Ο Ουίλιαμ Σόμερσετ Μομ (1874 – 1965) θεωρούσε τον εαυτό του «μέτριο» συγγραφέα. Ελεγε μάλιστα πως ανήκει «στην πρώτη γραμμή των δευτεροκλασάτων». Οι αναγνώστες βέβαια έχουν διαφορετική γνώμη. Πενήντα επτά χρόνια μετά τον θάνατο του Μομ πολλά διηγήματά του και τουλάχιστον δύο μυθιστορήματά του, Η κόψη του ξυραφιού και ιδίως η Ανθρώπινη δουλεία, παραμένουν αξεπέραστα. Το δεύτερο είναι ογκωδέστατο (934 σελίδες), αλλά ο αναγνώστης δεν υπάρχει λόγος να «τρομάξει». Διαβάζεται με μεγάλη άνεση, από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Οσοι αγαπούν την πεζογραφία πρώτης γραμμής θα το απολαύσουν, δεδομένου μάλιστα ότι έχει μεταφραστεί θαυμάσια από τον συγγραφέα Νίκο Α. Μάντη.

W. Somerset Maugham

Ανθρώπινη δουλεία

Μετάφραση – επίμετρο Νίκος Α. Μάντης.

Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021, σελ. 934, τιμή 22 ευρώ

Πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία υπάρχουν στην Ανθρώπινη δουλεία, όμως, καθώς λέει ο Μομ στον πρόλογό του, δεν πρόκειται για αυτοβιογραφία αλλά για αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, όπου συνδυάζεται η μυθοπλασία με τα πραγματικά περιστατικά. Και από αφηγηματική άποψη οι ομοιότητες ανάμεσα στον πρωταγωνιστή του βιβλίου Φίλιπ Κάρεϊ και τον συγγραφέα μπορεί να έχουν τη σημασία τους από ιστορική και φιλολογική άποψη, αλλά για τον αναγνώστη (αν μάλιστα δεν είναι αγγλόφωνος) η σημασία τους είναι δευτερεύουσα. Η Ανθρώπινη δουλεία υπήρξε – και παραμένει – «καθαρόαιμο» μυθιστόρημα πρώτης γραμμής.

Καταστροφικοί έρωτες

Ο νεαρός Φίλιπ Κάρεϊ είναι ορφανός, ευαίσθητος, με αναπηρία στο πόδι, που θέλει να γνωρίσει νέες εμπειρίες και διψάει για αγάπη η οποία του λείπει στο ψυχρό περιβάλλον του θείου του, ανθρώπου της εκκλησίας, που τον έχει μεγαλώσει. Για να απαλλαγεί από το καθεστώς ψυχικής και συναισθηματικής δουλείας υπό το οποίο ζει φεύγει για να σπουδάσει στη Χαϊδελβέργη, περνάει ένα σύντομο διάστημα στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει ζωγραφική, διαπιστώνει πως του λείπει το ταλέντο και τελικά επιστρέφει στο σπίτι του θείου του και σπουδάζει γιατρός. Ως εδώ έχουμε και το πιο αυτοβιογραφικό τμήμα του μυθιστορήματος. Τα όσα ακολουθούν στη συνέχεια είναι τα πιο ενδιαφέροντα. Ο Κάρεϊ συναντά κάποια γκαρσόνα ονόματι Μίλντρεντ και δημιουργεί μαζί της μια καταστροφική σχέση. Η Μίλντρεντ ανήκει στις κυριότερες γυναικείες μορφές που μας έχει δώσει η αγγλική λογοτεχνία του 20ού αιώνα, το ίδιο έκτυπη, κατά τη γνώμη μου, με τις γυναικείες μορφές των μυθιστορημάτων του Ντ. Χ. Λόρενς. Ο Κάρεϊ την αγαπά, μολονότι έχει κάθε λόγο για το αντίθετο: η Μίλντρεντ (που μοιάζει με αγόρι) του φέρεται περιφρονητικά για την αναπηρία του. Είναι κακομαθημένη και χυδαία, χλευάζει την όποια του σεξουαλικότητα, ενώ δεν διστάζει να πηγαίνει και με άλλους άντρες. Τον εκμεταλλεύεται οικονομικά και τον κλέβει, όμως αυτός ανέχεται τα πάντα. Εξακολουθεί να την αγαπά παθιασμένα, ακόμη κι όταν η Μίλντρεντ τον εγκαταλείπει για κάποιον άλλον από τον οποίο μένει έγκυος.

Το μυθιστόρημα, που υπήρξε το δημοφιλέστερο έργο του Μομ, έδινε νέο περιεχόμενο στο νόημα της ζωής. Oχι μόνο στις εξάρσεις και στα πάθη, αλλά και στις συμβάσεις της

Ο Κάρεϊ δημιουργεί μια νέα σχέση με τη Νόρα Νέσμπιτ, συγγραφέα φτηνών ρομάντζων, που είναι ευφυέστατη, αξιαγάπητη και γεμάτη καλοσύνη. Η Μίλντρεντ ωστόσο κάποια στιγμή επιστρέφει και του λέει πως αυτός που την κατέστησε έγκυο δεν πρόκειται να την παντρευτεί, γιατί ήταν ήδη παντρεμένος και είχε τρία παιδιά. Ο Κάρεϊ τη δέχεται πίσω και διαλύει τη σχέση του με τη Νέσμπιτ. Ο έρωτάς του για τη Μίλντρεντ είναι παράλογος, σαδομαζοχιστικός κι απελπισμένος. Στο τέλος, έπειτα από μια πολύ μεγάλη κρίση, εκείνη καταστρέφει το διαμέρισμά του, φεύγει κι εκπορνεύεται. Αυτό είναι το τέλος της σχέσης τους. Ο Φίλιπ Κάρεϊ συνειδητοποιεί ότι αυτή τη γυναίκα, που τον είχε οδηγήσει στα πρόθυρα της απόλυτης καταστροφής, έχει πλέον πάψει να την αγαπά κι ότι δεν μπορεί πλέον να τον ελέγχει. Την οριστική ψυχική και συναισθηματική του απαλλαγή θα την επιτύχει γνωρίζοντας μια συνηθισμένη κοπέλα, τη Σάλυ, με την οποία δημιουργεί έναν νέο δεσμό. Οταν εκείνη μένει έγκυος, ο Φίλιπ θα την παντρευτεί. Θα ζήσει πλέον μια ήρεμη οικογενειακή ζωή. Χωρίς πάθη, χωρίς εξάρσεις. Το λέει πολύ ωραία ο Μάντης στο επίμετρό του: «Η «Ανθρώπινη δουλεία» είναι ένα βιβλίο για την ανελέητη μοναξιά των ανθρώπων». Κι ο Φίλιπ Κάρεϊ το συνειδητοποιεί στο γλυκόπικρο τέλος καταφέρνοντας να συμφιλιωθεί με τη δική του μοναξιά.

Διαχρονικά δημοφιλής

Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1915 και υπήρξε το δημοφιλέστερο έργο του Μομ – αν και κάποιοι επιφανείς κριτικοί θεώρησαν το ύφος του συμβατικό και απλοϊκό. Αλλά, όπως αποδείχτηκε μέσα στα χρόνια, η απλότητα της γραφής του ανήκει στα μεγάλα του πλεονεκτήματα. Ηταν ένα έργο που έδινε νέο περιεχόμενο στο νόημα της ζωής. Oχι μόνο στις εξάρσεις και στα πάθη, αλλά και στις συμβάσεις της. Και δεν μοιάζει μονοσήμαντο ή προγραμματικό. Γι’ αυτό και σε πολλά σημεία τα δραματικά περιστατικά συνοδεύονται κι από μια λεπτή ειρωνεία. Τη ζωή, σαν να μας λέει ο Μομ, αν θέλουμε να την καταλάβουμε δεν θα πρέπει να την παίρνουμε πάντοτε τοις μετρητοίς. Γι’ αυτό και ο Φίλιπ Κάρεϊ, αναζητώντας για χρόνια την ταυτότητά του, στο τέλος τη βρίσκει: δεν κατακτά εκείνο που φανταζόταν πως θα ήταν η ευτυχία, γιατί κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, κερδίζει όμως την αυτογνωσία.

Η υπόθεση καλύπτει μια περίοδο είκοσι ενός ετών: από το 1885 ως το 1906, δηλαδή τα πιο ενδιαφέροντα χρόνια της εποχής που την αποκαλούμε Μπελ Επόκ. Δεν ήταν όσο ωραία υποδεικνύει το όνομά της η εποχή αυτή. Για τη λογοτεχνία όμως και την κουλτούρα γενικότερα υπήρξε από τις πιο ενδιαφέρουσες. Η Ανθρώπινη δουλεία (τον τίτλο ο Μομ τον πήρε από την Ηθική του ολλανδού φιλοσόφου του 17ου αιώνα Μπαρούχ Σπινόζα) ανήκει στα αντιπροσωπευτικότερα «μυθιστορήματα ενηλικίωσης» (Bildungsroman).

Μολονότι και σήμερα ο Μομ για πολλούς ακαδημαϊκούς κριτικούς δεν ανήκει στους κορυφαίους συγγραφείς στον αγγλόφωνο κόσμο και τον έχουν εξορίσει από τον λεγόμενο «λογοτεχνικό κανόνα» (παρά το γεγονός ότι υπήρξε ο διασημότερος και δημοφιλέστερος συγγραφέας όσο ζούσε), τα μυθιστορήματά του μεταφέρθηκαν πολλές φορές στον κινηματογράφο (η Ανθρώπινη δουλεία τρεις φορές, με σημαντικότερη εκείνη του 1934 που καθιέρωσε την Μπέτι Ντέιβις ως μεγάλη σταρ). Το βιβλίο αυτό μάλιστα συμπεριελήφθη στα 100 καλύτερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα της Modern Library και το «απαίσιο» αναγνωστικό κοινό εξακολουθεί να το διαβάζει με μεγάλη ευχαρίστηση. Το ίδιο υποθέτω ότι θα συμβεί και με τους έλληνες αναγνώστες.