Επειτα από μια περίοδο επιθετικότητας και τεταμένων δηλώσεων μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία, ΗΠΑ και Κίνα έκαναν ένα βήμα προσέγγισης το πρωί της περασμένης Παρασκευής. «Η σύγκρουση και η αντιπαράθεση δεν είναι προς το συμφέρον κανενός» δήλωσε ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ στην πολυαναμενόμενη τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, την πρώτη μετά την έναρξη του πολέμου στις 24 Φεβρουαρίου.

Ο κινέζος πρόεδρος τόνισε ότι ΗΠΑ και Κίνα πρέπει καταβάλλουν προσπάθειες για την παγκόσμια ειρήνη, όμως δεν καταδίκασε ρητά την επιθετικότητα της Ρωσίας. Εγινε ξεκάθαρο όμως από την αμερικανική πλευρά ότι το Πεκίνο θα πληρώσει ακριβό τίμημα εάν υποστηρίξει άμεσα τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η προειδοποίηση έρχεται έπειτα από πλήθος δημοσιευμάτων στον διεθνή Τύπο ότι η Κίνα θα μπορούσε και φαινόταν πρόθυμη – όπως επεσήμαναν – να στηρίξει στρατιωτικά και οικονομικά τη Ρωσία.

Ξεκάθαρο μήνυμα για κυρώσεις

Το σενάριο αυτό θορύβησε τον Λευκό Οίκο που έστειλε σε ένα ταξίδι-αστραπή τον αμερικανό σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν στη Ρώμη προκειμένου να συναντήσει τον κινέζο ομόλογό του Γιανγκ Τζιετσί, την περασμένη Δευτέρα, και να του κομίσει ξεκάθαρο μήνυμα ότι αν η Κίνα τείνει χείρα βοηθείας στη Μόσχα, θα υποστεί τις συνέπειες. Δηλαδή μια νέα δέσμη δευτερευουσών κυρώσεων, από το εμπόριο μέχρι την ανάπτυξη νεών τεχνολογιών.

Το παραπάνω σενάριο θα έβλαπτε συνολικότερα τις σχέσεις Κίνας – Δύσης, θέτοντας το Πεκίνο σε τροχιά «πολέμου δι’ αντιπροσώπων με τις ΗΠΑ και τις χώρες του ΝΑΤΟ που υποστηρίζουν την Ουκρανία» τονίζει ο Γκίντιον Ράχμαν των «Financial Times». Οχι τυχαία ο Κιν Γκανγκ, πρεσβευτής της Κίνας στην Ουάσιγκτον, επέλεξε να μιλήσει στην εφημερίδα «Washington Post» υποστηρίζοντας ότι «η Κίνα είναι δεσμευμένη για μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική ειρήνης» που στηρίζει πλήρως την εδαφική ακεραιότητα όλων των χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας.

Επιλεκτική αμφισημία

Από την άλλη όμως η Κίνα δεν μπορεί να κόψει τους διαύλους επικοινωνίας με τη Μόσχα με την οποία διατηρεί στενή συνεργασία εδώ και δεκαετίες. Τα συμφέροντά της και οι ευρύτερες φιλοδοξίες της επιβάλλουν μια ουδέτερη – κατ’ ουσίαν διφορούμενη – στάση. Ιδανικά η Κίνα «θα διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με τη Μόσχα, θα διασφάλιζε την εμπορική της σχέση με την Ουκρανία, θα κρατούσε την ΕΕ στην οικονομική της σφαίρα […] θα απέτρεπε μια σημαντική επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ» σχολιάζει το Foreign Affairs.

Στη συνάντηση των αξιωματούχων της Ρώμης υπήρξαν διαρροές ότι το Πεκίνο αξίωσε από την Ουάσιγκτον να μην εξοπλίζει την Ταϊβάν. Η επιβεβαίωση, αν και έμμεση, ήρθε διά στόματος του εκπροσώπου του κινεζικού ΥΠΕΞ, Ζάο Λιζιάνγκ, που έστρεψε τα πυρά του στην αμερικανική πλευρά για την προ ημερών πώληση συστήματος επικοινωνίας στην Ταϊβάν – στο πλαίσιο πώλησης οπλικών συστημάτων που της παρέχουν οι ΗΠΑ από το 1979: «Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δεσμευτεί για το ζήτημα της Ταϊβάν να τηρεί την αρχή της «μιας Κίνας» και να μη στηρίζει την ανεξαρτησία της νησιωτικής περιοχής, όμως οι πρόσφατες ενέργειές της δεν συνάδουν με τις δηλώσεις της».

Προτεραιότητα η «γειτονιά» της

Η επικίνδυνη κατάσταση που διαμορφώνεται στο στενό της Ταϊβάν μαζί με την έμπρακτη στήριξη που έχει δείξει η Ουάσιγκτον στην Ταϊπέι είναι κι ένας λόγος σχετικά με το πώς η Κίνα αντιλαμβάνεται τις ρωσικές πολιτικές θέσεις. Το ζήτημα της ασφάλειας στη δική της γειτονιά είναι υψίστης σημασίας και πάνω σε αυτή τη βάση ερμηνεύει και συμμερίζεται τη ρωσική πολιτική, αφού θεωρεί ότι η πρόκληση της ουκρανικής κρίσης οφείλεται εν πολλοίς στην επέκταση του ΝΑΤΟ.

Η κατάρρευση των συνομιλιών και η πυρηνική βόμβα

Μετά το εμπάργκο που επέβαλε η κυβέρνηση Μπάιντεν στο ρωσικό πετρέλαιο την περασμένη εβδομάδα, η Ουάσιγκτον αναζητεί εναλλακτικούς ενεργειακούς προμηθευτές που θα αποσυμπιέσουν την εκτίναξη των τιμών ενέργειας, όπως το Ιράν. Βασική προϋπόθεση για να γίνει αυτό και η χώρα να βγει και πάλι στις παγκόσμιες αγορές είναι η αποκατάσταση της ιστορικής συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό του πρόγραμμα.

Ομως, την περασμένη εβδομάδα οι συνομιλίες κατέρρευσαν. Από τη μία η Ρωσία – που ανήκει στα 5+1 μέρη της συμφωνίας – ζήτησε γραπτές εγγυήσεις ότι το εμπόριο, οι επενδύσεις και η στρατιωτικο-τεχνολογική συνεργασία Μόσχας – Τεχεράνης δεν θα διαταραχθούν επ’ ουδενί από τις κυρώσεις που της επέβαλε η Δύση μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Πρόκειται για μια σαφή μόχλευση της Μόσχας με στόχο «να ανοίξει ένα παραθυράκι στις διεθνείς κυρώσεις» σχολιάζει ο Στίβεν Ερλάνγκερ των «New York Times». Από την άλλη, ο επικεφαλής διαπραγματευτής του Ιράν, Αλί Μπαγιερί, αποχώρησε αιφνιδιαστικά από τις συνομιλίες, γεγονός που ερμηνεύτηκε ως ένα ξεκάθαρο μήνυμα της Τεχεράνης – ιστορικού και στρατηγικού συμμάχου της Μόσχας – προς τη Δύση, ότι δεν μπορεί να υπάρξει διεθνής συνεργασία χωρίς τη Ρωσία.

Δεδομένου ότι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί δεν δείχνουν πρόθεση να κάνουν παραχωρήσεις στη Ρωσία, το ενδεχόμενο ενός ναυαγίου είναι ορατό, γεγονός που ανοίγει τον δρόμο κατασκευής πυρηνικής βόμβας από το Ιράν. Τον φόβο αυτό εντείνει ακόμη περισσότερο η ανοιχτή αντιπαράθεση Ιράν – Ισραήλ στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή, με πιο πρόσφατο θερμό επεισόδιο την ιρανική επίθεση στο ιρακινό Κουρδιστάν σε εγκαταστάσεις που λειτουργούσαν «πράκτορες του Ισραήλ», όπως ανέφεραν οι Φρουροί της Επανάστασης.