Ενα απόγευμα στο Παγκράτι, σε μια πολυκατοικία της οδού Αστυδάμαντος. Στον έβδομο όροφο, τον ειδικά διαμορφωμένο, βρίσκεται το διαμέρισμα του Θανάση Βαλτινού. Εκείνη την ώρα, λίγο προτού δύσει ο ήλιος, ο χώρος παραμένει ολόφωτος. Εξω, από το μεγάλο μπαλκόνι, η θέα είναι ευρεία και εντυπωσιακή. Στο βάθος αριστερά, πίσω από τις αλλεπάλληλες κεραίες, διακρίνεται η Ακρόπολη. Στα δεξιά, πολύ πιο κοντά, υψώνεται ο Λυκαβηττός. Και κάτω απλώνεται, πυκνός και χαοτικός, ο αστικός ιστός της ελληνικής πρωτεύουσας. Μέσα, καθόμαστε με τον κορυφαίο πεζογράφο (για πολλούς τον σημαντικότερο εν ζωή έλληνα συγγραφέα) σε ένα τραπέζι που είναι όμορφα και τακτικά στρωμένο. Η όλη ατμόσφαιρα αποπνέει μια ευφρόσυνη λιτότητα, μια πληρότητα. Ανάμεσά μας δύο ποτήρια δροσερό νερό και ένα πιάτο με φρεσκοπλυμένα, ζουμερά σταφύλια. Παραδίπλα, το άρτι εκδοθέν βιβλίο του Νέα Σελήνη: Ημέρα πρώτη (εκδ. Εστία). Ο τίτλος και ο υπότιτλος, όπως διευκρίνισε ο Θανάσης Βαλτινός προς «Το Βήμα», προφανώς δεν παραπέμπουν «σε μια ημερολογιακή σελήνη αλλά σε μια σελήνη ποιητική, δηλαδή λογοτεχνική».

Το γυμνό γυναικείο κορμί

Το εξώφυλλο κοσμεί μια φωτογραφία που είχε τραβήξει ο ίδιος, επεξεργασμένη πάντως, ώστε να φαίνεται πλέον σαν πίνακας ζωγραφικής. Σαν να βλέπουμε, τηρουμένων των αναλογιών, την περίφημη Προέλευση του κόσμου του Γκυστάβ Kουρμπέ από τα πάνω, σε μια πιο ανοιχτή και υπαίθρια εκδοχή ωστόσο, όπου δεν διαγράφεται λεπτομερώς το «Δέλτα ζωής», για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του κειμένου. Πριν από μερικές μέρες, εν όψει της κυκλοφορίας του βιβλίου, οι εκδόσεις Εστία ανήρτησαν το εξώφυλλο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν άργησαν να λάβουν την ειδοποίηση ότι υφίσταται κάποιο «πρόβλημα» με το συγκεκριμένο «περιεχόμενο». Οταν μεταφέραμε στον Θανάση Βαλτινό αυτό το περιστατικό από την ψηφιακή σφαίρα (και του εξηγήσαμε λίγο-πολύ το πλαίσιο, ότι το Facebook και το Instagram «κατέβασαν» το εξώφυλλο), εκείνος σαν να κατάλαβε ακαριαία τι είχε συμβεί και αντέδρασε μειδιώντας, με την πείρα του ανθρώπου και του συγγραφέα που έχει αντιμετωπίσει ουκ ολίγες φορές τέτοιες καταστάσεις, τη σεμνοτυφία, την υποκρισία, την ανοησία. «Υποψιάζομαι ότι μπορεί να θεωρήθηκε «άσεμνο» ή «χυδαίο» το περιεχόμενο. Ποιος ξέρει από ποιον. Εν πάση περιπτώσει, τι αποτυπώνει αυτή η φωτογραφία; Τα πράγματα όπως είναι. Βλέπουμε ένα γυμνό γυναικείο κορμί, βλέπουμε ένα αιδοίο, με τις δεδομένες αξίες που έχει για την ύπαρξή μας και τις αξίες που δύναται να προσλάβει αν μετουσιωθεί σε κάτι άλλο, σε τέχνη. Το θέμα είναι εν τέλει αν διαθέτει κανείς και μιαν αισθητική αντίληψη για τη ζωή. Αυτή είναι η δική μου οπτική» είπε ο συγγραφέας. Και συμπλήρωσε περιπαικτικός και συνάμα σοβαρός: «Σκέφτομαι τώρα τα νεαρά αγόρια του βιβλίου. Θα έλεγε κανείς ότι αν κάτι τα απασχολεί είναι ακριβώς το αιδοίο, και μόνον αυτό. Το μυαλό τους είναι αταλάντευτα, σταθερά προσηλωμένο εκεί. Είναι δηλαδή συντονισμένα τα αγόρια σε ένα δικό τους κλίμα, ενδιαφέρονται για τις δικές τους ανάγκες και τις δικές τους σχέσεις. Δεν δίνουν δεκάρα για τον Εμφύλιο Πόλεμο που μαίνεται γύρω τους, για τη φρικτή βία, για τις ιδεολογίες και τις αιματηρές διαφορές, για τα πολιτικά ζητήματα της κοινωνίας μέσα στην οποία μεγαλώνουν». Προσέθεσε δε αμέσως μετά: «Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει κάποια πράγματα γραμμένα από πολύ παλιά, με ποικίλες αφορμές. Οταν αποφάσισα να επιχειρήσω τη σύνθεση που διαβάσατε, ανέτρεξα σε αυτά και τα επιστράτευσα, προσπαθώντας να δω τι άλλες δυνατότητες είχαν».

 

Εφηβεία, έρωτας και θάνατος

Το μυθιστόρημα αυτό (αναδυόμενο από ένα αρκούντως αναγνωρίσιμο λογοτεχνικό σύμπαν, τόσο θεματολογικά όσο και υφολογικά) διαδραματίζεται το 1948 σε μια πόλη της Πελοποννήσου (πρόκειται για την Τρίπολη, ασφαλώς). Δύο μαθητές του Γυμνασίου, ο Κοσμάς και ο Νίκος, βιώνουν την έντονη αφύπνιση της σεξουαλικότητάς τους καθώς οι σκοτωμένοι των αντιμαχόμενων πλευρών συσσωρεύονται. Ο πρώτος παρακολουθεί κάποια στιγμή πώς δημιουργείται «μια μικρή πυραμίδα από νεκρούς άντρες». Προσέξτε όμως, τι ακριβώς του συμβαίνει. Ακολουθεί η απέριττη περιγραφή του Θανάση Βαλτινού. «Η μοναδική γυναίκα ανάμεσά τους κλείνει μπρούμυτα την κορυφή της πυραμίδας. Η φούστα της έχει τραβηχτεί μέχρι τους γλουτούς και στο εξωτερικό μέρος του αριστερού μηρού της διακρίνεται ένα τρύπημα από ξιφολόγχη. Παρά την ανατριχίλα του θανάτου πάνω στο δέρμα της, που τη δυναμώνει ο χειμωνιάτικος ήλιος, ο Κοσμάς νιώθει έναν άγριο ερεθισμό». Κατά τα λοιπά, ο πυρήνας του εγχειρήματος συνοψίζεται μάλλον σε ό,τι λέει ο φιλόλογος Βόγαρις (αναφορά στην Eroica του Κοσμά Πολίτη) σε κάποιο άλλο σημείο: «Γιατί μερικά πράγματα τα ανακαλύπτουμε μόνο αφού έχουμε απομακρυνθεί πολύ από αυτά. Ας πούμε, η συνείδηση της εφηβείας».

Ρωτήσαμε τότε τον συγγραφέα αν το βιβλίο αυτό αποτελεί μία ακόμη επαναφορά σε μια προσδιορισμένη περίοδο της ζωής του. «Το δυστύχημα είναι ότι δεν γίνεται κι αλλιώς, να μην επανέλθω. Ποιος όμως δεν το κάνει; Επανερχόμαστε πάντοτε στην εφηβεία μας, είτε το αρθρώνουμε είτε το αποσιωπούμε, είτε το αφήνουμε να φανεί είτε όχι. Ισχύει αυτό και στη ζωή και στη λογοτεχνία. Υπό μία έννοια, η επαναφορά αυτή διατρέχει και ένα αξιοπρόσεχτο μέρος του έργου μου. Η επαναφορά όχι σε μια ηλικία αναγκαστικά, αλλά σε μια διάθεση ψυχολογική και πνευματική. Η δική μου εφηβεία είχε βέβαια και ένα κομμάτι μιζέριας που δεν μου αρέσει να το σκέφτομαι. Θέλησα όμως να μεταπλάσω την εφηβεία μου, μέσω της γραφής, να υπάρχει αλλά σε μιαν άλλη διάσταση, διαφοροποιημένη» τόνισε.

Από την ατομική λαγνεία που είναι αναπόδραστα τυφλή μπροστά στο συλλογικό δράμα, όπως και στη Νέα Σελήνη: Ημέρα πρώτη κατ’ εξοχήν, περάσαμε κουβεντιάζοντας στη σχέση έρωτα και θανάτου. «Κοιτάξτε, έρωτας και θάνατος είναι ίδια ύλη. Λέω ύλη για να μην πω κάτι που δεν θα ήταν δόκιμο. Ο θάνατος κρύβεται μέσα στη ζωή, άρα και μέσα στον έρωτα που είναι αναπόσπαστο τμήμα της. Ο έρωτας υπάρχει για να ξεπερνιέται η προσωρινότητα της ζωής. Και θέλει προσπάθεια και ψυχή ο έρωτας για να τον απολαύσεις αυθεντικά. Οχι να τον γράψεις, να τον χειριστείς καλλιτεχνικά, ας πούμε, αλλά να τον αντιμετωπίσεις ως άνθρωπος». Τι είναι αυτό που κάνει κάποιον καλό συγγραφέα; «Το βίωμα. Οταν κάτι δεν έχει ρίζα, όταν έχει μόνο θεωρητικά ερείσματα, τότε είναι πλαστογραφία, δεν ανήκει στην τέχνη, ανήκει κάπου αλλού. Και το πιστεύω, δηλώνεται αυτό εκεί μέσα, δηλώνεται στο κείμενο, σε ό,τι κάνεις, δεν κρύβεται».

«Ο έρωτας υπάρχει
για να ξεπερνιέται
η προσωρινότητα
της ζωής. Και θέλει
προσπάθεια και
ψυχή ο έρωτας για
να τον απολαύσεις
αυθεντικά.
Οχι να τον γράψεις,
να τον χειριστείς
καλλιτεχνικά,
ας πούμε, αλλά
να τον αντιμετωπίσεις
ως άνθρωπο»

 

Πολεμική, λογοτεχνία και γλώσσα

Αναφερόμενος κατόπιν στους τρόπους με τους οποίους το έργο του έγινε αντικείμενο δημόσιας συζήτησης (και σφοδρής πολεμικής, εμβληματική η περίπτωση της Ορθοκωστάς) υπογράμμισε: «Είναι πολύ πιθανό να έχω αποδειχθεί κάτι παραπάνω από αιρετικός στη χώρα αυτή… Τι να σχολιάσω, τι να πω για εκείνα που διάβαζα και άκουγα τότε… Ηταν άσχετοι οι άνθρωποι. Δεν καταλάβαιναν για ποιο πράγμα μιλούσαν. Μεταφέρανε απλώς τις κομματικές τους έριδες στο πεδίο της λογοτεχνίας. Πάσχισαν να κρίνουν ένα έργο έτσι, με τόση στενομυαλιά. Εχω την αίσθηση ότι δεν τα κατάφεραν, ό,τι κι αν επεδίωκαν».

Από τους συγκαιρινούς ομότεχνούς του, με τους οποίους συνυπήρξε, σε ποιον αναγνωρίζει λογοτεχνική αξία; «Με ρωτάτε απαιτητικά και προκλητικά πράγματα τώρα. Πάντως, όχι σε πολλούς. Αυτή είναι η ειλικρινής απάντησή μου». Αραγε τον απασχόλησε ποτέ στα σοβαρά η έννοια του εθνικού στη μακρά και πολυβραβευμένη πορεία του; «Με τη στενή έννοια όχι. Με την ευρύτερη όμως ναι. Εθνικό για εμένα είναι το ουσιώδες. Δεν θέλησα να γράψω δεκαπέντε βιβλία των τριακοσίων σελίδων που θα λένε τα ίδια και τα ίδια και θα ανακυκλώνουν τις ίδιες ιδέες». Και η υστεροφημία; «Αν αναφέρεστε σε αυτό που λένε δόξα, όχι, καθόλου. Με απασχολεί όμως από μια άλλη άποψη, πολύ συγκεκριμένη: πόσο καίρια και αποδοτικά αναμετρήθηκα με ό,τι μου δόθηκε. Τι έκανα για όσο έγραψα; Προβληματίζομαι από ένα αίσθημα υπευθυνότητας και συνέπειας προς τον εαυτό μου. Για εμένα είναι φυσιολογικό, ανήκω στους ανθρώπους που μετράνε τη ζωή τους με κάποια κριτήρια. Τη δική μου τη μέτρησα με βάση το τι καινούργιο μπορεί να κουβάλησα στην τέχνη. Υπάρχουν στιγμές που νιώθω ότι η δική μου προσπάθεια δεν πήγε στον βρόντο, ότι τα κατάφερα, ότι δεν τσουβαλιάστηκα, ότι δεν έγινα μέρος ενός αποκαρδιωτικού θορύβου. Ξέρετε, δυσκολεύομαι να περιγράψω το ύφος μου και να πω τι σημαίνει για εμένα η ελληνική γλώσσα. Αισθάνομαι μεν ότι εργάστηκα μέσα σε μια παράδοση αλλά μόνο εν μέρει, γιατί η γλώσσα είναι κάτι που είναι αδύνατον να το βάλεις σε καλούπια, να το περιορίσεις. Η σχέση μου με τη γλώσσα άλλαξε δε πολλές φορές μέσα στα χρόνια, ακόμη και ασυνείδητα, θα σας έλεγα. Η ελληνική γλώσσα η ίδια πέρασε άλλωστε από τέσσερις-πέντε κρίσιμες φάσεις. Το θέμα είναι η παρουσία που θα έχει ο καθένας, όχι μόνο μέσα στην ελληνική γλώσσα αλλά – τολμώ να το πω – και μέσα στην ελληνική ιστορία. Τι αφήνει ο καθένας πίσω του; Τι μένει; Μένουν ίσως δυο-τρία πράγματα ανθεκτικά που συμπυκνώνουν το όλον ενός συγγραφέα, το ίχνος του».

Ο Θανάσης Βαλτινός αναγνωρίζει ως συγγραφέας σπουδαία οφειλή στην Αγία Γραφή. Εχει μεταφράσει και αρχαίες τραγωδίες. Τιμήθηκε (τον περασμένο Μάρτιο, για το έτος 2021) με το Κρατικό Βραβείο για την απόδοση έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στα νέα ελληνικά, συγκεκριμένα για τις μεταφράσεις των Τρωάδων και της Μήδειας του Ευριπίδη. «Μια μετάφραση για να είναι ωραία, δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω, πρέπει να είναι πιστή. Μια φράση μπορεί να την τροποποιήσω, χωρίς ποτέ να φύγω μακριά από το βασικό της νόημα. Ομως και ο λόγος πρέπει να ηχεί οικεία στα αφτιά του κοινού. Το κύριο μέλημά μου είναι να ανταποκρίνεται μια μετάφραση στις θεατρικές απαιτήσεις. Αυτά τα ολίγα».