Με πορεία σε ναρκοπέδιο μοιάζει πλέον η προοπτική της ελληνικής οικονομίας, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία προσθέτει διαρκώς νέες παραμέτρους στους υπολογισμούς και τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης. «Aλλα περιμέναμε, άλλα γίνονται και κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνουμε» λένε χαρακτηριστικά συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ την ίδια στιγμή στο υπουργείο Οικονομικών δεν κρύβουν την ανησυχία τους.

Το οικονομικό επιτελείο εισηγείται «ψυχραιμία και προσοχή», ενώ ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας περιγράφει την κατάσταση ως μία πολυπαραγοντική εξίσωση.

Στο Μέγαρο Μαξίμου δηλώνουν ξεκάθαρα ότι η οικονομία κυριαρχείται πλέον από μεγάλη αβεβαιότητα, η οποία δυνητικά μπορεί να επιδράσει αρνητικά παντού: Στις επενδύσεις, στο εμπόριο και στον τουρισμό, στις προμήθειες πρώτων υλών, στα σιτηρά, στα καύσιμα και πρωτίστως στον πληθωρισμό και στις αναπτυξιακές προοπτικές.

Προτεραιότητα στην ενέργεια

Η ενεργειακή κρίση είναι πρωταρχικό μέλημα της κυβέρνησης και στο πεδίο αυτό οι ελπίδες εναπόκεινται στις ευρωπαϊκές αποφάσεις. Παρά ταύτα, οι προτάσεις της Ελλάδας για τη δημιουργία ενός κοινού ταμείου προμήθειας ενέργειας, μέσω του οποίου θα επιδοτείται και η κατανάλωση, φαίνεται ότι θα απαιτήσουν χρόνο έως ότου υιοθετηθούν από τα ευρωπαϊκά όργανα, ενώ απομένει να διαφανεί και το αν στο πεδίο αυτό έχουν καμφθεί οι επιφυλάξεις άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

Ωσπου να διαμορφωθεί μία σαφής εικόνα για το πώς θα κινηθεί η Ευρώπη, στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης καθίσταται η απεξάρτηση της χώρας από το ρωσικό φυσικό αέριο και το πετρέλαιο και η κατά το δυνατόν ενίσχυση της ενεργειακής αυτονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρωθυπουργός έχει πυκνώσει τις επικοινωνίες και τις συνεννοήσεις, μεταξύ των άλλων με τον πρόεδρο της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, με στόχο την επιτάχυνση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Αιγύπτου. Παράλληλα, κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι θα προχωρήσουν οι επαφές με την κυβέρνηση της Βουλγαρίας για την εξέταση των δυνατοτήτων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από τους πυρηνικούς σταθμούς της γειτονικής χώρας.

Εκτόξευση εκτιμήσεων για πληθωρισμό

Το δυσκολότερο κομμάτι του παζλ ωστόσο προκύπτει από τη βίαιη ανατροπή στο πεδίο του πληθωρισμού και τα όσα αυτή επιφέρει στα δημοσιονομικά και τα αναπτυξιακά δεδομένα.

Οπως μεταφέρει σε συνομιλητές του ο Χρήστος Σταϊκούρας, μέσα σε λίγες ημέρες οι εκτιμήσεις του Eurogroup για τον πληθωρισμό του 2022 έχουν εκτιναχθεί από το ήδη υψηλό 3,2% στο 5%, ενώ στην Ελλάδα ο ρυθμός ήδη ξεπερνά το 6%. Δεδομένου δε ότι δεν διαφαίνεται κάποια διέξοδος στο πολεμικό μέτωπο της Ουκρανίας, κανείς δεν μπορεί πλέον να δηλώνει βέβαιος για την ένταση και τη διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων. Ηδη πάντως προεξοφλείται ότι η επιβάρυνση από το υψηλό ενεργειακό κόστος θα διαρκέσει ολόκληρο το 2022.

Σε βαρέλι δίχως πάτο οι επιδοτήσεις

Υπό αυτή την πίεση, η αναζήτηση των επιλογών αντίδρασης της κυβέρνησης μοιάζει με έναν εξαιρετικά σύνθετο γρίφο. Στο οικονομικό επιτελείο εκτιμούν ότι αν η κατάσταση στο πολεμικό μέτωπο συνεχίσει να εξελίσσεται όπως φαίνεται σήμερα ή επιδεινωθεί, ακόμη και αν δίνονται μηνιαίες επιδοτήσεις 400 εκατ. ευρώ, θα είναι σαν να σπαταλιούνται δημοσιονομικοί πόροι σε ένα βαρέλι δίχως πάτο. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι κρίσιμες παράμετροι είναι η εξέλιξη του πολέμου και οι αποφάσεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς όπως λένε στο υπουργείο Οικονομικών, καμία χώρα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αυτή την κρίση μόνη της. Κατά πληροφορίες, μετά και την τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup, ο χρόνος για μία συνολική εκτίμηση της κατάστασης έχει προσδιοριστεί για τον Μάιο – Ιούνιο του 2022.

«Πολεμικές» διαθέσεις και στις αγορές

Την ίδια στιγμή ωστόσο, για την ελληνική οικονομία παρουσιάζονται ανησυχητικές περιπλοκές. Το τρίπτυχο της ανησυχίας καθορίζεται από τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες χρηματοδότησης, από τη στάση των αγορών έναντι της χώρας και από το κόστος δανεισμού.

Σε αυτή τη συνθήκη είναι άγνωστος αυτή τη στιγμή ο δημοσιονομικός χώρος που θα προσφερθεί στην Ελλάδα, αν και διατυπώνεται η βάσιμη προσδοκία ότι υπό την πίεση της ουκρανικής κρίσης θα ανασταλούν οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ενωσης και για το 2023.

Παρά ταύτα, το νέο περιβάλλον διαμορφώνει ένα διαφορετικό πλέγμα προκλήσεων και προβλημάτων για τη χώρα. Για παράδειγμα, κορυφαίοι οικονομικοί παράγοντες σημειώνουν ότι ακόμη και αν τροποποιηθεί ο στόχος για περιορισμό του ελλείμματος στο -1,4% το 2022 και δοθούν δημοσιονομικά περιθώρια, η κρίσιμη παράμετρος θα είναι πώς θα αντιδράσουν σε κάτι τέτοιο οι αγορές και πώς θα επηρεαστεί η αξιολόγηση της χώρας.

Κρίσιμη απόφαση της ΕΚΤ για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων

Ιδιαιτέρως κρίσιμη για την Ελλάδα θεωρείται η στάση της ΕΚΤ, η οποία στις 10 Μαρτίου θα πρέπει να ανακοινώσει αν και για πόσο θα παραταθεί το πρόγραμμα της αγοράς ομολόγων, στο οποίο κατ’ εξαίρεση έχει περιληφθεί η Ελλάδα, στο πλαίσιο των αποφάσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

«Στον αέρα» οι ελαφρύνσεις και το τέλος της εποπτείας

Οι δημιουργηθείσες οικονομικές συνθήκες συνθέτουν ένα εξαιρετικά πιεστικό περιβάλλον για την κυβέρνηση, το οποίο πιθανολογείται ότι πλέον επηρεάζει με πολύ διαφορετικό τρόπο και τις αποφάσεις για τον χρόνο των εκλογών. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρουν κυβερνητικές πηγές εν όψει του επόμενου σε κάθε περίπτωση εκλογικού έτους: «Οσο δεν γνωρίζουμε ποια είναι τα δημοσιονομικά περιθώρια για το 2023, δεν μπορούμε να λάβουμε καν αποφάσεις για την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και τις μειώσεις των εργοδοτικών εισφορών, που αντιστοιχούν σε ποσά της τάξεως των 2 δισ. ευρώ» λένε.

Κατά τα όσα αναφέρουν πηγές του οικονομικού επιτελείου, η νέα συνθήκη προσθέτει μία ακόμη ανατροπή. Δεδομένης της προοπτικής για αυξημένες δημοσιονομικές ανάγκες, μετατρέπεται σε μεγάλο πονοκέφαλο η υποχρέωση καταβολής δύο σωρευμένων δόσεων αποπληρωμής μνημονιακών υποχρεώσεων (ή μία είναι «κληρονομιά» της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ), συνολικού ύψους 1,5 δισ.

Υπό αυτό το πρίσμα, ο προγραμματισμένος για το πρώτο εξάμηνο του έτους τερματισμός της μεταμνημονιακής ενισχυμένης εποπτείας δεν θεωρείται αυτή τη στιγμή βέβαιος. Με αυτή την ανησυχία κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών δηλώνει ότι «αναζητούμε μία λύση από κοινού με τους θεσμούς».