«…Η τέχνη πρέπει να υπάρχει σε χώρους ιδεολογικά σεσημασμένους επιδιώκοντας σταθερά τη σύνθεση και την υπέρβαση…»

Τέχνη αποκαλείται το σκοτεινό εκείνο ορυχείο της παγκόσμιας μελαγχολίας. Καμία εύκολη παρηγοριά. Η τέχνη γεννήθηκε από την έλλειψη και ψωμίζεται από τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων. Η ζωγραφική, πάλι, γεννήθηκε από την ντροπή του λευκού. Η γλυπτική από τον φόβο του κενού. Η μουσική από το δέος της σιωπής. Κι η ποίηση, τέλος, δημιουργήθηκε από την αγωνία των λέξεων λίγο πριν γίνουν εικόνες. Ο Νίκος Καρούζος έλεγε πως η ποίηση – η τέχνη γενικότερα – προκύπτει μόνο μετά την οντολογική συναίρεση λέξεων και πραγμάτων. Ποτέ αλλιώς. Αφού κάθε μορφή τέχνης εκφράζει κατά βάθος την αισιοδοξία της απελπισίας. Στον τόπο αυτόν όπου περισσεύουν οι γιορτές ή τα επινίκια, ελάχιστοι σκέφτονται και τα μεθεόρτια. Δηλαδή το τέλος των πανηγυρισμών και την ώρα του υλικού ή συμβολικού λογαριασμού των εθνικών «πανηγύρεων». Ιδιαίτερα οι ζωγράφοι, εγκλωβισμένοι συνήθως στην καταγραφή ενός μικροαστικού ιδεώδους, βολεύονται σε εύκολους συναισθηματισμούς και ελάχιστα βουλεύονται ή εκφράζονται πολιτικά. Ελάχιστοι υπερβαίνουν τον μικρόκοσμο των ονειρώξεών τους. Και παρότι προσωπικά πιστεύω πως δεν μπορεί να υπάρξει έργο τέχνης που να μη φέρει έστω και αρνητικό, πολιτικό πρόσημο, εν τούτοις με ενοχλεί η επιμελής αποφυγή του «πολιτικού» από τη σύγχρονη, αισθητική έρευνα… Ομως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αφού στην ελληνική ιστορία πάντοτε, σχεδόν νομοτελειακά, το κάθε εθνεγερτικό ’21 το ακολουθεί κι ένα μαύρο ’22. Με όσες συνέπειες.

Τι συμβαίνει όμως όταν σβήνουν οι προβολείς, όταν κατεβαίνουν οι ρήτορες από τις εξέδρες και όταν σταματούν οι μπάντες να παιανίζουν; Τι συμβαίνει όταν περατωθεί η διακόσμηση της Ιστορίας και αρχίσει η ουσιαστική της μελέτη; Είναι τότε που διερωτάται κανείς: Τι είναι χειρότερο, να μην έχεις αίσθηση του τραγικού ή να μην αντιλαμβάνεσαι την τραγικότητα του γελοίου;

Σ’ αυτή την αναπόδραστη διαπλοκή τέχνης και ιστορίας αναφέρεται το εικαστικό πολύπτυχο «Μεθεόρτια, από το ’21 στο ’22» που εγκαινίασαν την περασμένη Πέμπτη ο υπουργός Δικαιοσύνης και ο δήμαρχος της Αθήνας στον σεσημασμένο κοινωνικά και ιδεολογικά χώρο των παλιών δικαστηρίων επί της οδού Σανταρόζα και Σταδίου. Πρόκειται για έναν οπτικό αναστοχασμό πάνω στην έννοια της μνήμης, της συλλογικής εορτής αλλά και της ιστορικής αλήθειας. Τώρα που τελείωσαν οι τελετές και οι πανηγύρεις. Επίσης αναζήτηση της δικαιοσύνης της Ιστορίας σ’ έναν ιστορικό χώρο της θεσμικού δικαίου. Αλλιώς, η καθαρτήρια δυνατότητα της τέχνης σε έναν ιστορικά σεσημασμένο τόπο απονομής της δικαιοσύνης. Το νεοελληνικό δράμα και οι αιτίες του. Ή, το δράμα και η πιθανή του δικαίωση. Εν προκειμένω στήσαμε μια πολυεπίπεδη έκθεση η οποία προσπαθεί, έστω και αποσπασματικά και συμβολικά, να αφηγηθεί την περιπέτεια της εικαστικής μας έκφρασης από την Παλιγγενεσία έως σήμερα έχοντας κατά νου ότι πίσω από κάθε εθνική ανάταση ελλοχεύουν πάντοτε ο διχασμός και η πτώση.

Οφείλω να υπογραμμίσω εξαρχής πως πάντα μια ομαδική έκθεση είναι ένας συμβιβασμός, ένα αναγκαίο και συχνά αναγκαστικό compromis. Και αυτό ισχύει, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ακόμη και για μεγάλες, για φιλόδοξες, μουσειακές εκθέσεις.

Εν προκειμένω λοιπόν επιδιώξαμε να συμμετάσχουν αντιπροσωπευτικοί καλλιτέχνες που να εκπροσωπούν την πολυδιάστατη και εν πολλοίς αντιφατική εποχή μας επιμένοντας στην εξάντληση κατά το δυνατόν όλου του φάσματος. Κατά το δυνατόν, όλων των τεχνοτροπιών.

Και η τέχνη χωρίς περαιτέρω προσδιορισμούς; Αυτή οφείλει να βρίσκεται στους πιο απρόβλεπτους χώρους, νηφάλια και ουσιαστική, ερμηνεύοντας χωρίς διακοσμητικές εξάρσεις ή κομπασμό όσα αδυνατούν ή δεν θέλουν να εξηγήσουν η Ιστορία ή η πολιτική θεωρία. Να υπάρχει δημιουργώντας τη σύνθεση και την υπέρβαση.

Πιο συγκεκριμένα, το πολύπτυχο αυτό ξεκινάει μ’ ένα διδακτικό αφιέρωμα στους φιλέλληνες ζωγράφους (Eugène Delacroix, Adam Friedel, Karl von Krazeisen, Giovanni Boggi, Peter von Hess, Ludovico Lipparini, Otto Magnus von Stackelberg, Horace Vernet) οι οποίοι ιστόρησαν τους ήρωες του Αγώνα, τους αγίους του νεότερου Ελληνισμού αλλά περιλαμβάνει ενδεικτικά και μερικούς συγχρόνους όπως ο Περικλής Γουλάκος, ο Αχιλλέας Χρηστίδης ή ο Γιάννης Αδαμάκης που εμπνεύστηκαν από τον ρομαντισμό των παλαιότερων. (Ολα τα έργα προέρχονται από τη συλλογή Γιώργου Κωστόπουλου.) Συνεχίζει με μιαν εντυπωσιακή ενότητα 16 έργων του Χρήστου Αντωναρόπουλου με τίτλο «Σημαιοφόροι». Δηλαδή ένα ζωγραφικό σχόλιο των εορτασμών σε αντιηρωικές εποχές ένα δοκίμιο, καλύτερα, πάνω στη βία, κοινωνική, πολιτική, ψυχολογική, έχοντας ως θέμα του μοναχικές φιγούρες, γυναίκες και άντρες, σε ασκήσεις βακχικής οχείας. Και τέλος σημαιοφόρους, εξπρεσιονιστικά παραμορφωμένους, πρόσωπα σαφώς αποκλίνοντα, σαλούς τού σήμερα που κραδαίνουν με υπερηφάνεια ή απόγνωση κάτι κουρασμένες, ταλαιπωρημένες από το σημασιολογικό τους υπερφορτίο, σημαίες.

Ακολουθεί η μικρή αναδρομική του ιστορικού γλύπτη Μεμά Καλογηράτου με τίτλο «Τραγική Μούσα». Ο Καλογηράτος γεννήθηκε το 1940 στην Κεφαλλονιά, υπήρξε μαθητής του Θανάση Απάρτη και εμπνεύστηκε τις μνημειακές του συνθέσεις από την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τη δικτατορία και την τραγωδία της Κύπρου κ.ά. Ουσιαστικά μέσα από την έκθεση αυτή αλλά και το βιβλίο που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα από τις εκδόσεις Νίκας με τίτλο «Ηφαιστος Δεσμώτης, Το Σπίτι – Μουσείο του Μεμά Καλογηράτου» στην Κεφαλλονιά, επαναπροτείνουμε στο ευρύ κοινό έναν δημιουργό που είχε αποσυρθεί εθελούσια από τη δημοσιότητα στην ιδιαίτερή του πατρίδα σχεδόν σαράντα χρόνια επωάζοντας τα έργα του εν κρυπτώ. Προσωπικά τον τοποθετώ ανάμεσα στους κορυφαίους μεταπολεμικούς γλύπτες μας ως συνέχεια του Χρήστου Καπράλου και συνομιλητή του Βαγγέλη Μουστάκα ή του Γιώργου Γεωργιάδη. Σταθερό θέμα του είναι το δράμα του σώματος σε βαθμό ώστε ο εξπρεσιονισμός των μορφών να συνταυτίζεται με την αγωνιστική ιδεολογία του δημιουργού. Υπογραμμίζω ότι στην αίθουσα ακριβώς που παρουσιάζεται το έργο του «Η πτώση του Ικαρου» είχε δικαστεί και καταδικαστεί ως νεαρός φοιτητής της ΑΣΚΤ στην περίφημη χουντική δίκη της αντί-ΕΦΕΕ.

Επειτα παρουσιάζεται η ιδιαίτερη ενότητα «Φυλάκιο μνήμης» η οποία περιλαμβάνει τέσσερις πρόσφατα τεθνεώτες θεσσαλούς καλλιτέχνες: Τον Κλεάνθη Χατζηνίκο (1949 – 2021), τον Στέργιο Χατζούλη (1941 – 2017), τον Γιάννη Τρούκη (1951 – 2016) και βέβαια τον Γεώργιο Γούλα με τη συνταρακτική ενότητα έργων του εμπνευσμένων από τον Εμφύλιο (1919 – 2016). Είναι ενδεικτικό ότι τα έργα δύο κατ’ εξοχήν ζωγράφων της Αντίστασης, του Γούλα και του Καλογηράτου αλλά και τα «Θραύσματα μνήμης» του Λαζόγκα, εκτίθενται στον χώρο όπου απονεμόταν η δικαιοσύνη του μετεμφυλιακού κράτους. Δηλαδή τις σκληρές εικόνες που στοιχειώνουν το κτίριο – ο Νίκος Μπελογιάννης καταδικάστηκε λίγα μέτρα πιο πέρα, στο Αρσάκειο – έρχεται η τέχνη να επιδιώξει την υπέρβαση με τις πραϋντικές μορφές της.

Η έκθεση κλείνει μ’ ένα μεγάλο αφιέρωμα στη θεσσαλική ζωγραφική υπό τον τίτλο «Πανόραμα». Συμμετέχουν, ενδεικτικά και συμβολικά πάντα, οι εξής έντεκα καλλιτέχνες: Χρίστος Καράς, Γιώργος Λαζόγκας, Γιάννης Αντωνόπουλος, Χρήστος Σαμαράς, Κάλλη Καστώρη, Κώστας Νταής, Ανδρέας Γιαννούτσος, Στέργιος Στάμος, Χρήστος Παπανικολάου, Κωνσταντίνος Ράμμος και Ράνια Σχορετσανίτη. Υπό τον συμβολικό τίτλο «Μεθεόρτια», όπως προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, συστεγάζονται ετερόκλητοι καλλιτέχνες, παλαιότεροι και νεότεροι, σε τρόπον ώστε η όποια σύνθεση της συγκεκριμένης ομαδικής έκθεσης να προκύπτει μέσα από τις αντιθέσεις ή τις αντιπαραθέσεις των επιμέρους ως αποτέλεσμα ενός ιστορικά και αισθητικά «έντιμου», ελπίζω, συμβιβασμού. Αποδίδοντας τα οφειλόμενα στην εθνική μνήμη, ερμηνεύοντας κατά το δυνατόν τα «οικεία κακά» αλλά και προμηνύοντας, όπως μόνο η τέχνη μπορεί να κάνει, το μέλλον που μας αξίζει…

ΥΓ.: Προσπαθήσαμε η έκθεση αυτή να σηματοδοτεί την αισιόδοξη πλευρά της δυσοίωνης περιόδου που ζήσαμε όλοι μας και ζούμε ακόμη. Ως αναφορά στο πραγματικό και το συμβολικό σκοτάδι που κυκλοφορεί απειλητικό τόσο στη χώρα μας όσο και στον κόσμο με την πανδημία, την κρίση και τον πρόσφατο πόλεμο. Με την απειλή που ακόμη ελλοχεύει σ’, ένα χάδι, ένα φιλί, μία χειραψία ή μία αγκαλιά… Παράλληλα να υπενθυμίζουμε ότι αργά ή γρήγορα το φως επιστρέφει κι ότι το σκοτάδι εκτός από απελπισία ή ζόφο – αυτά δηλαδή που δημιούργησαν ο εγκλεισμός, ο φόβος και η απομόνωση – μπορεί να λειτουργήσει και ως πυροκροτητής δημιουργίας. Αφού είναι πάντα απαραίτητη η δυσκολία, ακόμα και η οδύνη για να κυοφορήσει το καινούργιο τον εαυτό του και να (ανα)γεννηθεί η τέχνη.

*Ο κ. Μάνος Στεφανίδης είναι καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο ΕΚΠΑ.