Ο Ισπανός Χαβιέρ Θέρκας (Κάθερες, 1961), καθιερωμένος συγγραφέας, επιδραστικός διανοούμενος, τακτικός αρθρογράφος της κυριακάτικης έκδοσης της εφημερίδας «El Pais», έγινε παγκοσμίως γνωστός με το μυθιστόρημά του Στρατιώτες της Σαλαμίνας, στο επίκεντρο του οποίου βρισκόταν ο ισπανικός εμφύλιος (1936-1939). Η μνήμη, η σημασία του παρελθόντος ως αναπόσταστο κομμάτι του παρόντος είναι ζητήματα που πραγματεύτηκε σχεδόν σε όλα τα κατοπινά βιβλία του (όπως, για παράδειγμα, Ο Απατεώνας ή Ο μονάρχης των σκιών). Το 2019 κυκλοφόρησε το Τέρρα Αλτα (εκδ. Πατάκη, όπως και όλα τα προηγούμενα), το οποίο εκτυλίσσεται στην ομώνυμη αγροτική περιοχή της Καταλωνίας, και εξέπληξε τους αναγνώστες γράφοντας ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που τιμήθηκε με το βραβείο Planeta, από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία της Ισπανίας, με χρηματικό έπαθλο ύψους 600.000 ευρώ. Το Τέρρα Αλτα, πρώτος τόμος μιας τριλογίας που ολοκληρώνεται με την Ανεξαρτησία (2021) και το Κάστρο του Κυανοπώγωνος (2022), μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε θαυμάσια μετάφραση της Γεωργίας Ζακοπούλου. «Τo Βήμα» συνομίλησε με τον Χαβιέρ Θέρκας για τη λογοτεχνική του «στροφή», προσπαθώντας να διερευνήσει, μεταξύ άλλων, πού οφείλεται αυτή η αλλαγή.

Με το «Τέρρα Αλτα» βυθίζεστε για πρώτη φορά σε ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το αστυνομικό μυθιστόρημα. Πώς και γιατί προέκυψε η επιθυμία να αλλάξετε λογοτεχνικό είδος;

«Ισως η αλλαγή να μην είναι και τόσο μεγάλη. Ο Μπόρχες έλεγε ότι όλα τα μυθιστορήματα είναι αστυνομικά μυθιστορήματα. Νομίζω ότι είχε δίκιο. Τουλάχιστον τα δικά μου μυθιστορήματα – και πολλά από τα μυθιστορήματα τα οποία θεωρώ σημαντικά, από τον Δον Κιχώτη και μετά – είναι αστυνομικά μυθιστορήματα, υπό την έννοια ότι όλα έχουν ένα αίνιγμα και κάποιον που προσπαθεί να το λύσει: αυτή είναι η ουσία του αστυνομικού είδους. Είναι γεγονός ότι στο Tέρρα Αλτα πρωταγωνιστής είναι ένας αστυνομικός ο οποίος πρέπει να διαλευκάνει μια δολοφονία, οπότε είναι προφανής η ατμόσφαιρα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Πιστέψτε με, όμως, η πρόθεσή μου δεν ήταν να γράψω αστυνομικό μυθιστόρημα. Απλώς, σε μια δεδομένη στιγμή, συνειδητοποίησα ότι ο ήρωας αυτού του βιβλίου δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο εκτός από αστυνομικός. Από την άλλη πλευρά, η πρόθεσή μου ήταν σίγουρα να επανασταστήσω, τρόπον τινά, κατά του εαυτού μου, να επανεφεύρω τον εαυτό μου, να ανακαλύψω μέσα μου έναν καινούργιο συγγραφέα: με σκοπό να μην επαναληφθώ, να μην εξελιχθώ σε συγγραφέα που μιμείται τον εαυτό του – το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν συγγραφέα! – και να καταφέρω να εκφράσω καινούργια πράγματα. Τελικώς η πρόθεσή μου ήταν αυτή που είναι πάντα, να γράψω το καλύτερο μυθιστόρημα που μπορώ».

Τι απαντάτε σε όσους υποστηρίζουν ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι κατώτερο λογοτεχνικό είδος;

«Οτι δεν ξέρουν τι είναι λογοτεχνία. Τόσο απλά! Γιατί στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν ανώτερα και κατώτερα είδη. Υπάρχουν σπουδαίοι και λιγότερο σπουδαίοι τρόποι, καλύτεροι και χειρότεροι, για να χειριστείς ένα λογοτεχνικό είδος. Τίποτε περισσότερο. Στην τραγωδία, η οποία ήταν θεμελιώδες είδος για τον Αριστοτέλη, υπάρχουν μεγάλοι συγγγραφείς, υπάρχουν όμως και ένα σωρό κακοί. Το ίδιο ισχύει και για όλα τα λογοτεχνικά είδη, συμπεριλαμβανομένου και του αστυνομικού (το οποίο προφανώς είναι πιο πρόσφατο ως είδος, γεγονός που αποτελεί πλεονέκτημα: το αστυνομικό μυθιστόρημα υπάρχει μόνο εδώ και δύο αιώνες). Υπάρχουν πάρα πολλά κακά αστυνομικά διηγήματα, όμως υπάρχουν και τα διηγήματα του Εντγκαρ Αλαν Πόε, του Μπόρχες, του Σάσα, του Τσάντλερ, τα οποία είναι αριστουργηματικά. Νομίζω στ’ αλήθεια ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη λογοτεχνίας, η καλή και η κακή. Ολα τα υπόλοιπα είναι λογόρροια».

Παρότι αστυνομικό μυθιστόρημα, στo «Tέρρα Αλτα» ξανασυναντάμε τη σχέση που έχετε διερευνήσει στα προηγούμενα βιβλία σας, τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στη μνήμη. Πού σταματούν οι αναμνήσεις και πού αρχίζει η μυθοπλασία;

«Δεν το γνωρίζω και νομίζω ότι κανείς δεν το γνωρίζει. Η αλήθεια είναι ότι σε αυτό το μυθιστόρημα όπως σχεδόν σε όλα τα προηγούμενα, τουλάχιστον από τους Στρατιώτες της Σαλαμίνας και μετά, το παρελθόν, κυρίως το πιο συγκρουσιακό παρελθόν της χώρας μου, ο ισπανικός εμφύλιος, διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο. Ωστόσο, το παρελθόν που με ενδιαφέρει δεν είναι το παρελθόν αυτό καθαυτό, αλλά το παρελθόν ως διάσταση του παρόντος χωρίς την οποία το παρόν είναι ακρωτηριασμένο: με άλλα λόγια, το παρελθόν που δεν έχει ακόμη παρέλθει. Το Tέρρα Αλτα δεν ερμηνεύεται χωρίς αυτή τη διάσταση».

 

Ο Μελτσόρ, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, είναι ένας ήρωας διόλου συνηθισμένος και πολύ ενδιαφέρων. Είναι ένας αστυνομικός που διαβάζει λογοτεχνία! Από πού προέρχεται το ενδιαφέρον του Μελτσόρ για τον Βικτόρ Ουγκό, για τους «Αθλίους» του, και ιδιαιτέρως για τον Ιαβέρη, έναν από τους ήρωες του κλασικού γαλλικού μυθιστορήματος;

«Συμφωνώ μαζί σας, ο Μελτσόρ είναι ένας τρομερός ήρωας, ένα πρόσωπο γεμάτο αντιφάσεις, ένας ήρωας που, για να είμαι ειλικρινής, τον έχω ερωτευθεί. Γεννημένος στην πιο βίαιη γειτονιά της Βαρκελώνης, γιος μιας πόρνης και ενός αγνώστου πατρός, ο Μελτσόρ στα 18 του και ενώ βρίσκεται φυλακισμένος, επειδή έχει καταδικαστεί ως εκτελεστής σε ένα καρτέλ κολομβιανών εμπόρων ναρκωτικών, διαβάζει τους Αθλίους και όλα αλλάζουν για αυτόν. «De te fabula narratur» λέει ο Οράτιος: ο μύθος μιλάει για σένα. Αυτό αισθανόμαστε όταν διαβάζουμε ένα σημαντικό βιβλίο. Αυτό αισθάνεται ο Μελτσόρ όταν διαβάζει τους Αθλίους: αισθάνεται ότι το βιβλίο του Ουγκό τοποθετεί μπροστά του έναν καθρέφτη και του αποκαλύπτει ποιος ο ίδιος είναι πραγματικά, νιώθει ότι το μυθιστόρημα του Ουγκό του αποκαλύπτει την ίδια του την ύπαρξη. Του αποκαλύπτει επίσης την κλίση του ως αναγνώστη και ως αστυνομικού. Οι Αθλιοι γίνονται για τον Μελτσόρ βιβλίο-φετίχ βάσει του οποίου ερμηνεύει τη ζωή του. Θα πρόσθετα ότι δεν ήμουν εγώ που επέλεξα τους Αθλίους, αλλά ο Μελτσόρ, για την ακρίβεια οι Αθλιοι επέλεξαν τον Μελτσόρ, ο οποίος είναι ο καλύτερος αναγνώστης που γνωρίζω. Και είναι ίσως και το καλύτερο πρόσωπο που γνωρίζω (παρά την οργή του, την οδύνη του, τη σκοτεινή του πλευρά, την επιθυμία του για εκδίκηση – ή ίσως ακριβώς για αυτούς τους λόγους). «Καλότυχοι όσοι έχουν καθαρή καρδιά, γιατί βλέπουν τον Θεό» γράφει ο Μπόρχες. Αυτός είναι ο Μελτσόρ, ένας άνθρωπος με καθαρή καρδιά».

Στο βιβλίο πραγματεύεστε επίσης και τις διαφορετικές μορφές σχέσης μεταξύ παιδιών και γονιών, τη σχέση του Μελτσόρ με τη μητέρα του, της κληρονόμου Ρόσα Αδέλ με τους δικούς της γονείς, τη σχέση του Μεξικανού Αρμενγκόλ με τον πατέρα του. Θεωρείτε ότι η σχέση μεταξύ γονιών και παιδιών έχει πάντα κάτι το τραγικό; Οι Ελληνες, με τόσο αίμα στις οικογενειακές ιστορίες των προγόνων μας, δεν είμαστε ίσως οι καταλληλότεροι να απαντήσουμε.

«Το περί τραγικού στους οικογενειακούς δεσμούς ισχύει, αν αντιλαμβανόμαστε την τραγωδία όπως οφείλουμε να την αντιληφθούμε, ως μια σύγκρουση, δηλαδή, στην οποία και οι δύο εμπλεκόμενες πλευρές έχουν δίκιο: οι γονείς έχουν δίκιο να θέλουν να προστατεύσουν τα παιδιά τους και τα παιδιά έχουν δίκιο να επιθυμούν να χειραφετηθούν σε σχέση με τους γονείς τους. Το ζήτημα αυτό τίθεται εντονότερα στο τρίτο βιβλίο της τριλογίας, To Κάστρο του Κυανοπώγωνος (El Castillo de Barbazul) το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στην Ισπανία».

Το ζήτημα της ανεξαρτητοποίησης της Καταλωνίας παρουσιάζεται στο βιβλίο με διακριτικό τρόπο, χωρίς να προκαλεί πραγματικούς τριγμούς μεταξύ των ηρώων του μυθιστορήματος και χωρίς να διαφαίνεται η ρωγμή που έχει προκαλέσει στην καταλανική κοινωνία. Πώς και γιατί αποφασίσατε να το εντάξετε στο βιβλίο;

«Προφανώς και δεν είναι αυτό το θέμα του Tέρρα Αλτα, είναι όμως το «καύσιμό» του (το θέμα είναι πολύ πιο εμφανές στον δεύτερο τόμο της τριλογίας, την Ανεξαρτησία) με τον ίδιο τρόπο που το θέμα της Μεταμόρφωσης είναι η μεταμόρφωση του Γκρέγκορ Σάμσα σε έντομο, αλλά το «καύσιμό» του είναι η βαθιά, υπαρξιακή σύγχυση του Κάφκα. Για να το πω διαφορετικά, η καταλανική κρίση το φθινόπωρο του 2017, η οποία ώθησε την Καταλωνία στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, είναι το στοιχείο που τροφοδοτεί την οργή, τη θλίψη και την οδύνη αυτών των σελίδων, παρότι η πολιτική αυτή κρίση θίγεται μόνο επιφανειακά».

Σε μια παλαιότερη συνέντευξή σας είχατε πει: «Δεν πιστεύω στην επική και στη συναισθηματική πολιτική. Πιστεύω σε μια πολιτική πεζή, μια πολιτική της λογικής που απευθύνεται στον ορθό λόγο και όχι στο συναίσθημα. Είμαι υπέρ της πλήξης, υπέρ μιας κοινωνίας στην οποία δεν συμβαίνει τίποτε: όσα μη πληκτικά να συμβαίνουν στον έρωτα, στην προσωπική ζωή των ανθρώπων. Τάσσομαι υπέρ της απόλυτης πλήξης στην πολιτική, πλήξη ελβετικού ή έστω σκανδιναβικού τύπου». Υστερα από δύο χρόνια υγειονομικής κρίσης και τώρα με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις συνέπειές του σε παγκόσμιο επίπεδο, θεωρείτε ότι μπορούμε να ελπίζουμε σε μέλλον όπου η πολιτική θα απευθύνεται στον ορθό λόγο;

«Οχι. Είμαι αισιόδοξος, αλλά όχι τόσο».

Είστε επίσης φανατικός αναγνώστης. Ποια βιβλία διαβάζετε αυτή την εποχή;

«Αυτή την περίοδο, χωρίς να γνωρίζω τον λόγο, διαβάζω κυρίως βιβλία γυναικών συγγραφέων. Ή μάλλον ξέρω γιατί: επειδή υπάρχουν πολλές γυναίκες συγγραφείς και ορισμένες εξ αυτών γράφουν πολύ καλά. Επιπλέον, γιατί οι γυναίκες συγγραφείς γράφουν για πράγματα πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι εμείς οι άνδρες και για πράγματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Λατρεύω την Αλις Μόνρο και τη Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, δύο συγγραφείς των οποίων έχω διαβάσει τα άπαντα. Μου αρέσουν επίσης νεότερες συγγραφείς όπως η Ιρλανδή Μάγκι Ο’ Φάρελ, η Καταλανή Ιρένε Σολά, η Χιλιανή Νόνα Φερνάντες, η Μεξικανή Φερνάντα Μελτσόρ, η Αργεντινή Μαρία Γκαΐνσα. Περισσότερο όμως από το διάβασμα νέων βιβλίων, ξαναδιαβάζω βιβλία που έχω διαβάσει. Αυτή την εποχή ξαναδιαβάζω την Ανθρώπινη μοίρα του Μαλρό. Και έχω πάντα δίπλα τον Θερβάντες, τον Μπόρχε, τον Κάφκα,τον Νίτσε και τον Σαμφόρ».

Χαβιέρ Θέρκας

Τέρρα Αλτα

Μετάφραση Γεωργία Ζακοπούλου.

Εκδόσεις Πατάκη, 2022,

σελ. 462, τιμή 18,80 ευρώ