70 χρόνια από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη «Ανακοινούμεν ότι σήμερον 30ήν Μαρτίου και ώραν 4.15 πρωϊνήν εξετελέσθησαν οι καταδικασθέντες εις θάνατον επί κατασκοπεία υπό του Τακτικού Στρατοδικείου Αθηνών, Μπελογιάννης, Αργυριάδης, Καλούμενος και Μπάτσης, εις τον συνήθη τόπον εκτελέσεων Γουδί, τηρηθεισών όλων των νομίμων διατυπώσεων».

Αυτή ήταν η «επίσημος ανακοίνωσις» της Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοίκησης Αττικής και Νήσων για την εκτέλεση των τεσσάρων κομμουνιστών, μια πράξη που δεν απετράπη παρά την μεγάλη διεθνή κινητοποίηση και τις εγχώριες αντιδράσεις έως και εντός της κυβερνώσας ΕΠΕΚ του ασθενούντος πρωθυπουργού Νικόλαου Πλαστήρα, ο οποίος παρέμεινε ουσιαστικά θεατής των εξελίξεων που λάμβαναν χώρα στο παρασκήνιο μεταξύ κύκλων του μετεμφυλιακού κράτους και παρακράτους, του αμερικανικού παράγοντα που διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο μέσω του διαβόητου πρέσβη Τζον Πιουριφόι και του Τομ Καραμεσίνη, σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, των Ανακτόρων και βεβαίως του παραστρατιωτικού «Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών» (ΙΔΕΑ), εξέχων παράγοντας του οποίου ήταν ο μετέπειτα δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο οποίος συμμετείχε στην σύνθεση του Στρατοδικείου που καταδίκασε τον Μπελογιάννη «εις θάνατον».

21 Μαρτίου 1952. Έγγραφο του υπουργείου Δικαιοσύνης προς την Γενική Ασφάλεια για την «ασφαλή κράτηση» των καταδικασθέντων στις φυλακές Καλλιθέας (εκτίθεται στην Μόνιμη Έκθεση που δημιούργησε η Βουλή των Ελλήνων το 2017 στην Αμαλιάδα, γενέτειρα του Μπελογιάννη).

Υπό το φως των προβολέων των στρατιωτικών αυτοκινήτων στις 4.12 ακριβώς όπως κατέγραψαν τα ρεπορτάζ της εποχής (τρία λεπτά νωρίτερα απ’ ότι ανέφερε το επίσημο ανακοινωθέν) πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία», πριν ξημερώσει η Κυριακή της 30ής Μαρτίου 1952, ημέρα που ούτε οι ναζί δεν εκτελούσαν τους μελλοθάνατους, ακουγόταν το παράγγελμα του επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος: «Πυρ»! «Οι 4 κατάδικοι εσωριάσθησαν εις το έδαφος. Ολίγας στιγμάς κατόπιν εδόθησαν εις αυτούς αι χαριστικαί βολαί. Ηκούσθησαν 12 εν συνόλω βολαί γεγονός εκ του οποίου εξάγεται το συμπέρασμα ότι εδόθησαν τρεις εις έκαστον», έγραφαν οι εφημερίδες, σημειώνοντας επιπλέον ότι «ολίγα δευτερόλεπτα προς της ομοβροντίας ηκούσθησαν κραυγαί των μελλοθανάτων», αλλά «δεν εξηκριβώθη τι ακριβώς είπαν». «Κατά μιαν πληροφορίαν ο Μπελογιάννης εζητωκραύγασεν υπέρ του ΚΚΕ», ενώ οι κρατούμενοι φυματικοί κομμουνιστές στην «Σωτηρία» έχοντας ήδη αντιληφθεί τις κινήσεις των στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων φώναζαν και διαμαρτυρόντουσαν «αναστατώσαντες ολόκληρον την περιοχήν»: «Όχι εκτελέσεις. Όχι άλλο αίμα». Η τελευταία πράξη του δράματος είχε ολοκληρωθεί. Οι διακηρύξεις περί ειρήνευσης και συμφιλίωσης στην βαθιά τραυματισμένη μετεμφυλιακή Ελλάδα εξανεμίζονταν.

Οι προ μηνών διαβεβαιώσεις του Πλαστήρα ότι «ο Μπελογιάννης και οι μετ’ αυτού καταδικασθέντες σε θάνατο από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών δεν πρόκειται να εκτελεστούν», καθώς «απόφασις της κυβερνήσεως είναι ότι δι’ αδικήματα διαπραχθέντα προ της 1ης Νοεμβρίου 1951, οπότε η παρούσα κυβέρνησις δεν ευρίσκετο εις την Αρχήν, αι τυχόν επιβαλλόμεναι θανατικαί ποιναί διά κομμουνιστικήν δράσιν θα υπήγοντο εις την ρύθμισιν η οποία είχε συμφωνηθεί δι’ όλας τας μέχρι τούδε επιβληθείσας και μη εκτελεσθείσας θανατικάς καταδίκας», αποδείχθηκαν πρόσκαιρες. Η δήλωση αυτή έγινε στις 17 Νοεμβρίου 1951, μετά την πρώτη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη, του «ανθρώπου με το γαρύφαλλο» που φιλοτέχνησε ο Πάμπλο Πικάσο, και την καταδίκη του σε θάνατο (μαζί με έντεκα ακόμη συγκατηγορουμένους του από τους 93 συνολικά κομμουνιστές που βρέθηκαν μαζί του στο σκαμνί) βάσει του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947, με τον οποίο το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου, γλυτώνοντάς τον από το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Μπελογιάννης είχε συλληφθεί στις 20 Δεκεμβρίου 1950 σε σπίτι του Τάκη Καλοφωλιά, στην οδό Πλαπούτα στα Εξάρχεια, που χρησιμοποιείτο ως γιάφκα του κόμματος, ενώ τρεις μέρες μετά συλλαμβάνονταν στο ίδιο μέρος και η σύντροφός του Έλλη Παππά (Ιωαννίδου, τότε καθώς ήταν παντρεμένη με το κομματικό στέλεχος Ηλία Ιωαννίδη, ο οποίος βρισκόταν στην πολιτική προσφυγιά όπως και η ηγεσία του ΚΚΕ και ήταν επιφορτισμένος με την προετοιμασία των παράνομων κομματικών στελεχών τα οποία στέλνονταν στην Ελλάδα). Ο Μπελογιάννης, επίλεκτο μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, είχε φτάσει στην Ελλάδα με Αργεντίνικο διαβατήριο και με το όνομα Ερρίκος Πανόζ τον Ιούνιο του 1950 κατ’ εντολή του ηγέτη του κόμματος Νίκου Ζαχαριάδη, προερχόμενος από τις σοσιαλιστικές χώρες όπου είχε καταφύγει μαζί με χιλιάδες στελέχη και μέλη του ΔΣΕ μετά την ήττα (Αύγουστος 1949), με στόχο να ανασυγκροτήσει τον παράνομο μηχανισμό του κόμματος που τελούσε υπό την καθοδήγηση του Νίκου Πλουμπίδη και είχε διαβρωθεί από την Ασφάλεια. Τον Νοέμβριο του 1951 η Ασφάλεια προχωρά στην εξάρθρωση του μηχανισμού των ασυρμάτων του παράνομου ΚΚΕ στην Καλλιθέα και την Γλυφάδα και ο Μπελογιάννης μαζί με άλλους 28 κομμουνιστές παραπέμπεται σε νέα δίκη με την κατηγορία της κατασκοπείας με βάση τον μεταξικό νόμο 375/1936. Η δίκη ξεκινά στις 15 Φεβρουαρίου 1952. «Η δίκη αυτή είναι μια, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, καινούργια έκδοση της προηγούμενης δίκης, έκδοση όμως βελτιωμένη και, οφείλει να ομολογήσει κανείς, επιτελικά οργανωμένη», θα πει στο δικαστήριο, αντιλαμβανόμενος την όλη μεθόδευση που δεν ήταν άλλη από το να «στοιχειοθετηθεί» το βαρύτερο κατηγορητήριο που θα τον έστελνε αυτή την φορά στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Την 1η Μαρτίου εκδίδεται η απόφαση του Στρατοδικείου. Από τους οκτώ καταδικασθέντες -Νίκο Μπελογιάννη, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη, Νίκο Καλούμενο, Τάκη Λαζαρίδη, Χαρίλαο Τουλιάτο, Μιλτιάδη Μπισμπιάνο και Έλλη Ιωαννίδου- οι τέσσερις τελευταίοι πήραν χάρη, ενώ το Συμβούλιο Χαρίτων απέρριψε τα ανάλογα αιτήματα των τεσσάρων πρώτων. Και αυτό παρά την μεγάλη διεθνή κινητοποίηση αλληλεγγύης που εκδηλώθηκε από προοδευτικούς πολίτες του κόσμου και προσωπικότητες όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Λουί Αραγκόν, ο Πωλ Ελυάρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσο, ακόμα και ο στρατηγός Ντε Γκώλ, αλλά και τις ανάλογες εκκλήσεις εγχώριων παραγόντων πολιτικών και εκκλησιαστικών. «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο κι από των πρώτων Χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή», έγραφε σε επιστολή του προς τον Βασιλιά ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Σπυρίδων Βλάχος, ζητώντας του να μην γίνει η εκτέλεση. Ακόμα και στο εσωτερικό της ΕΠΕΚ υπήρχαν δυνάμεις που δεν ήθελαν τις εκτελέσεις, καθώς θα προκαλούσαν μεγάλο πολιτικό κόστος στην παράταξη και θα ευνοούσαν τα σχέδια του Ελληνικού Συναγερμού του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου για επάνοδο στην εξουσία και βεβαίως θα δυναμίτιζαν το πνεύμα της ειρήνευσης που καλλιεργούσε ο Πλαστήρας. Οι ενδοκυβερνητικές αναταράξεις ήταν ραγδαίες προερχόμενες από την αριστερά πτέρυγα της ΕΠΕΚ ενώ οι συγκυβερνώντες Φιλελεύθεροι του Σοφοκλή Βενιζέλου δεν τάσσονταν κατά της αποτροπής των εκτελέσεων. Μεταξύ αυτών που αντιδρούσαν ήταν ο υπουργός Συντονισμού Γεώργιος Καρτάλης, ο οποίος υπέβαλλε την παραίτησή του αλλά ο Πλαστήρας τον παρακάλεσε «μη μου φύγεις κι εσύ», αρκετοί βουλευτές όπως ο Λουκής Ακρίτας, ο Μηνάς Πατρίκιος κ.ά,, ο Γραμματέας της Νεολαίας της ΕΠΕΚ Αναστάσης Πεπονής κ.ά. Οι προτεραιότητες ωστόσο του αμερικανικού παράγοντα σε μια περίοδο κλιμάκωσης του ψυχροπολεμικού κλίματος και προς αποτροπή καθ’ οιονδήποτε τρόπο της ενίσχυσης των δυνάμεων της Αριστεράς που ήδη εκπροσωπείτο από την νεοσυσταθείσα ΕΔΑ (τον Αύγουστο 1951), η οποία στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 είχε λάβει ποσοστό 10,5%, ήταν αντίθετες. Το ίδιο, κατ’ επέκταση, και οι προτεραιότητες των Ανακτόρων και βεβαίως όλων των κύκλων εκείνων που επένδυαν στην ανατροπή των όποιων σχεδίων εξομάλυνσης της πολιτικής ζωής.

Έτσι ακόμα και οι απεγνωσμένες εκκλήσεις του Πλαστήρα προς τον βασιλιά Παύλο για απόδοση χάριτος στους καταδικασθέντες έπεσαν στο κενό. Το απόγευμα της 28ης Μαρτίου συνεδρίασε το Συμβούλιο Χαρίτων υπό την προεδρία του γενικού γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης Δ. Αγραφιώτη. Τη νύχτα γίνεται γνωστό ότι απορρίπτονται οι αιτήσεις για απονομή χάριτος για τους Μπελογιάννη, Αργυριάδη, Καλούμενο και Μπάτση. Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης και μετέπειτα Πρόεδρος της Βουλής Δημήτρης Παπασπύρου μετά από συνεννόηση με τον Πλαστήρα απευθύνεται στον βασιλιά Παύλο. Τον επισκέπτεται στο Τατόι και θέτει εις γνώση του την εισήγησή του «να μετριασθή η ποινή του θανάτου εις ισόβιον κάθειρξιν» μεταφέροντας και την σχετική έκκληση του πρωθυπουργού. «Πόσο θα λυπηθώ εάν στεναχωρήσω τον πρωθυπουργό μου…», θα αποκριθεί ο βασιλιάς χωρίς να ξεκαθαρίσει την θέση του. Θα έφευγε με την βασίλισσα για να γευματίσουν στην Χαλκίδα και όταν θα επέστρεφε θα εξέταζε το όλο θέμα. Ο Παπασπύρου αφού προηγουμένως έφαγε στα Ανάκτορα επέστρεψε στον Πλαστήρα για να τον ενημερώσει ότι κατά την κρίση του ο Παύλος θα αποδεχθεί την απόφαση που έλαβε το Συμβούλιο Χαρίτων, όπως και έγινε. «Εμείς εκάναμε τον καθήκον μας. Ο Θεός ας τον φωτίσει», θα του πει ο ασθενής πρωθυπουργός. Όλα είχαν κριθεί. Ακόμα και η απεγνωσμένη προσπάθεια του Νίκου Πλουμπίδη να αποτρέψει την εκτέλεση, στέλνοντας ανοιχτή επιστολή λίγα 24ωρα πριν οδηγηθούν οι καταδικασθέντες στο Γουδί, με την οποία ανελάμβανε την ευθύνη του παράνομου κομματικού μηχανισμού δηλώνοντας έτοιμος να παραδοθεί στις αρχές εφόσον δεν εκτελείτο ο Μπελογιάννης, είχε πέσει στο κενό μετά την απόφαση του Ζαχαριάδη να καταγγείλει τον ίδιο μέσω της «Φωνής της Αλήθειας» ως προδότη και χαφιέ και την επιστολή του ως «κατασκεύασμα της Ασφάλειας», κίνηση η οποία αφαιρούσε κάθε ενδεχόμενο νομικό περιθώριο αναστολής έστω της εκτέλεσης της ποινής. «Το γιατί ο Ζαχαριάδης επέσπευσε την εκτέλεση του Νίκου αφαιρώντας κάθε νομική δυνατότητα αναβολής, έκανα χρόνια να το βρω», έγραφε η Έλλη Παππά στην «Πολιτική Διαθήκη» της επιρρίπτοντας πολιτικές ευθύνες στον ηγέτη του ΚΚΕ για την υπόθεση Μπελογιάννη, του ανθρώπου που με την θυσία του για τα ιδανικά του κόμματος που υπηρέτησε με πίστη και αφοσίωση μέχρι τέλους, έγινε σύμβολο των αγώνων του κομμουνιστικού και ευρύτερα αριστερού και προοδευτικού κινήματος εντός και εκτός συνόρων.