Τα Ηνωμένα έθνη πρέπει να αναλάβουν δράση και να επιδιώξουν την εξεύρεση διπλωματικής οδού για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία διότι διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος διολίσθησης σε επικίνδυνες ατραπούς, λέει στο «Βήμα» ο Γεώργιος Σαββαΐδης.

Ο πολύπειρος διπλωμάτης, πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών, μόνιμος αντιπρόσωπος στο ΝΑΤΟ και πρώην πρεσβευτής της χώρας στην Ουάσιγκτον, σημειώνει ότι ο πόλεμος έχει χαρακτηριστικά ανατροπής και αναθεωρητισμού, τρίτες δυνάμεις όπως η Τουρκία καιροφυλακτούν για «διαμεσολαβήσεις με το αζημίωτο» και για ανάληψη αυξημένου γεωπολιτικού ρόλου. Ειδικότερα δε στην τουρκική περίπτωση, «ελλοχεύει ο κίνδυνος μιμητισμού και εκμεταλλεύσεως προηγουμένων» προσθέτει.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της σύγκρουσης που εξελίσσεται στην Ουκρανία;

«Είναι πόλεμος με χαρακτηριστικά ανατροπής και αναθεωρητισμού, σε ό,τι επιτεύχθηκε με μεγάλες θυσίες στον τομέα της ασφάλειας της Ευρώπης, από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 ως το 1990. Εχει χαρακτηριστικά εμφυλίου σπαραγμού κατά το εθνολογικό και θρησκευτικό του μέρος μεταξύ των άμεσα εμπλεκομένων, είναι εξευτελιστικός και μειωτικός κατά το ανθρωπιστικό και πολιτιστικό του μέρος για ολόκληρη την Ευρώπη. Εχει απροσδιόριστους αλλά εξελισσόμενους στόχους της πλευράς που τον επέβαλε, της Ρωσίας, με άγνωστη χρονική και κυρίως γεωπολιτική κατάληξη. Είναι ένας πόλεμος που εξ αρχής κατέδειξε ότι δεν θα είχε κατά τη διεξαγωγή του δύο παίκτες, τη Ρωσία και την Ουκρανία, αλλά το σύνολο των παλαιών αντιπάλων του Ψυχρού Πολέμου, είτε σε ατομική βάση (ΗΠΑ), είτε σε συλλογική βάση (ΕΕ-ΝΑΤΟ). Ανέδειξε επίσης τεράστια ελλείμματα στον σεβασμό και την εφαρμογή θεμελιωδών κανόνων του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, όπως ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητος, της εθνικής ανεξαρτησίας κ.ά., αλλά και την ανεπάρκεια των παγκοσμίων και ευρωπαϊκών θεσμών, κυρίως του ΟΗΕ, του ΟΑΣΕ αλλά και του ΝΑΤΟ να τον προλάβουν πολιτικά και αποτρεπτικά ή έστω να τον οριοθετήσουν μετά την έκρηξή του».

Υπάρχουν όμως και «τρίτοι παίκτες» που διεκδικούν ευκαιρίες, όπως και ζητήματα που ξεφεύγουν της «σκληρής ασφάλειας»…

«Εξ αντικειμένου και εξ αντανακλάσεως, ο πόλεμος παρέχει ευκαιρίες και πειρασμούς εκμεταλλεύσεως από τρίτες δυνάμεις, θεωρητικώς παρατηρητές στο παρόν στάδιο, όπως η Κίνα, αλλά έτοιμες να αδράξουν ευκαιρίες καλύψεως στρατηγικών κενών και αποδυναμώσεως φίλων και αντιπάλων. Παρέχει όμως έδαφος μιμητισμού σε άλλους καιροφυλακτούντες και φιλοδοξούντες για περιφερειακούς ρόλους, για διαμεσολαβήσεις με το αζημίωτο, για διασπάσεις συλλογικών αποφάσεων, πολιτικών και μέτρων, π.χ.  κυρώσεων. Η περίπτωση της Τουρκίας είναι εν προκειμένω προφανής. Και βέβαια, γεωπολιτικά, γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά στοιχεία είτε ως απειλή, είτε ως εφαρμογή, αλληλοεξαρτώνται και αλληλοϋποστηρίζονται. Ενδεικτικά ας αναφερθούν οι κυρώσεις της Δύσεως σε βάρος της Ρωσίας, ως υποκατάστατο της μη άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής της υπέρ της Ουκρανίας, η χορήγηση βαρέων όπλων στην Ουκρανία και οι σχετικές απειλές της Ρωσίας κατά των προμηθευτών των εν λόγω συστημάτων, το όπλο της ενέργειας και η χρήση του από τη Ρωσία σε βάρος των ευρωπαίων πελατών της, οι σοβαρές ζημίες στην παγκόσμια οικονομία και το διεθνές εμπόριο λόγω κυρώσεων. Τέλος, εγείρεται νέο προσφυγικό/μεταναστευτικό ρεύμα, προερχόμενο από τα σπλάχνα της Ευρώπης».

Τι θα μπορούσε να γίνει;

«Τα προαναφερθέντα συνιστούν προκλήσεις πολιτικής και υψηλής διπλωματίας και οδηγούν στο ερώτημα επί του πρακτέου. Υπάρχει ακόμη χώρος και ελπίδα διπλωματίας; Ή η οποιαδήποτε απόπειρα θα ήταν μάταιη λόγω της τρομερής πολυπλοκότητας των σχετικών ζητημάτων, των διαμετρικώς αντιθέτων συμφερόντων, της ισχύος των βασικών παικτών, αλλά και των υποστηρικτών τους, της εκτραχύνσεως των σχέσεων των επιμέρους εθνικών ηγεσιών; Η μοιρολατρική ενατένιση των πραγμάτων οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς. Οι κίνδυνοι είναι ορατοί διά γυμνού οφθαλμού. Τα ανηλεή και βάρβαρα πλήγματα που δέχεται σήμερα η Ουκρανία μπορούν, ηθελημένα ή και αθέλητα, να βρουν άλλους στόχους – με γενικότερες συνέπειες. Η φωτιά λοιπόν πρέπει να σβήσει. Εχει ήδη αργήσει, αλλά υπάρχει ακόμα καιρός».

Με ποιον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί αυτό;

«Ως προς την ουσία, έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ της πλήρους επικράτησης των ρωσικών όπλων στο πεδίο, με μεθοδευμένες καταστροφές του χώρου που λέγεται σήμερα Ουκρανία και μίας διπλωματικής λύσης. Η διάρκεια και οι θυσίες που θα απαιτηθούν για ένα τέτοιο αποτέλεσμα μικρή σημασία έχουν για τη ρωσική πλευρά που, δεδομένης της ανυπαρξίας εσωτερικής δημόσιας αντιδράσεως, θα εμφανίσει το όποιο αποτέλεσμα ως επιβολή των αρχικών ρωσικών στοχεύσεων: της ματαίωσης άλλων διευρύνσεων του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, με τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας περιμετρικά του ρωσικού εδάφους. Εάν ο στόχος αυτός θα είχε ως αποτέλεσμα την ισοπέδωση των πάντων εντός της ζώνης αυτής, το ενδεχόμενο τίμημα ανατροπής μιας τοιαύτης εξελίξεως ας κληθεί να το πληρώσει ο διεθνής παράγων που υποστήριξε την Ουκρανία και την επιθυμία της να ενταχθεί στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, αγνοώντας τα ρωσικά συμφέροντα ασφαλείας. Αυτά έχουν ως ελάχιστο παρονομαστή ότι το τίμημα της ουκρανικής ανοικοδόμησης θα το αναλάβουν οι ΗΠΑ και ιδίως η ΕΕ. Η διεύρυνση και γενίκευση των επιχειρήσεων, με ανοικτό τον κίνδυνο περαιτέρω επιδείνωσης των πραγμάτων, απαιτεί αποφασιστική, συλλογική και συνολική προσέγγιση. Ενα τέτοιο παγκοσμιοποιημένο πρόβλημα με παραμέτρους που θυμίζουν «Λερναία Υδρα» δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν μόνο οι βασικοί παίκτες και οι υποστηρικτές τους».

Και ποιος θα αναλάμβανε αυτό το έργο;

«Ο ΟΗΕ, του οποίου η κύρια αποστολή είναι, σύμφωνα με τον Χάρτη του, η διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφαλείας, και η προαγωγή της διεθνούς συνεργασίας: πρέπει να κινηθεί προσεκτικά, αλλά αποφασιστικά, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του. Να συγκαλέσει μία Παγκόσμια Διάσκεψη (τύπου Συνδιασκέψεως Ειρήνης) για τον τερματισμό του πολέμου και το μέλλον της Ουκρανίας. Εάν τα ζητήματα που ανέκυψαν στην πορεία του πολέμου αυτού και όσων προηγήθηκαν δεν αντιμετωπισθούν συνολικά, είναι πλέον βέβαιον ότι ο πόλεμος θα διαιωνισθεί σε ένα νέο διευρυμένο πλαίσιο ανταγωνισμού Ανατολής – Δύσεως και ασχέτως των εξελίξεων επί του πεδίου. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι τα Ηνωμένα Εθνη δεν έχουν απουσιάσει μέχρι στιγμής από το ζήτημα. Οι προσπάθειες όμως εμπλοκής του Συμβουλίου Ασφαλείας προσέκρουσαν σε ρωσικό βέτο, η δε μετέπειτα απόφαση της Γενικής Συνέλευσης (μέσω της διαδικασίας Uniting for Peace), αν και ελήφθη με ευρεία πλειοψηφία, δεν παύει να έχει χαρακτήρα πολιτικής συστάσεως. Να επισημάνουμε επίσης ότι μία παγκόσμια διάσκεψη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ πρέπει να έχει χαρακτήρα ανοικτής συμμετοχής (open-ended), με δυνατότητα συζητήσεως όλων των θεμάτων που αφορούν στο μέλλον της Ουκρανίας ως ευρωπαϊκού κυρίαρχου κράτους και με εγγυήσεις ασφαλείας από το σύνολο των συμμετεχόντων. Η ΕΕ θα έπρεπε να έχει πρωτοβουλιακό ρόλο μέσω πάντοτε της ομπρέλας του ΓΓ του ΟΗΕ».

Βλέπετε να δέχεται κάτι τέτοιο η Ρωσία;

«Εννοείται ότι η συμμετοχή Ρωσίας και Ουκρανίας σε μία τέτοια πρωτοβουλία θα κρίνει και την όποια ελπίδα επιτυχίας της. Εάν όμως η Ρωσία αρνηθεί να συμμετάσχει με διάφορα προσχήματα και δικαιολογίες, θα έχει κλωτσήσει από μόνη της τη μόνη δυνατότητα αξιοπρεπούς και ισορροπημένης εξόδου από την κρίση και τις επιπτώσεις της σε παγκόσμιο επίπεδο. Μία τέτοια στάση δεν προσιδιάζει σε μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας διότι αυτά, με τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει ο Χάρτης, έχουν μία βασική ευθύνη και υποχρέωση: να συμβάλλουν στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας και στις προσπάθειες αποκαταστάσεως αυτών, ιδίως όταν τα ίδια τις διατάραξαν. Τα άρθρα 5 και 6 του Χάρτη είναι βεβαίως πολύ δύσκολο να εφαρμοσθούν πρακτικά στην περίπτωση των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Παρά ταύτα η πολιτική σημασία τους είναι προφανής. Δεν συνιστούν ευχολόγιο αλλά κανόνα συμπεριφοράς για όλα τα κράτη-μέλη».