Στα τέλη του 1917 και τις αρχές του 1918 ήταν η νεοσύστατη τότε Σοβιετική Ένωση, λίγους μήνες μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, που αναγνώρισε αμέσως την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Φινλανδίας. Άλλωστε, η απόφαση αυτή εντασσόταν στον τρόπο που οι Μπολσεβίκοι είχαν ενσωματώσει στην ιδεολογία τους το «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση», έστω και εάν δεν ήταν έτοιμοι να το αποδεχτούν πάντα με τον ίδιο τρόπο, όπως έδειξε το παράδειγμα του πώς αντιμετώπισαν τη μενσεβίκικη κυβέρνηση στη Γεωργία.

Όμως, η μικρή αυτή ιστορική λεπτομέρεια υπενθυμίζει ότι η Φινλανδία υπήρξε για ένα διάστημα τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και ότι οι ρίζες των κομμάτων της φινλανδικής αριστεράς βρίσκονται στις πολιτικές διεργασίες του ευρύτερου χώρου που αποτελούσε την σοσιαλδημοκρατία της τσαρικής αυτοκρατορίας. Άλλωστε, η ίδια η ιστορία της Φινλανδίας μέχρι και την ανεξαρτησία σφραγίστηκε από την διπλή πίεση και για μεγάλες περιόδους και κατάκτηση είτε από τη Σουηδία είτε από την Τσαρική Αυτοκρατορία.

Μάλιστα, όπως έχουν υπογραμμίσει αρκετοί ιστορικοί, οι πολιτικές δυναμικές στον ρωσικό επαναστατικό κύκλο που ξεκινά ουσιαστικά με την επανάσταση του 1905 και ολοκληρώνεται με την Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές με αναφορά μόνο στις εξελίξεις στην ίδια τη Ρωσία και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Καθοριστικό ρόλο είχαν και τα σοσιαλδημοκρατικά και άλλα πολιτικά κινήματα που εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν στις περιοχές της Αυτοκρατορίας εκτός Ρωσίας.

Η επανάσταση του 1918 και η πικρή εμπειρία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου

Στην ίδια τη Φινλανδία, η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας ακολουθήθηκε από την προσπάθεια του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος να κάνει επανάσταση, την ανακήρυξη της Φινλανδικής Σοσιαλιστικής Εργατικής Δημοκρατίας και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε και που ως ένα βαθμό συνέπεσε με τον εμφύλιο πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση. Η νίκη των «Λευκών» στον εμφύλιο πόλεμο θα ξεκινήσει μια μακρά περίοδο διωγμών των κομμουνιστών αλλά και την ένταξη της Φινλανδίας στη γερμανική σφαίρα επιρροής.

Στη συγκυρία που ακολούθησε το σύμφωνο Μολότοφ –Ρίμπεντροπ και αφού η Σοβιετική Ένωση είχε ανακτήσει τις περιοχές της Βαλτικής, τέθηκε το θέμα της Φινλανδίας. Το ζήτημα του σκοπού της επίθεσης των σοβιετικών δυνάμεων στη Φινλανδία τον χειμώνα του 1939-1940 είναι διαφιλονικούμενο στη σχετική συζήτηση, αν και φαίνεται ότι η ΕΣΣΔ δεν επεδίωκε τόσο την κατάκτηση της Φινλανδίας, όσο την απόσπαση εδαφών και τη βελτίωση της δυνατότητας άμυνας του Λένινγκραντ. Στην αρχή της επίθεσης θα ανακηρυχθεί και η «Φινλανδική Λαοκρατική Δημοκρατία» υπό τον κομμουνιστή Όττο Κουούσινεν. Ο ίδιος ο πόλεμος θα τερματιστεί με τη Συνθήκη Ειρήνης τα Μόσχας στις 12 Μαρτίου 1940, με τη Ρωσία να συναντά μεγάλη αντίσταση.

Τα δεδομένα θα αλλάξει η επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας στην ΕΣΣΔ. Αυτή τη φορά ήταν η Φινλανδία, υπό φιλογερμανική διακυβέρνηση που πήρε την πρωτοβουλία της επίθεσης. Ο πόλεμος τώρα θα κρατήσει πάνω από 3 χρόνια και για τη σοβιετική ιστοριογραφία ήταν ουσιαστικά το Φινλανδικό μέτωπο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Στο τέλος οι σοβιετικοί θα νικήσουν και θα υπογραφεί η ανακωχή της Μόσχας τον Σεπτέμβριο του 1944.

Ο πόλεμος του 1941-1944 θα αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στη Φινλανδία. Καταρχάς στο πολιτικό της τοπίο η Αριστερά θα βρεθεί ενισχυμένη. Παρότι οι Σοσιαλδημοκράτες θα είναι το μεγαλύτερο κόμμα, η συνεργασία των κομμουνιστών με τους αριστερούς σοσιαλδημοκράτες στο πλαίσιο της Δημοκρατικής Ένωσης του Φινλανδικού Λαού θα έχει τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ποσοστά άνω του 20%, καθιστώντας το Κομμουνιστικό Κόμμα ένα από τα μεγαλύτερα ως προς την επιρροή στην Ευρώπη.

Η επιλογή της μεταπολεμικής ουδετερότητας

Ταυτόχρονα, η ίδια η μορφή του πολέμου και το τραύμα της συνεργασίας με τη Γερμανία μαζί με την ειδική βαρύτητα που είχε η ΕΣΣΔ ως νικήτρια του πολέμου, είχε συγκεκριμένα αποτελέσματα στην εξωτερική πολιτική της Φινλανδίας. Η χώρα θα επιλέξει ένα δρόμο ουδετερότητας και γενικά σχέσεων καλής γειτονίας και συνεργασίας με την ΕΣΣΔ.

Μάλιστα, αυτή η τοποθέτηση φάνηκε να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και με την κοινωνία. Για αυτό και η επιλογή για ένταξη στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συνοδεύτηκε από μια ανάλογη επιλογή για ένταξη στο ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, πάντα μπορεί κανείς να παρατηρήσει στη δημόσια συζήτηση και στις τοποθετήσεις των πολιτικών δυνάμεων τη φόρτιση που έχει ακόμη αφήσει η ιστορία όσων συνέβησαν ανάμεσα στο 1939 και το 1944. Αυτό φάνηκε και στην αντίληψη ότι οι Ρώσοι γενικά επιβουλεύονται την Φινλανδία και τον τρόπο που κατά καιρούς επανερχόταν το ζήτημα της Καρελίας σε σχέση με τις εκτάσεις που παραχωρήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση μετά το 1944. Από την άλλη, η ισχυρή παρουσία της κομμουνιστικής αριστεράς και της ιστορικότητας που είχε ο εμφύλιος πόλεμος, λειτουργούσε στην αντίρροπη κατεύθυνση.

Τι θα σηματοδοτήσει η είσοδος της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ

Για την ίδια τη Ρωσία (όπως και για την ΕΣΣΔ) η Φινλανδία αποτελεί ένα πολύ μεγάλο και δύσκολο σύνορο μήκους 1340 χιλιομέτρων. Μια ουδέτερη Φινλανδία απαλλάσσει εν μέρει από το κόστος της πλήρους φύλαξης ενός τόσο μεγάλου συνόρου. Αντίθετα, μια Φινλανδία ενταγμένη σε ένα ΝΑΤΟ σε τροχιά σύγκρουσης με την Ρωσία σημαίνει πολύ μεγαλύτερες αμυντικές απαιτήσεις για τη Ρωσία, που έρχονται να προστεθούν στη μακρά γραμμή της ιδιότυπης «υγειονομικής ζώνης» που προσπαθεί να διαμορφώσει η Δύση, και μάλιστα σε μια περιοχή τις δυσκολίες της οποίας η Ρωσία γνωρίζει από πρώτο χέρι.

Για το ΝΑΤΟ, το να ενταχθεί η Φινλανδία είναι ένα μεγάλο στρατηγικό πλεονέκτημα. Αποκτά παρουσία και δυνατότητα να παρατάξει δυνάμεις και εξελιγμένα οπλικά συστήματα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περιοχή για τη Ρωσία. Αποτελεί, δηλαδή, μια σημαντική αλλαγή συσχετισμού. Επιπλέον, το ΝΑΤΟ ελπίζει να εκμεταλλευτεί την αμυντική ικανότητα των Φινλανδικών ενόπλων δυνάμεων , που εδώ και δεκαετίες έχουν έναν προσανατολισμό, εκπαίδευση, διάταξη και εγκαταστάσεις κατεξοχήν προσανατολισμένες στην αντιμετώπιση επίθεσης από τη ρωσική πλευρά. Άλλωστε, η Φινλανδία ήταν μια χώρα που κατεξοχήν διατήρησε σχετικά υψηλές αμυντικές δαπάνες ακόμη και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ένοπλες δυνάμεις με μεγάλο αριθμό εφέδρων.

Προφανώς επίσης ρόλο στη διαφαινόμενη αλλαγή κλίματος παίζει και ο τρόπος που  πλέον στο προσκήνιο δεν είναι οι μεταπολεμικές γενιές που μπορεί να στάθμιζαν διαφορετικά τις εμπειρίες της Φινλανδίας από το 1918 έως το 1944 και την ανάγκη, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η χώρα τους να μη γίνει πεδίο αντιπαράθεσης αντιμαχόμενων συνασπισμών. Όμως, με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να επιλέγουν να είναι με έναν ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο τη συστράτευση στο ΝΑΤΟ και την αποδοχή της νέας διαιρετικής γραμμής είναι σαφές ότι η λογική της σύγκρουσης επανέρχεται στο ευρωπαϊκό έδαφος.