Παρότι η συνάντηση κανονίστηκε μάλλον βιαστικά για να εκμεταλλευτεί την παρουσία του Άντονι Μπλίνκεν στο Ισραήλ, στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μια  κυρίως αμερικανική πρωτοβουλία, ή για μια πρωτοβουλία που στόχο έχει να ενισχύσει την αμερικανική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, παρότι προφανώς οι ΗΠΑ την αντιμετωπίζουν θετικά.

Αντιθέτως, το γεγονός ότι για πρώτη φορά έγινε σε ισραηλινό έδαφος η συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών του Ισραήλ και των συναδέλφων του από το Μπαχρέιν, την Αίγυπτο, το Μαρόκο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που έγινε στη Νεγκέβ στις 27 και 28 Μαρτίου, σηματοδοτεί ένα νέο τοπίο που έχει να κάνει περισσότερο με τη σταδιακή απομάκρυνση των ΗΠΑ από την περιοχή παρά με την εντονότερη παρουσία ή τις πρωτοβουλίες τους.

Το άγχος για την πλήρη επιστροφή του Ιράν στη «διεθνή κοινότητα»

Τυπικά η συνάντηση αυτή περιλάμβανε τέσσερις αραβικές χώρες που έχουν συνάψει διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, αν και κανείς μπορεί να υποθέσει ότι την παρακολούθησε ουσιαστικά και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η Σαουδική Αραβία. Ουσιαστικά, είναι οι αραβικές χώρες που έχουν επιλέξει την εξομάλυνση σχέσεων με το Ισραήλ (η Αίγυπτος το είχε κάνει από το 1979).

Το βασικό αντικείμενο ήταν το νέο τοπίο που διαμορφώνει η ενδεχόμενη ολοκλήρωση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στη Βιέννη εμμέσως ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν έχουν κάνει σημαντική πρόοδο και εάν ξεπεραστεί και το ζήτημα του αποχαρακτηρισμού των Φρουρών της Επανάστασης από «τρομοκρατική οργάνωση», το Ιράν έχει πετύχει τους βασικούς σκοπούς του, πάνω από όλα την επιστροφή στην παγκόσμια αγορά υδρογονανθράκων σε μια περίοδο αυξημένης ζήτησης και άρα υψηλών τιμών.

Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία εμπόδια που προέκυψαν αφορούσαν κυρίως τη Ρωσία, αν και αυτά αντιμετωπίστηκαν ύστερα από δέσμευση των ΗΠΑ ότι οι κυρώσεις στη Ρωσία δεν επηρεάζουν κρίσιμες πλευρές της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα. Ούτως ή άλλως, η κυβέρνηση Ραϊσί έχει κάνει μια σημαντική επένδυση στα οικονομικά οφέλη από την άρση των κυρώσεων σε βάρος της χώρας της, για να αντιμετωπίσει τη σημαντική κοινωνική δυσαρέσκεια που έχει αναπτυχθεί στο Ιράν και έκανε σχετικά αντιδημοφιλή και την προηγούμενη κυβέρνηση.

Αυτό, όμως, γεννά ανησυχία στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ας μην ξεχνάμε όλα τα προηγούμενα χρόνια με τη διαμόρφωση του «Άξονα της Αντίστασης», το Ιράν επένδυσε ιδιαίτερα στο να κατοχυρωθεί ως μια χώρα με σημαντική επιρροή. Έχει στηρίξει την κυβέρνηση Άσαντ στη Συρία, παίζει σημαντικό ρόλο στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα του Ιράκ και βέβαια στηρίζει τους αντάρτες Χούθι στην Υεμένη, που πρόσφατα υπενθύμισαν στη Σαουδική Αραβία ότι μπορούν να επιφέρουν σοβαρά πλήγμα στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της. Άλλωστε και η πρόσφατη πυραυλική επίθεση των Φρουρών της Επανάστασης σε ισραηλινό στόχο στην Ερμπίλ στο Ιράν ήταν επίσης μια υπενθύμιση της αποτελεσματικότητάς τους.

Το Ισραήλ έχει κάνει σαφή την επιθυμία του να μην προχωρήσει η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, καθώς εκτιμά θα εκληφθεί από την Τεχεράνη ως δικαίωμα για πιο επιθετική συμπεριφορά. Αντίστοιχα και άλλες αραβικές χώρες έχουν μια ανησυχία καθώς το θεωρούν ως αφετηρία ενίσχυσης μιας ήδη ενισχυμένης ιρανικής παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή.

Όμως, σε αυτή τη φάση οι ΗΠΑ δείχνουν να επιθυμούν να προχωρήσει η διαπραγμάτευση και να ολοκληρωθεί η συμφωνία. Ας μην ξεχνάμε ότι το Ιράν έχει μεγάλα αποθέματα και πετρελαίου και φυσικού αερίου και σε μια περίοδο ανοδικών τιμών στην ενέργεια εκτιμάται ότι η πλήρης επιστροφή του στις αγορές ενέργειας θα οδηγήσει σε μια αποκλιμάκωση των τιμών.

Η δυναμική της σχετικής αποχώρησης των ΗΠΑ

Το ενδιαφέρον σε αυτή τη συνάντηση είναι ότι παρότι η σύγκλιση ανάμεσα στις αραβικές χώρες και το Ισραήλ είναι ένας πάγιος προσανατολισμός της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, κάτι που φάνηκε και στην σημασία που είχε αποδώσει και η κυβέρνηση Τραμπ στην αποκατάσταση σχέσεων των χωρών του Κόλπου με το Ισραήλ, η δυναμική της συνεννόησης έχει να κάνει περισσότερο με τη σταδιακή αποχώρηση των ΗΠΑ.

Δηλαδή, είναι η αίσθηση ότι οι ΗΠΑ, παρότι χαιρέτησαν τη συνάντηση στη Νεγκέβ και προφανώς θα ήθελαν να δουν ένα είδος περιφερειακής «ανάσχεσης» του Ιράν, δεν πρόκειται να αναλάβουν παραπάνω ευθύνες και βάρος στην ευρύτερη περιοχή – ιδίως όταν προσπαθούν να απεμπλακούν και από το Ιράκ μετά το Αφγανιστάν, γεννά μια διαφορετική συνθήκη. Πλέον οι χώρες δεν μπορούν να στηρίζονται τόσο στην αμερικανική παρέμβαση ή μεσολάβηση αλλά στους δεσμούς που έχουν οικοδομηθεί στην ίδια την περιοχή.

Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι τόσο οι αραβικές χώρες όσο και το Ισραήλ έχουν αρνηθεί μέχρι τώρα να ταυτιστούν πλήρως με την αμερικανική πολιτική για την Ουκρανία, αρνούμενες να ακολουθήσουν το δρόμο των σκληρών κυρώσεων ή δηλώνοντας (όπως έκαναν τα ΗΑΕ) ότι δεν έχουν σκοπό να εγκαταλείψουν το σχήμα OPEC+ που περιλαμβάνει και τη Ρωσία

Αυτό αποτυπώνεται σε διάφορες δυναμικές συνεννόησης, από την προσπάθεια της Τουρκίας να αποκαταστήσει σχέσεις με χώρες της περιοχής με τις οποίες είχε έρθει σε ρήξη το προηγούμενο διάστημα, έστω συναντήσεις όπως αυτή στη Νεγκέβ. Αποτυπώνεται ακόμη στην παραδοχή ότι η «επόμενη μέρα» για τη Συρία δεν περιλαμβάνει την «αλλαγή καθεστώτος», όπως φάνηκε και στην επίσκεψη Άσαντ στα ΗΑΕ.

Ούτε είναι τυχαίο ότι παρά τη μεγάλη καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζεται και το Ιράν έχουν υπάρξει και προσπάθειες να ανοίξουν δίαυλοι συνεννόησης και με αυτό. Το χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι σχέσεις ανάμεσα στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Τεχεράνη. Η κυβέρνηση Ραϊσί έχει δείξει ότι ενδιαφέρεται για αναβάθμιση των σχέσεων με το Άμπου Ντάμπι, που το βλέπει ως σημαντικό εμπορικό εταίρο, παρά τη διαδικασία «εξομάλυνσης» των σχέσεων των ΗΑΕ με το Ισραήλ.