«Η Ελλάδα ολοένα ταξιδεύει…»

Γ. Σεφέρης

Οποιαδήποτε πρόβλεψη για την Ελλάδα και τον κόσμο (στο πεδίο των εξωτερικών εξελίξεων), έστω για έναν χρόνο, 2022, είναι μια εξαιρετικά δύσκολη, επικίνδυνη άσκηση. Στην οικονομία οι προβλέψεις είναι σχετικά ευκολότερες καθώς (μπορείς) να γνωρίζεις τις κύριες μεταβλητές (ύψος επενδύσεων, οικονομική πολιτική, συμπεριφορά καταναλωτών, κ.λπ.). Στην εξωτερική πολιτική δεν ελέγχονται οι εξελίξεις, τα εξωτερικά γεγονότα που μπορούν τελικά να τη διαμορφώσουν, ιδιαίτερα όταν μια χώρα βρίσκεται σ’ ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον όπως αυτό της Ν.Α. Ευρώπης, Αν. Μεσογείου. Εάν κατά τη ρήση του Χ. Ουίλσον «μια εβδομάδα είναι μακρύς χρόνος στην πολιτική», ένα ολόκληρο έτος είναι… αιώνες για την εξωτερική πολιτική. «Οι προβλέψεις είναι εξαιρετικά δύσκολες, ιδιαίτερα όταν αφορούν το μέλλον».

Επικίνδυνη άσκηση

Αλλά και το παγκόσμιο σύστημα γενικότερα βρίσκεται σε εντεινόμενη συγκρουσιακή αστάθεια, αβεβαιότητα. Ο κόσμος είναι στις φλόγες της πανδημίας, της κλιματικής κρίσης, των ανθρωπιστικών κρίσεων, των κοινωνικών αναταράξεων, των εμφύλιων συγκρούσεων, των διακρατικών συγκρούσεων. Τρεις δυνητικά παγκόσμιας εμβέλειας και συνεπειών πόλεμοι εκτιμάται ότι μπορεί να ξεσπάσουν ταυτόχρονα μέσα στο 2022, με τη Ρωσία γύρω από το ζήτημα της Ουκρανίας, με την Κίνα γύρω από την κυριαρχία της Ταϊβάν (καθώς το Πεκίνο φαίνεται ότι έχει πάρει την απόφαση να την ενσωματώσει με πολεμική ενέργεια) και με το Ιράν γύρω από το πυρηνικό του πρόγραμμα, καθώς οι σχετικές συνομιλίες παραπαίουν. Και στις τρεις αυτές συγκρούσεις θα εμπλακούν οι ΗΠΑ και αναποφεύκτως σε μικρή ή μεγάλη έκταση και η Ευρώπη. Ενας οιονεί παγκόσμιος πόλεμος κλασικού τύπου έχει έλθει πιο κοντά από ποτέ. Δυστυχώς. Από την άλλη μεριά, όπως αναλύει ο Mark Leonard στο τελευταίο βιβλίο του «The Age of Unpeace», η εντεινόμενη παγκόσμια διασυνδετικότητα (connectivity) πολλαπλασιάζει περιέργως τις συγκρούσεις, μια τάση που θα ενταθεί μέσα στο 2022. Ζούμε δηλαδή σε έναν δυστοπικό κόσμο με μόνη νησίδα σχετικής σταθερότητας αυτή της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά χωρίς και εκεί να απουσιάζουν εντελώς τα προβλήματα με τις υβριδικές απειλές, την καταπάτηση του κράτους δικαίου σε ορισμένες χώρες (Πολωνία, Ουγγαρία, κ.ά.), τις διαμάχες γύρω από το προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα και φυσικά την πανδημία. Γενικά όμως η ΕΕ θα συνεχίσει και το 2022 τη διαδικασία της εσωτερικής ανάπτυξης (ιδιαίτερα το πρώτο εξάμηνο με τη Γαλλία στην προεδρία του Συμβουλίου Υπουργών) αλλά με εντεινόμενες προκλήσεις στο εξωτερικό μέτωπο.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ενώ η γενικότερη προοπτική της χώρας παρά την πανδημία εμφανίζεται ως θετική, η δύσκολη agenda θεμάτων και τα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής θα παραμείνουν και μέσα στο 2022. Τα Ελληνοτουρκικά θα συνεχίσουν να είναι το «προσδιοριστικό θέμα» (defining issue) με Κυπριακό, Αν. Μεσόγειο και Δ. Βαλκάνια να διαμορφώνουν το πρώτο κεφάλαιο προτεραιοτήτων. Σχέσεις με ΗΠΑ, με χώρες ευρύτερης περιοχής (Αίγυπτος, Ισραήλ, χώρες Κόλπου), Ρωσία, κ.ά. σε ένα δεύτερο, παράλληλο κεφάλαιο. Σε αυτά τα θέματα ίσως προστεθούν με περισσότερο ορατή σημασία το Μεταναστευτικό και το Ενεργειακό (εξωτερικές πτυχές). Γενικότερα όμως η εξωτερική πολιτική της χώρας θα συνεχίσει να ορίζεται από το πλαίσιο, τις προτεραιότητες και τις επιλογές της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΚΕΠΠΑ, κ.λπ.).

Στο κρίσιμο ζήτημα των Ελληνοτουρκικών το πιθανότερο σενάριο είναι ότι μέσα στο 2022 θα συνεχισθεί η διαχειριστική στασιμότητα και η κατάσταση της «ελεγχόμενης έντασης», αν και ο πειρασμός για τον πρόεδρο Ερντογάν να κάνει εξαγωγή της δεινής εσωτερικής κρίσης στο εξωτερικό μέτωπο παραμένει πάντοτε ισχυρός. Ιδιαίτερα καθώς η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής (όπως και της οικονομικής) είναι πλέον απόλυτη προσωπική υπόθεση του Ερντογάν χωρίς κανέναν θεσμικό περιορισμό. Οι δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, έχουν βουλευτικές εκλογές μέσα στο ορατό χρονικό διάστημα – 2023 ή και νωρίτερα ίσως.

Η Τουρκία και εμείς

Επομένως οι πιθανότητες και το κίνητρο να προχωρήσουν σε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση που συνεπάγεται συμβιβασμούς πάνω στα επίμαχα θέματα εμφανίζονται εξαιρετικά περιορισμένες. Πολύ περισσότερο που η Τουρκία έχει μπει σε μια ευρύτερη μεταβατική διαδικασία. Αν και ενίοτε οι διαδικασίες αυτές προσφέρουν και μοναδικές ευκαιρίες. Στο μεταξύ, η Τουρκία θα συνεχίσει μέσα στο 2022 τη βελτίωση των σχέσεών της με χώρες τις οποίες η Ελλάδα έχει θεωρήσει «συμμάχους» της (εναντίον της Τουρκίας!) όπως Αίγυπτο, Ισραήλ, χώρες του Κόλπου (ΗΑΕ, Σ. Αραβία), ακόμη και την Αρμενία, διαδικασία που θα πρέπει να προβληματίσει σοβαρά την Αθήνα. (Στο πρόσφατο βιβλίο μου για την εξωτερική πολιτική της μεταπολίτευσης έχω αναλύσει γιατί οι «συμμαχίες» αυτές είναι εν πολλοίς σαθρές και αναποτελεσματικές για την Ελλάδα.) Με άλλα λόγια, το περιφερειακό υποσύστημα φαίνεται να καθίσταται βαθμηδόν ευνοϊκότερο για την Τουρκία. Η Τουρκία δεν είναι τόσο απομονωμένη όσο διαλαλούμε. Αλλά αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητικό. Καθώς ίσως οδηγήσει την Αγκυρα σε πιο μετριοπαθείς θέσεις. Αν και επί του παρόντος και ενώ δεν επιλύονται τα προβλήματα, η Αγκυρα «κατασκευάζει» νέες διεκδικήσεις με πλέον επικίνδυνη αυτή της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Α. Αιγαίου ως δήθεν προϋπόθεση για την ανεξαρτησία τους. Γενικά όμως και παρά τη μεταβατικότητα του 2022, οι επαφές με τη «δύσκολη Τουρκία» (διερευνητικές, διάλογος σε θέματα χαμηλής πολιτικής, κ.λπ.) θα πρέπει να συνεχιστούν, έστω κι αν δεν αποδίδουν άμεσα καρπούς. Οπως και η προσπάθεια να παραμείνει ανοιχτή η προοπτική για στενότερη ειδική σχέση Τουρκίας – ΕΕ στη λογική ενός νέου «Ελσίνκι». Και ίσως η γαλλική προεδρία στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ από την 1η Ιανουαρίου (με μια ενδιαφέρουσα agenda προτεραιοτήτων) να προσφέρει ένα παράθυρο ευκαιρίας για τον σκοπό αυτόν που θα μπορούσε να αξιοποιήσει ευρηματικά η Αθήνα.

[Μια ξεχωριστή πτυχή που οφείλει η Ελλάδα να προσέξει ιδιαίτερα είναι η αυξανόμενη «ήπια ισχύς» (soft power) που προβάλλει η Τουρκία. Τείνουμε συνήθως να προσλαμβάνουμε την Τουρκία ως μια σκληρή στρατιωτική δύναμη, ενώ αγνοούμε σχεδόν πλήρως την «ήπια ισχύ» της που εκφράζεται μεταξύ άλλων με δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές. Οπως δείχνει μελέτη του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR), τουρκικές σειρές κατακλύζουν στον κόσμο, από τη Ν. Κορέα, την Αφρική μέχρι τη Λ. Αμερική. Η Ελλάδα επένδυσε μέσα στο 2021 στη «σκληρή δύναμη», τους εξοπλισμούς, θεωρώντας ίσως ότι το brand name «Hellas», όπως και ο ρόλος της ως «σταθεροποιητή» της περιοχής συνιστούν εξ ορισμού «ήπια ισχύ». Δεν είναι αρκετό. Η Ελλάδα οφείλει να καταστήσει το 2022 έτος προβολής της «ήπιας ισχύος» (κάτι που δεν έκαναν επαρκώς οι εορτασμοί του έτους για το «1821»). Η Ελλάδα οφείλει συνεχώς «να ταξιδεύει»…].

Η στασιμότητα στο Κυπριακό

Η στασιμότητα (αν όχι τέλμα) θα είναι πιθανότατα το χαρακτηριστικό για το 2022 και γύρω από το άλλο μείζον θέμα της εξωτερικής πολιτικής, το Κυπριακό. Οι συνθήκες για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας (ΔΔΟ) φαίνεται να απουσιάζουν και ενδεχομένως να έχουν χαθεί οριστικά. Η Κυπριακή Δημοκρατία πηγαίνει επίσης σε (προεδρικές) εκλογές το 2023 ενώ η άλλη πλευρά, Τουρκοκύπριοι και Τουρκία, επιμένουν στην (απαράδεκτη) λύση των δύο κρατών, θέση που δεν μπορεί για τη Λευκωσία να αποτελέσει αφετηρία για μια νέα διαδικασία επίλυσης. Αν και δύσκολο, η διαδικασία καλό είναι να ξεκινήσει. Αλλά ίσως οι ευκαιρίες για λύση ΔΔΟ να ενταφιάσθηκαν (με ευθύνη δυστυχώς κυρίως της ελληνοκυπριακής πλευράς) το 2004 (λύση Σχεδίου Αναν) και 2017 (Κραν Μοντανά). Η αδιαλλαξία της Αγκυρας έχει τώρα προσλάβει νέα ένταση και περιεχόμενο.

Στην άλλη περιοχή άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος, τα Δ. Βαλκάνια, η προοπτική να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τη Β. Μακεδονία και την Αλβανία (μετά την άρση του βέτο από τη νέα φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση της Βουλγαρίας) δημιουργεί μια νέα, καλύτερη δυναμική για την περιοχή. Αυτό επιβάλλει στην Αθήνα (και παρά τις πολιτικές δυσκολίες) να εξομαλύνει πλήρως τη σχέση της με τη Β. Μακεδονία με την επικύρωση των σχετικών πρωτοκόλλων της Συμφωνίας των Πρεσπών. Και αυτονόητο είναι ότι η Ελλάδα θα πρέπει να βρεθεί στην πρωτοπορία για την προώθηση της ευρωπαϊκής μετάβασης των Δ. Βαλκανίων.

Συνολικά και ιδιαίτερα για τα μείζονα – «εθνικά» λεγόμενα – θέματα (Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό) «ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος υπάρχουν ίσως αμφότεροι στον μέλλοντα χρόνο» / «Time present and time past / Are both perhaps present in time future…». (Τ. S. Elliot).

Εκατό χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δυστυχώς…

Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής-σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του FEPS και του ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το τελευταίο του βιβλίο «Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης».