Κάπως διακριτικά και αθόρυβα, η Μάγγη Μίνογλου, επικεφαλής των εκδόσεων Κριτική, έχει δημιουργήσει έναν σημαντικό κατάλογο στον οποίο αντανακλάται το επιστημονικό ενδιαφέρον της για τα πανεπιστημιακά συγγράμματα και τα δοκίμια, αλλά και η αγάπη της για τη λογοτεχνία. Με αφορμή τη συμπλήρωση 35 ετών από την ίδρυση του εκδοτικού οίκου, μας μίλησε για το ξεκίνημά της και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει μια γυναίκα σε ένα πεδίο όπως αυτό της βιβλιοπαραγωγής.

 

Εφέτος οι εκδόσεις Κριτική συµπληρώνουν 35 χρόνια παρουσίας στον ελληνικό χώρο του βιβλίου. Τι απολογισµό κάνετε σε αυτή τη σηµαντική επέτειο;

«Συμπωματικά, αυτά τα 35 χρόνια αντιστοιχούν εφέτος στη μισή μου ζωή, και μάλλον πέρασαν πολύ γρήγορα σε ό,τι με αφορά. Κοιτάζοντας όμως την εκδοτική μας παραγωγή – σχεδόν 1.000 τίτλους – αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση για τη θετική εξέλιξη. Ανταμοιβή της προσπάθειάς μου: να βλέπω ότι η θέση μας στον εκδοτικό κλάδο παραμένει υψηλή, ο αριθμός των συνεργατών αυξάνεται, τα σχόλια που εισπράττω για τα βιβλία μας είναι επαινετικά. Σε δύσκολες στιγμές, αυτά και μερικά άλλα μού έδωσαν τη δύναμη να συνεχίσω. Κοιτάζοντας πίσω, είμαι πραγματικά ευγνώμων για όσα έζησα, για τους ανθρώπους που γνώρισα, για τον ψυχικό πλούτο που αυτοί απλόχερα μου έδωσαν αλλά και για τις άπειρες ιστορίες που μου άνοιξαν νέους ορίζοντες, για τις αμέτρητες στιγμές ονειροπόλησης που μου χάρισαν οι σελίδες πολλών βιβλίων. Σημαντικό ρόλο στην πορεία αυτή έχει παίξει η αρμονική συνεργασία της ομάδας επίλεκτων στελεχών που αποτελεί τον πυρήνα της δουλειάς μας».

 

Μπορείτε να θυµηθείτε την εποχή µέσα στην οποία «γεννήθηκαν» οι εκδόσεις Κριτική; Πώς ήταν ο εκδοτικός χώρος τότε; Σε ποιους αναγνώστες θέλατε να απευθυνθείτε;

«Τη θυμάμαι πολύ καλά! Τότε υπήρχαν αφενός πολύ λιγότεροι εκδοτικοί οίκοι, οι περισσότεροι μεγάλα ονόματα και προφανώς εδραιωμένοι, που έκαναν σημαντική και ιδιαίτερα προσεγμένη δουλειά, κολοσσοί για τα δικά μας μέτρα – σε έπιανε δέος! Υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός και το αναγνωστικό κοινό διψούσε για πνευματική τροφή που την έβρισκε στα βιβλία, δοκίμια αλλά και λογοτεχνία. Ξεκινήσαμε λοιπόν με κλασική λογοτεχνία και δοκίμια, ερμηνεύοντας τον ρυθμό της εποχής, τελείωνε βλέπετε τότε η δεκαετία του ’80. Αργότερα πειραματιστήκαμε φυσικά και με πολύ διαφορετικά εκδοτικά μείγματα. Στον χώρο των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, από τις αρχές σχεδόν, διαγράψαμε μια ανοδική πορεία, λόγω και της δικής μου ειδικότητας που είναι η οικονομική επιστήμη. Θυμάμαι να έχω κάνει επιμέλεια σε πολλά εγχειρίδια Οικονομικών και με ευχαριστούσε αφάνταστα αυτή η ενασχόληση, ξέροντας ότι προσφέρω έτσι στους φοιτητές ένα άρτιο αποτέλεσμα για τη μελέτη τους».

 

Αντιµετωπίσατε δυσκολίες ως γυναίκα επικεφαλής ενός εκδοτικού οίκου; Υπάρχει σεξισµός στον χώρο του βιβλίου;

«Η θέση της γυναίκας ήταν δύσκολη στην Ελλάδα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου! Επρεπε να έχεις θάρρος και επιμονή, αλλά και διπλωματία, για να σε παραδεχθούν. Με βοήθησε νομίζω η ειλικρίνεια στις επαγγελματικές σχέσεις και η σοβαρότητα στην προσέγγιση των προβλημάτων. Θεωρώ ότι αν πιστεύεις στον εαυτό σου μπορείς να κερδίσεις και την αποδοχή των άλλων. Εξάλλου, εκείνη την εποχή στον κλάδο υπήρχαν ήδη πολύ αξιόλογες γυναίκες στο τιμόνι σπουδαίων εκδοτικών, όπως του Εξάντα, της Ωκεανίδας, της Εστίας, των Κειμένων – και σίγουρα ο κατάλογος είναι ενδεικτικός -, που είχαν χαράξει τον δρόμο με τη δική τους δυναμική παρουσία. Οπότε αν βάδιζες σε αυτό το λείο μονοπάτι και ακολουθώντας σωστές αρχές με όλους τους συνεργάτες, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Αντιθέτως, μια γυναικεία παρουσία πιστεύω ότι έσπαγε κάπως τη μονοτονία. Συμπληρωματικά, αξίζει να σας πω ότι στις αρχές του καλοκαιριού θα κυκλοφορήσει η εξομολογητική αφήγηση «Το να είσαι γυναίκα» της κουρδικής καταγωγής Μέλι Κίγιακ, η οποία μεγάλωσε στη Γερμανία. Σας το συστήνω ανεπιφύλακτα και θεωρώ ότι ειδικά το γυναικείο κοινό θα ταυτιστεί με αυτό το βιβλίο».

 

Επιλέξτε παρακαλώ τρία βιβλία που θεωρείτε ότι χαρακτηρίζουν πλήρως τις εκδόσεις σας.

«Ολα έχουν το ειδικό βάρος τους και συνθέτουν τον καμβά μιας εικόνας που με εκφράζει απόλυτα. Επιτρέψτε μου να αναφέρω κάποια βιβλία που έγιναν best seller και που έτσι κι αλλιώς έκαναν γνωστή την Κριτική: «Διαβάζοντας στη Xάννα» του Μπέρνχαρντ Σλινκ, «Οι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου» του Ρόμπερτ Χαϊλμπρόνερ και «Η ελληνική ιδιαιτερότητα», το τρίτομο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη. Ωστόσο, η Κριτική είναι γνωστή κυρίως για την πλούσια παραγωγή της σε πανεπιστημιακά συγγράμματα που αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της δραστηριότητάς της, όπως το «Μικροί τόποι, μεγάλα ζητήματα» του Τόμας Χάιλαντ-Ερικσεν, ένα καθιερωμένο βιβλίο στο πεδίο της Ανθρωπολογίας, ή το «Συγκριτική πολιτική και διακυβέρνηση», των Ροντ Χέιγκ, Μάρτιν Χάροπ και Τζον Μακ Κόρμικ».

 

Ποιο βιβλίο που βγήκε τα τελευταία 35 χρόνια θα θέλατε πολύ να είχατε κυκλοφορήσει εσείς στην ελληνική αγορά; Ποια έκδοση έχετε ζηλέψει πιο πολύ δηλαδή;

«Αν και είναι πολύ δύσκολο να διαλέξω ένα, το βιβλίο που θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να διαβαστεί και θα ήθελα πολύ να έχω εκδώσει είναι το «Οι κλασικοί στη ζωή μας» του Νούτσο Ορντινε, από τις εκδόσεις Aγρα. Γεγονός είναι πάντως ότι κυκλοφορούν πολλά αξιόλογα βιβλία σε άψογες μεταφράσεις και με υποδειγματική αισθητική».

 

Πώς εκτιµάτε ότι επηρέασε η πανδηµία το αναγνωστικό κοινό; Στράφηκαν οι Eλληνες στο βιβλίο για στήριξη και παρηγοριά;

«Στη χώρα μας υπάρχει ένα αφοσιωμένο βιβλιόφιλο κοινό και αυτό φάνηκε στο άνοιγμα των καταστημάτων μετά τον πρώτο εγκλεισμό, όπου οι ουρές έξω από τα βιβλιοπωλεία και οι γεμάτες σακούλες στην έξοδο όλων αυτών των χαρούμενων ανθρώπων ήταν περίτρανη απόδειξη της αδήριτης ανάγκης για διάβασμα, αυτής της παρηγοριάς, όπως λέτε, που τους είχε λείψει. Τότε πράγματι εκτοξεύθηκαν οι πωλήσεις και η κίνηση συνεχίζεται αυξανόμενη και μέσω ηλεκτρονικών παραγγελιών».

 

Σας προκαλεί ανησυχία για το µέλλον η προσκόλληση των µελών της νεότερης γενιάς στην οθόνη των κινητών τους;

«Μια μικρή ανησυχία ναι, οπωσδήποτε. Από την άλλη, όμως, η νεότερη γενιά είναι λογικό να ακολουθεί την εξέλιξη της τεχνολογίας, δεν μπορεί και δεν πρέπει να μείνει πίσω από την εποχή. Οσοι από τους νέους συνήθισαν να διαβάζουν, διαβάζουν με πάθος και αυτό με εκπλήσσει ευχάριστα. Είναι γι’ αυτούς τρόπος ζωής. Παρακολουθούν τη νέα παραγωγή, συμμετέχουν σε λέσχες ανάγνωσης, το βιβλίο τούς μαγνητίζει. Κάποιοι διαβάζουν στις οθόνες τους και βιβλία, δεν λέω ότι είναι πολλοί αλλά είναι αρκετοί. Καθήκον όσων ασχολούνται με το βιβλίο είναι να καλλιεργήσουν την αγάπη για την ανάγνωση, φροντίζοντας συγχρόνως να πλουτίζουν την αγορά με ενδιαφέροντα νέα βιβλία, όχι με μόνο κριτήριο την εμπορικότητα».