«Καμιά νίκη δεν διαρκεί για πάντα». Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν η ιστορικός Λιάνα Φιξ και ο Μάικλ Κίματζ, καθηγητής της Ιστορίας στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής σε εκτενές άρθρο τους στο περιοδικό «Foreign Affairs». Το άρθρο με τίτλο «What if Russia Wins?» (Κι αν νικήσει η Ρωσία;) δημοσιεύτηκε έξι μέρες πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όταν δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι ο Πούτιν δεν επρόκειτο να εισβάλει στη χώρα. Το άρθρο λέει πολλά και δυσοίωνα και θα πρέπει να μελετηθεί από όσους βρίσκονται σε θέσεις-κλειδιά στα κέντρα αποφάσεων τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ.

Τώρα που γράφεται το παρόν δεν είναι βέβαιο αν τελικά νικήσει ο Πούτιν. Αλλά ακόμη κι αν νικήσει, η νίκη του θα είναι πύρρειος. Δεν θα ασχοληθώ με τα οικονομικά και γεωστρατηγικά ζητήματα. Αυτά αποτελούν υπόθεση των ειδικών που ακόμη κι εκείνοι δεν είναι απαλλαγμένοι από αντιφάσεις. Αλλά οι πάντες συμφωνούν πως ο πόλεμος αυτός θα αλλάξει την Ευρώπη. Εκείνο που δεν τονίζεται είναι πως άρχισε οκτώ χρόνια νωρίτερα, με την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Οι αντιδράσεις τότε της Δύσης ήταν υποτυπώδεις. Η Ουκρανία όμως de facto κόπηκε στα δύο. Για όσους, όπως ο γράφων, την είχαν επισκεφθεί ήταν το πρώτο σοκ και το δεύτερο σήμερα απείρως μεγαλύτερο, καθώς βλέπουμε τις ουκρανικές πόλεις να βομβαρδίζονται ανηλεώς από τα ρωσικά στρατεύματα εισβολής.

Ως τότε το λεγόμενο εθνικό αίσθημα στην Ουκρανία δεν ήταν ισχυρό. Στη χώρα μιλιόνταν δύο γλώσσες, τα ουκρανικά και τα ρωσικά. Πολλοί Ουκρανοί στις πόλεις, σε περίπτωση που τους ρωτούσες για την ταυτότητά τους, σου έλεγαν, άλλοι πως αισθάνονταν Ουκρανοί, άλλοι Ρώσοι κι άλλοι πως το ερώτημα δεν τους απασχολούσε. Στα αστικά κέντρα, στην Οδησσό ιδιαίτερα, ο κυριότερος δεσμός ήταν με την πόλη τους, που ναι μεν την ίδρυσε η Μεγάλη Αικατερίνη, αλλά από την αρχή ακόμη υπήρξε πολυεθνική: Τη ρυμοτομία της τη σχεδίασαν Γάλλοι, ως επί το πλείστον, πολεοδόμοι, και Γάλλος ήταν ο πρώτος κυβερνήτης της, ο δούκας Ρισελιέ. Τα θαυμάσια κτίριά της τα σχεδίασαν ιταλοί αρχιτέκτονες και στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της η γλώσσα του εμπορίου ήταν τα ιταλικά. Ας μη μιλήσουμε για τις κοινότητες των Γερμανοεβραίων, των Πολωνών, των Σκανδιναβών και των Ελλήνων.

Στον Νότο, τις δύο φορές – προ Πούτιν – που επισκέφτηκα τη χώρα, οι νέοι κατά 61% μιλούσαν και ουκρανικά και ρωσικά. Οπως συνέβαινε και στα σπίτια τους. Ηθελαν όμως η Ουκρανία από ευρασιατική να εξελιχθεί σε ευρωπαϊκή χώρα, όπως ήταν παλαιότερα η Οδησσός.

Από το 2000 ωστόσο και εξής οι εξελίξεις υπήρξαν δραματικές. Οι βίαιες αποσχιστικές ενέργειες στα ανατολικά ενίσχυσαν τον υφέρποντα εθνικισμό στα δυτικά κι έβγαλαν τους σκελετούς από τις ντουλάπες. Και καθώς πολλαπλασιάζονταν οι συγκρούσεις στις περιοχές των ρωσοφώνων, στα πανεπιστήμια και στα σχολεία στην υπόλοιπη Ουκρανία τα μαθήματα έπαψαν να γίνονται στη ρωσική γλώσσα.

Ποια ήτανη Κριμαία

Ποια ήταν η Κριμαία, η «Ριβιέρα του Εύξεινου Πόντου»; Θα αφήσω κατά μέρος την ιδιαίτερη σημασία που έχει για εμάς η Σεβαστούπολη και θα αναφέρω μόνο τα μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας κουλτούρας που πέρασαν από τις πόλεις της Κριμαίας. Στην πολιορκία της Σεβαστούπολης πολέμησε το 1854 ως νεαρός αξιωματικός ο Τολστόι. Εδώ περνούσε τα καλοκαίρια της (1896-1903) μαζί με τους γονείς της η Αννα Αχμάτοβα. Στην Κριμαία πέρασε ένα μέρος της σύντομης ζωής του ο Πούσκιν. Στενούς δεσμούς με τη Συμφερούπολη είχε ο Μαγιακόβσκι. Στη Θεοδοσία έζησε ο Αλεξάντρ Γκριν από το 1924 ως το 1930 κι έγραψε κάποια από τα σημαντικότερα έργα του. Στο Κοκτεμπέλ ο ποιητής και ζωγράφος Μαξιμίλιαν Βολόσιν δημιούργησε μία από τα σπουδαιότερες παγκοσμίως κοινότητες συγγραφέων. Και ποιοι δεν πέρασαν από το Κοκτεμπέλ: ο Γκόρκι, ο Οσιπ Μαντελστάμ, ο Αλεξέι Τολστόι, ο Ιλιά Ερενμπουργκ, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, η οποία φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Βολόσιν και συνάντησε τον μέλλοντα σύζυγό της Εφρόν, διπλό πράκτορα που τον εκτέλεσαν αργότερα οι Σοβιετικοί, ενώ η ίδια αυτοκτόνησε δι’ απαγχονισμού.

Στο Γκορτζούφ ο Τσέχοφ αγόρασε ένα μικρό σπίτι και το έκανε γαμήλιο δώρο στη σύζυγό του Ολγα Κνίπερ. Κι εκεί έγραψε δύο αριστουργηματικά θεατρικά έργα: τις «Τρεις αδελφές» και τον «Βυσσινόκηπο», όπως και την εξαίσια νουβέλα του «Η κυρία με το σκυλάκι».

Από την Κριμαία πέρασαν ο Αλεξάντρ Γκριμπογιέντοφ, ο Κονσταντίν Παουστόφσκι, ο Ιβάν Μπούνιν και ο κορυφαίος ποιητής της Πολωνίας Ανταμ Μιτσκιέβιτς, που πέρασε και από την Οδησσό.

Γι’ αυτή την παράδοση, που ο Πούτιν προσπάθησε να την «υφαρπάξει» με άθλιο τρόπο όταν προσάρτησε την Κριμαία, ελάχιστα γράφτηκαν στον δυτικό Τύπο. Αλλά οι σημαντικοί δυτικοί δημοσιογράφοι και συγγραφείς τη γνώριζαν άριστα, όπως λ.χ. ο κορυφαίος αρθρογράφος του «Observer» Νιλ Ασερσον, που επισκέφθηκε πολλές φορές την Ουκρανία κι εξέδωσε το 1995 εκείνο το καταπληκτικό βιβλίο «Μαύρη θάλασσα». Γενέθλιον του πολιτισμού και της βαρβαρότητας.

Τώρα που ζούμε τη βαρβαρότητα δεν πρέπει να δεχτούμε ότι μπορεί να ακυρώσει τον πολιτισμό. Γιατί αν τον γνωρίζουμε, νιώθουμε  βαθύτερα το δράμα των θυμάτων ώστε όταν αυτό λάβει – προσωρινά,  φοβούμαι – τέλος να μην τα λησμονήσουμε. Οταν πέφτουν βόμβες και σκοτώνονται αθώοι, όταν οι άνθρωποι παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς, όταν κυριαρχεί η απελπισία και ο φόβος μοιάζει πολυτέλεια των απ’ έξω, όπως εμείς, να μιλάμε για βιβλία και για πολιτισμό. Είναι όμως έτσι; Προσωπικά αισθάνομαι προσβολή που στις συνομιλίες Ουκρανών – Ρώσων μεσολαβεί ένας δικτάτορας σαν τον Λουκασένκο, που είναι βέβαια μικρογραφία του «μεγάλου» δικτάτορα Πούτιν.

Αν αναφέρομαι στο βιβλίο του Ασερσον, το κάνω για να τονίσω ότι οι Ελληνες έχουμε έναν επιπλέον λόγο να είμαστε κοντά στους Ουκρανούς που ζουν τον πόλεμο και την προσφυγιά: ο Ελληνες του Πόντου δεν υπέστησαν μόνο γενοκτονία από τους Οθωμανούς αλλά κι ένα πρωτοφανές πογκρόμ από το σταλινικό καθεστώς που τους εξόρισε στην Κεντρική Ασία.

Η Ουκρανία και η Ευρωπαϊκή Ενωση

Η χώρα μας έζησε και τον πόλεμο και την προσφυγιά και την εθνοκάθαρση πολλές φορές. Γι’ αυτό κι έχουμε κάθε λόγο να είμαστε πιο κοντά στα θύματα από όλους τους άλλους, παρά τα ολέθρια σφάλματα, τη διγλωσσία και συχνά την υποκρισία των συμμάχων μας. Σκέφτομαι πως αν αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Ενωση να εντάξει στους κόλπους της την Ουκρανία, αυτό θα συμβεί «κατόπιν εορτής». Θα μπορούσε ευκολότερα να γίνει το 1991, με τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και η Ουκρανία να γινόταν το παράθυρο της Δύσης στην Ανατολή, με κέντρα την Οδησσό και την Κριμαία, όπως ο Μεγάλος Πέτρος θέλησε να είναι η Πετρούπολη το παράθυρο της Ρωσίας στη Δύση.

Τώρα στον δυτικό κόσμο όλοι βέβαια απεχθανόμαστε τον Πούτιν και το καθεστώς του – μερικοί από εμάς έχουμε, εδώ και χρόνια, τα ίδια αισθήματα – αλλά δεν είναι λίγοι κι εκείνοι που νιώθουν το ίδιο και για όλους τους Ρώσους, συλλήβδην, ακόμη και για όσους με μεγάλο ρίσκο στρέφονται ανοιχτά εναντίον του στην ίδια τη Ρωσία. Δεν είναι ανεξήγητο. Μακροχρόνια μπορεί οι Δυτικοί να απωθήσουν τα γεγονότα στη μνήμη τους, αλλά οι Ουκρανοί δεν θα τα ξεχάσουν ποτέ. Ενα δράμα τέτοιας έκτασης εγγράφεται στο συνειδησιακό DNA του λαού και δεν πρόκειται να σβήσει για πολλές γενιές.