιο Γκονσάλες αποδείχθηκαν η κορυφή του παγόβουνου ενός ολόκληρου μηχανισμού προπαγάνδας, λασπολογίας, υποκλοπών και υπονόμευσης πολιτικών αντιπάλων υπό τις ευλογίες του Λευκού Οίκου. Πενήντα χρόνια μετά το πολυδαίδαλο πολιτικό σκάνδαλο που οδήγησε στην παραίτηση τον 37ο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρίτσαρντ Νίξον, ο Γκάρετ Γκραφ σε μια νέα μνημειώδη ιστορία που κυκλοφόρησε στην Ευρώπη τέλη Μαρτίου με τίτλο «Watergate. A New History» (εκδ. Avid Reader Press) παρατηρεί ότι ήταν αποτέλεσμα δύο συνωμοσιών: μιας προμελετημένης, εκείνης των «βρώμικων κόλπων» του Νίξον που εκφράστηκαν με τη διάρρηξη, και μιας ενστικτώδους που επιδίωξε να κουκουλώσει την αποτυχία της προηγούμενης.

Κυνικός, μικροπρεπής, μυστικοπαθής, εμμονικός, εκδικητικός, ο Νίξον αρίστευε στο να ανακαλύπτει αρνητικά στοιχεία ακόμα και στις πιο ευχάριστες στιγμές του: μετά τον γάμο της κόρης του στον Λευκό Οίκο το 1971 δυσανασχετούσε για την τηλεοπτική κάλυψη: «Αν επρόκειτο για τους Κένεντι, θα το έδειχναν σε επανάληψη κάθε βράδυ για τρεις εβδομάδες» έλεγε στον προσωπάρχη του, Μπομπ Χάλντεμαν. Η εμμονή με τους Κένεντι ήταν ενδεικτική της μνησικακίας ενός πληβείου της αμερικανικής πολιτικής για τους πατρικίους της. Εχοντας εισέλθει στο πάνθεόν της χωρίς την ώθηση της μεγάλης οικογενειακής περιουσίας ή της έτοιμης εκλογικής βάσης, πορεύθηκε σε όλη του τη σταδιοδρομία με ένα αίσθημα κατωτερότητας έναντι του κατεστημένου της Ουάσιγκτον και τη διαρκή αίσθηση μιας φανταστικής αδικίας από τους πάντες – συμμάχους, αντιπάλους, δημοσιογράφους. Αντιπρόεδρος του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ σε ηλικία μόλις 40 ετών το 1953, ηττήθηκε από τον Τζον Κένεντι το 1960, θεωρήθηκε οριστικά παρελθόν, για να αναστηθεί αναπάντεχα οκτώ χρόνια αργότερα. Συγκεντρωτικός στο έπακρο, συγκρότησε μετά την πρώτη εκλογή του, το 1968, ένα αδύναμο υπουργικό συμβούλιο αναθέτοντας την πραγματική εξουσία στους λεγόμενους «γερμανικούς ποιμενικούς» (τον προσωπάρχη Μπομπ Χάλντεμαν, τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας Χένρι Κίσινγκερ, τον σύμβουλο επί των εσωτερικών Τζον Ερλιχμαν) και έναν στενό κύκλο κατώτερων συνεργατών (Τζεμπ Μαγκρούντερ, Τζον Ντιν, Τσαρλς Κόλσον, Τζακ Κόλφιλντ), των οποίων τις συχνές διενέξεις διαιτήτευε ο ίδιος.

Οι «υδραυλικοί»

Ο Λευκός Οίκος του Ρίτσαρντ Νίξον ήταν ένα χαοτικό τοπίο θεσμικών και εξωθεσμικών οργάνων στην υπηρεσία των ευμετάβολων διαθέσεων του προέδρου. Στο κρυφό οργανόγραμμά του συνυπήρχαν άλλοτε εν γνώσει τους, άλλοτε όχι, επιτείνοντας τη σύγχυση που προξενούσε η αλληλεπικάλυψή τους. Το να μετέρχεται ένας πολιτικός παρόμοιες πρακτικές δεν ήταν πρωτοφανές. Πρωτόγνωρο ήταν το γεγονός ότι ο Νίξον εγκατέστησε τον σκιώδη μηχανισμό μέσα στον ίδιο τον Λευκό Οίκο, υπό την επίβλεψη άμεσων υφισταμένων του. Ετσι, γράφει ο Γκάρετ Γκραφ, «στέρησε από τον εαυτό του τη δυνατότητα της ευλογοφανούς άρνησης που προστάτευε τους προκατόχους του». Συνέπεια της εμμονής του με τις διαρροές, η σύσταση της ομάδας των διαβόητων «υδραυλικών» (επισήμως, «Ειδική Ομάδα Ερευνας») προέκυψε το καλοκαίρι του 1971. Εν όψει των επερχόμενων εκλογών του 1972, οι οποίες τότε δεν έμοιαζαν παιχνιδάκι, καθώς ο Νίξον είχε κερδίσει το 1968 με διαφορά μόλις 500.000 ψήφων, ο Τζον Ερλιχμαν πρότεινε τη συγκρότηση ενός άτυπου φορέα για την καταπολέμηση των εσωτερικών διαρροών και την υπονόμευση των εξωτερικών αντιπάλων. Τον Ιανουάριο του 1972 ο πρώην πράκτορας του FBI, δικηγόρος, στέλεχος της επιτροπής επανεκλογής του προέδρου και εξέχων «υδραυλικός» Τζορτζ Γκόρντον Λίντι, παρουσίασε στον υπουργό Δικαιοσύνης και επικεφαλής της εκλογικής επιτροπής του Νίξον, Τζον Μίτσελ, ένα φαντασμαγορικό σχέδιο που προέβλεπε διαρρήξεις στα γραφεία των πιθανών υποψηφίων για το χρίσμα των Δημοκρατικών, την επάνδρωση ενός αεροπλάνου που θα ακολουθούσε εκείνο του Δημοκρατικού υποψηφίου υποκλέπτοντας τις συνομιλίες του στον αέρα, την πρόσληψη πορνών που θα ξελόγιαζαν σημαίνοντα ονόματα του κόμματος για να τους αποσπάσουν πληροφορίες και μιας ομάδας τεχνικών που θα σαμποτάριζαν τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς τα κλιματιστικά του συνεδριακού χώρου των Δημοκρατικών στο Μαϊάμι εξαναγκάζοντας τα χιλιάδες μέλη του να παρακολουθούν κάθιδρα την αναγόρευση του υποψηφίου. Η εκ των υστέρων ανάγνωση της λίστας επιβεβαιώνει την ακαταλληλότητά τους για το εγχείρημα. Παρ’ όλα αυτά, ο Μίτσελ παρατήρησε απλώς ότι το 1 εκατ. δολάρια που θα απαιτούσαν όλα αυτά ήταν υπερβολικό και κάλεσε τον Λίντι να επανέλθει με ένα πιο ρεαλιστικό πλάνο.

Ως σήμερα κανένας δεν γνωρίζει από ποιον εγκρίθηκε το πλάνο και ποιος ακριβώς έδωσε την εντολή στους πέντε «υδραυλικούς» να τοποθετήσουν κοριούς στα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος. Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, την άνοιξη του 1973, ο Νίξον πίστευε ακόμη ότι ήταν δουλειά του Μίτσελ. Ο Χάλντεμαν τού έλεγε ότι υποπτευόταν τον Κόλσον. Ο Κόλσον υποδείκνυε τον Χάλντεμαν και τον Ντιν. Εξίσου αναπάντητο παραμένει το «γιατί»: τη δεδομένη χρονική στιγμή η εκστρατεία των Δημοκρατικών είχε παραλύσει από εσωκομματικές διαμάχες, ο Τζορτζ Μαγκόβερν πάλευε ακόμη για το χρίσμα και ο 37ος πρόεδρος είχε αποκτήσει άνετη διαφορά που τον Νοέμβριο θα του χάριζε μια ανεπανάληπτη νίκη σε 49 Πολιτείες. Για τον Γκραφ η πιο πιθανή εξήγηση έχει και πάλι να κάνει με τις ανασφάλειές του: ο Νίξον φοβόταν μήπως οι Δημοκρατικοί σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν ως ύστατο όπλο τα όσα γνώριζαν για τη δική του παρασκηνιακή υπονόμευση των συνομιλιών που ο Τζόνσον οργάνωνε το 1968 μεταξύ Βόρειου και Νότιου Βιετνάμ προκειμένου να μην πιστωθεί πιθανή επιτυχία τους ο ανθυποψήφιός του, αντιπρόεδρος Χιούμπερτ Χάμφρεϊ.

Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου

Τη διάρρηξη ακολούθησε η συγκάλυψη. Ο Νίξον διερρήγνυε τα ιμάτιά του ότι αγνοούσε τις παρακρατικές δραστηριότητες ως τις 21 Μαρτίου 1973, όταν του τις εκμυστηρεύθηκε ο Τζον Ντιν. Στην πράξη γνώριζε τα πάντα από τις 20 Ιουνίου 1972, όταν συζήτησε με τον Μπομπ Χάλντεμαν το συμβάν και τις πιθανές συνέπειες. Ασυναγώνιστος πολιτικός επιζών, θα θυσίαζε στην πορεία τους Μίτσελ, Χάλντεμαν, Ερλιχμαν, Μαγκρούντερ, Ντιν, Κόλσον, Κόλφιλντ, θα ελισσόταν διορίζοντας έναν ανεξάρτητο εισαγγελέα, θα τον απέλυε, θα διόριζε έναν δεύτερο που θεωρούσε διαχειρίσιμο αλλά θα αποδεικνυόταν η νέμεσή του, θα επιχειρούσε μάταια να προσεταιριστεί έναν ακέραιο υπουργό Δικαιοσύνης, θα εκδίωκε με συνοπτικές διαδικασίες τον αντιπρόεδρο Σπάιρο Αγκνιου όταν εκείνος ενεπλάκη σε ανεξάρτητο σκάνδαλο απόσπασης πολιτικών δωρεών, θα γαντζωνόταν ως την τελευταία στιγμή από την ελάχιστη ελπίδα και από κάθε έπιπλο του Οβάλ Γραφείου.

Tη συγκάλυψη ακολούθησαν οι αποκαλύψεις. Ο Νίξον ίσως να είχε διασωθεί αν δεν είχε απέναντί του έναν ανεξάρτητο Τύπο στην καλύτερη στιγμή του ως πυλώνα της δημοκρατίας. Το εξαίρετο «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» (1976) του Αλαν Τζ. Πακούλα έχει εντυπώσει στο μυαλό όλων τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Ντάστιν Χόφμαν στους ρόλους των Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν ως ιδανικών ρεπόρτερ, όμως η «Washington Post» κάθε άλλο παρά μόνη ήταν στο δημοσιογραφικό τοπίο του σκανδάλου. Η επιμονή της εφημερίδας υπήρξε πράγματι αξιοθαύμαστη (περισσότερα από 200 άρθρα ως το τέλος του 1972), ωστόσο εξίσου σημαντική συμβολή στην ανάδειξη πολλαπλών πτυχών της υπόθεσης είχαν οι ερευνητικές ομάδες του περιοδικού «Time» και των «Los Angeles Times», ενώ καίρια ήταν και η δράση του Σίμουρ Χερς των «New York Times». (Οσο για το περίφημο «Βαθύ Λαρύγγι», ο Γκραφ υπενθυμίζει ότι ο υπ’ αριθμόν 2 του FBI, Μαρκ Φελτ, έγινε πληροφοριοδότης όχι για πατριωτικούς λόγους, αλλά εξαιτίας της φιλοδοξίας του να ανέλθει στην κορυφή υπονομεύοντας τον τότε διευθυντή, Πάτρικ Γκρέι, ενώ η κυβέρνηση, από την πλευρά της, υποπτευόταν την ταυτότητά του και τον ωθούσε προσεκτικά στο περιθώριο.) Η ενδελεχής ιχνηλάτηση των προσώπων, του πολιτικού χρήματος, των διασυνδέσεων μεταξύ φανερού και αφανούς μηχανισμού του Νίξον παρά το ότι άργησε να πείσει το κοινό για το μέγεθος του ζητήματος (ως τον Σεπτέμβριο του 1973 μόλις το 9% θεωρούσε την υπόθεση το σημαντικότερο πρόβλημα των ΗΠΑ, σε αντίθεση με το 42% που κατονόμαζε τον πληθωρισμό) σκιαγράφησε το περίγραμμα του σκανδάλου έως ότου η αποκάλυψη της ύπαρξης των μαγνητοφωνημένων συνομιλιών του προέδρου τού αφαίρεσε κάθε αξιοπιστία.

Είναι ειρωνεία της Ιστορίας ότι μια υπόθεση ψεύδους, λασπολογίας και υποκλοπών στράφηκε κατά του εμπνευστή της όταν αποδείχθηκε ότι τα ψεύδη και οι λασπολογίες υποκλέπτονταν άμα τη γενέσει τους. Πεπεισμένος από την παθολογική του έπαρση ότι στον Λευκό Οίκο γραφόταν καθημερινά ιστορία, αλλά τα δικά του επιτεύγματα θα τα καρπώνονταν ικανότεροι χειριστές των μέσων ενημέρωσης όπως ο Χένρι Κίσινγκερ, ο Νίξον εγκατέστησε ένα σύστημα καταγραφής ήχου φιλοδοξώντας να γράψει τα ακριβέστερα (και θριαμβευτικότερα) προεδρικά απομνημονεύματα της Ιστορίας. Γνωστό σε ελάχιστα πρόσωπα, το σύστημα συγκράτησε 3.432 ώρες συνομιλιών μεταξύ Φεβρουαρίου 1971 και Ιουλίου 1973. Οταν, μετά την επιμονή του Τύπου στη διαλεύκανση της υπόθεσης και την παραδοχή του Τζέιμς Μακ Κορντ στη δίκη του, τον Μάρτιο του 1973, ότι ενεργούσε υπό την εποπτεία υψηλότερων στελεχών, η Γερουσία συνέστησε εξεταστική επιτροπή για το Γουότεργκεϊτ, η κατάθεση του ανθρώπου που επέβλεψε την εγκατάσταση υπήρξε καθοριστική. Από τον Ιούνιο του 1973 ως τον Ιούλιο του 1974 η προεδρία έδωσε μια μάχη οπισθοφυλακών αρνούμενη να παραδώσει τις μαγνητοταινίες, δημοσιοποιώντας λογοκριμένες εκδοχές τους, σβήνοντας «κατά λάθος» 18 λεπτά και 30 δευτερόλεπτα από την πρώτη συνομιλία Χάλντεμαν και Νίξον της 20ής Ιουνίου, «αδυνατώντας» να εντοπίσει άλλες. Στις 24 Ιουλίου 1974 το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμοδότησε ότι ο πρόεδρος δεν είχε θεσμικό δικαίωμα να παρακρατεί στοιχεία. Οφειλαν να παραδοθούν άμεσα, μαζί τους και μία συνομιλία της 23ης Ιουνίου 1972 στην οποία, όπως διαπιστώθηκε, ο Νίξον όχι μόνο συναινούσε στη συγκάλυψη του σκανδάλου αλλά έκανε και συστάσεις για τις βέλτιστες πρακτικές ως προς την απόκρυψή του. Η Βουλή προχώρησε σε διαδικασίες καθαίρεσης και προτού συνέλθει η Γερουσία για την αντίστοιχη ψηφοφορία ο Νίξον παραιτήθηκε στις 9 Αυγούστου 1974.

Ο αντίκτυπος του σκανδάλου και οι επίγονοι του Νίξον

Σταθμός στη σύγχρονη αμερικανική πολιτική ιστορία, το Γουότεργκεϊτ κληροδότησε μια περίοδο διαφάνειας και εδραίωσε την αντίληψη του Τύπου ως «τέταρτης εξουσίας», κριτικού και ελεγκτικού θεσμού της διακυβέρνησης. Υπήρξε έναυσμα για δραστικές μεταρρυθμίσεις στην ομοσπονδιακή νομοθεσία περί ιδιωτικότητας, επιτήρησης και πληροφόρησης. Εφερε στο Κογκρέσο μια γενιά νεότερων πολιτικών, κυρίως Δημοκρατικών (γνωστών ως «μωρά του Γουότεργκεϊτ»), οι οποίοι πήραν τα σκήπτρα από τη γεροντοκρατία της εποχής ανανεώνοντας τη λειτουργία του κοινοβουλίου. Εσκισε το παραπέτασμα που κάλυπτε υπό το πρόσχημα της «εθνικής ασφάλειας» τη δράση των μυστικών υπηρεσιών – ως την παλινόρθωσή της με την αντιτρομοκρατική νομοθεσία του Τζορτζ Μπους υιού. Φανέρωσε τον κυνισμό της εξουσίας και παγίωσε την έλλειψη εμπιστοσύνης του αμερικανικού κοινού στην κυβέρνηση, που είχε αρχίσει να διαφαίνεται λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ. Εδωσε, τέλος, μια πρόγευση της ακραίας ρητορικής, του διχασμού, του νατιβισμού ως δυνητικά επιτυχημένων πολιτικών εργαλείων. Από την άποψη αυτή, ο Ντόναλντ Τραμπ απέβη ο φυσικός διάδοχος του Ρίτσαρντ Νίξον.

Ο Μάικλ Ντομπς στο περυσινό βιβλίο του με τίτλο «King Richard. Nixon and Watergate: An American Tragedy» (εκδ. Alfred A. Knopf) περιγράφει τη διαδρομή του Γουότεργκεϊτ με βάση αναγνωρίσιμα στάδια της αρχαίας τραγωδίας: «ύβρις», «κρίσις», «καταστροφή», «κάθαρσις», «έξοδος». Ο πρωταγωνιστής του εδώ είναι ένας τραγικός ήρωας που υποπίπτει σε ένα «θεμελιώδες λάθος κρίσεως» από το οποίο επέρχεται τελικά η συντριβή του. Εμμέσως, ο Ντομπς προκρίνει μια εικόνα του 37ου προέδρου ως προσώπου που κατακρημνίστηκε από τα ανθρώπινα ελαττώματά του φτάνοντας στα όρια της τρέλας. (Ο Γκάρετ Γκραφ παραθέτει οδηγία του υπουργού Εθνικής Αμυνας, ο οποίος, θορυβημένος από ανισόρροπες κουβέντες του Νίξον τις τελευταίες ημέρες του, ζητούσε τυχόν διαταγή του προέδρου για εκτόξευση πυρηνικών πυραύλων να ανακατευθυνθεί στον ίδιο και τον επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου.) Ωστόσο, ίσως η τραγωδία που αποκαλύπτει καλύτερα τον χαρακτήρα του να μην είναι η αρχαιοελληνική αλλά η σαιξπηρική. Ο Ρίτσαρντ Νίξον είναι ο Ριχάρδος Γ’ της αµερικανικής δηµοκρατίας, ένας ηγέτης που ποθούσε σφοδρά την απόλυτη εξουσία και δεν ορρωδούσε προ ουδενός προκειµένου να την αποκτήσει, εφόσον, όπως εκµυστηρεύθηκε αµετανόητος στις συνεντεύξεις του µε τον βρετανό δηµοσιογράφο Ντέιβιντ Φροστ το 1977 (και όπως εξιστορεί η υποψήφια για πέντε Οσκαρ ταινία του 2008 «Frost/Nixon: Η αναµέτρηση»), «ό,τι κάνει ο πρόεδρος δεν είναι παράνοµο». Πενήντα χρόνια μετά το σημείο απαρχής της μετεωρικής του πτώσης μπορεί κανείς να τον φανταστεί, σαν τον σαιξπηρικό ήρωα, να κοιτά κατάματα το κοινό και να λέει: «Plots have I laid, inductions dangerous» – «Συνωμοσίες έχω στήσει και σχέδια σατανικά».