Ας μην έχουμε πλέον αυταπάτες. Η χώρα έχει εισέλθει, με την αυγή του νέου έτους, σε προεκλογική περίοδο. Δεν έχει καμία μάλλον σημασία αν αυτό διαψεύδεται ή όχι, ή αν οι κάλπες στηθούν εντός του 2022 (περί το φθινόπωρο) ή μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023. Αυτό που θα συμβεί από εδώ και στο εξής είναι ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα περισσότερα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη (τα δεύτερα, κάθε αποχρώσεως) θα σκέφτονται και θα πράττουν με κύριο γνώμονα τη μελλοντική ετυμηγορία της κάλπης.

Υπάρχει βέβαια και το συναφές πρόβλημα ότι η κάλπη δεν θα είναι μία, αλλά μάλλον δύο ή, αν πιστέψει κανείς και διάφορες περίεργες διαρροές, ίσως και τρεις! Κι όλα τούτα μάλιστα εν μέσω μιας ομιχλώδους πορείας που θα επικαθορίζεται, σε κάθε στροφή, από την εξέλιξη της πανδημίας και των διαφόρων παραλλαγών της, είτε πρόκειται για την Ομικρον, τη Δέλτα, την… Delmicron και ποιος ξέρει ποιας άλλης. Οπως έχουμε ήδη σημειώσει, σε συνθήκες αβεβαιότητας – η οποία αποτελεί πλέον τη «νέα κανονικότητα» – κάθε πρόβλεψη μοιάζει με κακόγουστο ανέκδοτο.

Καθώς βέβαια η εκλογολογία θα αναπαράγεται πλέον σε κάθε ευκαιρία από τα μέσα ενημέρωσης, θα διαχυθεί παντού. Ηδη, ξένοι διπλωμάτες αρχίζουν και τοποθετούν στο ερωτηματολόγιό τους προς τους συνδαιτυμόνες τους το κλασικό, πλην βαρετό, ερώτημα αν γνωρίζουν πότε θα μπορούσαν να στηθούν κάλπες. Και είναι εύκολο να δει κανείς στην έκφρασή τους πως ό,τι κι αν απαντήσεις, δεν σε πολυπιστεύουν…

Το 2022 είναι όμως έτος ιδιαίτερα κρίσιμο για έναν επιπλέον λόγο: καθώς ο βασικός παράγοντας που συνήθως κρίνει τις εκλογές στην Ελλάδα είναι η οικονομία (ή, για να το πούμε πιο ελεύθερα, «η τσέπη των νοικοκυριών»), οι εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα θα βαρύνουν και στις απόψεις των ψηφοφόρων. Τα επενδυτικά κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης που θα αρχίσουν σταδιακά να ρέουν αυτή τη χρονιά και η ελπίδα ότι ο τουρισμός θα πάει ακόμη καλύτερα (πανδημίας επιτρεπούσης…) διαμορφώνουν έναν θετικό καμβά. Αυτό που δεν είναι όμως γνωστό, είναι αν αυτές οι θετικές εξελίξεις θα προλάβουν να καταστούν επιχειρήματα πειστικά υπέρ της κυβερνήσεως.

Το τελευταίο ζήτημα που απασχολεί πολλά κέντρα εξουσίας εσχάτως είναι η εκλογική γεωγραφία. Ο Πρωθυπουργός έχει διατρανώσει, πέραν της άποψης ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της κυβερνητικής θητείας, ότι η επιδίωξή του θα είναι η αυτοδυναμία. Ο ίδιος εκφράζει το προοδευτικό Κέντρο και είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί απελπιστικά να προσεγγίσει αυτόν τον χώρο – αν και το συμπαγές αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο έχει μάλλον αποδυναμωθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να αρέσκεται σε μία «στρατηγική του ώριμου φρούτου» – και όλοι θυμόμαστε πόσο… ώριμη αποδείχθηκε τελικά εκείνη η επιλογή για τη χώρα μας.

Ο «παράγων ΚΙΝΑΛ» έχει τροφοδοτήσει πολλές συζητήσεις, καθώς η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη έχει οδηγήσει σε δημοσκοπική ανάκαμψη. Ο «άγνωστος Χ» στο σημείο αυτό είναι αν ο νέος πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ θα μπορέσει να διαμορφώσει μία πολιτική και ιδεολογική ατζέντα που θα τραβήξει πίσω όχι μόνο παλαιούς ψηφοφόρους του ΠαΣοΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως ορισμένους εκσυγχρονιστές και προοδευτικούς από τη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη. Τα υπόλοιπα, «επί της οθόνης»…