Διαβάζοντας το άρθρο του Γιώργου Βέλτσου στο «Βήμα» της προηγούμενης Κυριακής διαπιστώνει κανείς αμέσως τη σύγχυση ανάμεσα σε δύο έννοιες που προέρχονται από διαφορετικές παραδόσεις στην ιστορία των ιδεών. Η πρώτη έννοια αφορά τη συζήτηση για το υποκείμενο της Ιστορίας (με κεφαλαίο) και η δεύτερη τον όρο υποκειμενικότητες στην ιστορία, ή και ιστορικά υποκείμενα.

Την πρώτη έννοια την καλλιεργεί μια μακρά φιλοσοφική παράδοση που αρχίζει με τους Διαφωτιστές, συνεχίζεται με τον Χέγκελ, και τον Μαρξ με απολήξεις στον 20ό αιώνα. Αναζητά εκείνο που κινεί την Ιστορία. Η ίδια η ιστορία μετατρέπεται σε ένα υποκείμενο που διασχίζει τους αιώνες και στην οποία αποδίδεται πρόοδος ή καθυστέρηση, προχωρά μπρος ή πίσω, η Ιστορία «δικαιώνει ή καταδικάζει», έχει «σωστές» ή «λάθος πλευρές», υπάρχει ακόμη και ο περίφημος «σκουπιδοτενεκές της Ιστορίας». Με λίγα λόγια η Ιστορία μπαίνει στη θέση του Θεού. Ποιος κινεί αυτή την ιστορία; Οι μεγάλες προσωπικότητες, ο Λόγος, η διαλεκτική παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων, η πάλη των τάξεων, ο ανταγωνισμός των εθνών ή των φυλών, το εθνικό πεπρωμένο κ.ο.κ. Πολλές απαντήσεις, ανάλογα με τα φιλοσοφικά ή πολιτικά ρεύματα. Πρόκειται για διαφορετικές ερμηνείες με ένα κοινό υπόβαθρο, την τελεολογία. Υπάρχει δηλαδή σκοπός της Ιστορίας. Σε αυτόν εντάσσονται οι πράξεις των ανθρώπων, αρκεί να το καταλάβουν.

Στον 20ό αιώνα και από διαφορετικές οπτικές διατυπώνεται μια κριτική σε αυτές τις αντιλήψεις που ορισμένοι μελετητές τις ονομάζουν συμπεριληπτικά «ανθρωπιστική ιστορία», εντάσσοντας την κριτική τους στη γενικότερη κριτική του «ανθρωπισμού» ως διανοητικού ρεύματος. Εκείνο που υποστηρίζουν είναι πώς δεν είναι το υποκείμενο που αποφασίζει για την έκβαση των πραγμάτων αλλά οι «δομές». Αυτές μπορεί να είναι ανθρωπολογικές, κοινωνικές, της μακράς διάρκειας, γλωσσικές κ.ο.κ. Οι άνθρωποι δηλαδή είναι υποχρεωμένοι να δράσουν εντός αυτών των περιορισμών. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των θεωριών είναι ότι η ιστορία δεν έχει σκοπό, δεν είναι μια δύναμη που κατευθύνεται κάπου. Είναι ιστορία άνευ «τέλους», γι’ αυτό και η κριτική στην τελεολογία.

Προς τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αναπτύχθηκε μια κριτική σε αυτή την απρόσωπη ιστορία. Δεν αναζητά τις δυνάμεις που κινούν την ιστορία, ούτε τις δομές βάθους που την εξηγούν. Αναζητούν την ιστορική εμπειρία των απλών ανθρώπων. Μας λένε μην κοιτάτε την ιστορία από την κορυφή, αλλά κοιτάξτε τη στην πολλαπλή, διαφοροποιημένη και μαζική της βάση. Μη βλέπετε έναν πόλεμο από τις αποφάσεις των στρατηγών, αλλά και από την εμπειρία των στρατιωτών, αυτήν που βίωσαν στη μάχη, αλλά και όταν τραυματίστηκαν ή αρρώστησαν από τις επιδημίες. Ας ξαναφέρουμε το υποκείμενο στην ιστορία, όχι ως κινούν την ιστορία, ούτε ως κάτι ασήμαντο ως προς τις ιστορικές δομές, αλλά ως εκείνο που βιώνει, υποφέρει, δρα στην ιστορία. Ετσι εμφανίστηκαν νέα υποκείμενα στα ιστορικά κείμενα: οι γυναίκες, τα παιδιά, οι σκλάβοι, τα θύματα των μαζικών εξοντώσεων. Μα είναι η εμπειρία τους αδιαμεσολάβητη; Είναι η περιγραφή μας διαφανής μεταφορά; Πολλές συζητήσεις θεωρητικές έγιναν, αλλά διασώθηκε η ιστορική εμπειρία.

Στον 21ο αιώνα μιλάμε για global history, είναι διαφορετική από την παλιά παγκόσμια ιστορία που είχε κανόνα και έβλεπε τις εξελίξεις σαν προσαρμογές ή αποκλίσεις σε αυτόν. Εδώ πάλι έρχεται το δίλημμα: Ευρύτατες επισκοπήσεις με ποσοτικοποίηση των δεδομένων ή συνάρθρωση του global με τη μικροϊστορία που καλλιέργησε η επίδραση της κοινωνικής ανθρωπολογίας στις ιστορικές σπουδές; Αν υπάρχει μια συμφωνία είναι ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική ιστορία, αλλά διαφορετικές εκδοχές και οπτικές. Από την πλανητική και περιβαλλοντική ιστορία ως την προφορική ιστορία. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι καταργείται η επιστημολογική συζήτηση των κριτηρίων. Μα τα πολλά υποκείμενα δεν κατακερματίζουν την άλλοτε ενιαία ιστορία; Σήμερα υπάρχουν πολλά είδη και σχολές ιστορίας. Δεν γίνεται διαφορετικά. Αυτός είναι ο ιστορικός πλούτος.

Βρισκόμαστε πολύ μακριά από όσα περιγράφει ο Γιώργος Βέλτσος στο άρθρο του και μου αποδίδει. Στο δικό μου άρθρο «Η διαμάχη των ερμηνειών» («Εφ.Συν.», 1.1.2022), στο οποίο αναφέρεται, άσκησα κριτική στην ιστορία από τα πάνω, από τις κορυφές, όπως έγινε σε πολλές συζητήσεις για τα 200 χρόνια, και στον «εθνικό ιντιβιντουαλισμό» που χαρακτηρίζει μερικές ερμηνευτικές απόπειρες της νεοελληνικής ιστορίας αναζητώντας μια τυπολογία. Ούτε για «πάλη των τάξεων» μίλησα, ή υπενόησα, ούτε υπερασπίστηκα τον Νίκο Σβορώνο, που δεν έχει άλλωστε ανάγκη υπεράσπισης. Επεσήμανα όμως το οξύμωρον, ότι εκείνος μιλώντας για τον αντιστασιακό χαρακτήρα της ελληνικής ιστορίας μιλούσε για τους «ξένους» ως δυνάστες ενώ οι επίδοξοι αναθεωρητές του για τους «ξένους» ως εσαεί διασώστες. Αυτοί δηλαδή που επαγγέλλονται να αλλάξουν σελίδα στις αντιλήψεις για την ιστορία επαναλαμβάνουν τον Σβορώνο αναποδογυρισμένο. Συμπέρασμα; Και τα δυο είναι αδιέξοδα όπου οδηγεί αυτού του τύπου η παλιά αντίληψη της προσωποποιημένης Ιστορίας (με κεφαλαίο), μόνο που τώρα τη θέση της πήρε το ελληνικό έθνος.

*Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.