Θα μπορούσα να διαβεβαιώσω τον κ. πρωθυπουργό ότι η εικαστική κοινότητα είδε με ευχάριστη έκπληξη αφενός την άψογη επαναλειτουργία και αφετέρου την προ μηνών επίσκεψή του στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Αν δεν με απατάει η μνήμη μου, είναι η πρώτη φορά που πρόεδρος της κυβέρνησης επισκέπτεται το κακοπαθημένο επί δεκαετίες κτίριο του πρώην Φιξ. Κι αυτό είναι παρήγορο. Ιδιαίτερα μάλιστα αυτή τη δύσκολη ώρα όπου και η τέχνη και οι άνθρωποί της χειμάζονται μαζί και δίπλα με την υπόλοιπη κοινωνία. Είμαστε, λοιπόν, ανακουφισμένοι που επιτέλους το μουσείο είναι ανοιχτό με νέα διευθύντρια και σας ευχαριστούμε γι’ αυτό, αλλά έχουμε σοβαρές ενστάσεις ως προς το περιεχόμενό του.

Επειδή πρόκειται για ένα μουσείο που προσεγγίζει τη σύγχρονη τέχνη με έναν τρόπο άκρως ιδεολογικοποιημένο, «αφ’ υψηλού» θα έλεγα, ως προς τον ενδεχόμενο χρήστη ο οποίος οφείλει να «μάθει» κάποιον άνωθεν επιλεγμένο «κανόνα» αλλά όχι και να συγκινηθεί ή να συμμετάσχει. Αντανακλά, φοβάμαι, τις δογματικές επιλογές της πρώτης του διευθύντριας, η οποία διορίστηκε το μακρινό ’90 και οι μονομανίες της οποίας ισχύουν έως σήμερα. Παραλείποντας προκλητικά καλλιτέχνες και τάσεις που άφησαν ανεξίτηλο ίχνος στη μικρή ιστορία της σύγχρονης τέχνης μας και που άνοιξαν γόνιμους διαλόγους με τα μεγάλα κινήματα και τους βασικούς εκπροσώπους της τέχνης του εικοστού αιώνα: Οπως ο Σκλάβος, ο Μάικ Λεκάκης, ο Καπράλος, ο Τάκις, η Βασιλική Τσεκούρα, ο Θεοφυλακτόπουλος αλλά και ο πολυμήχανος Μποστ ή ο Αρκάς, μαζί με τους εκπρόσωπους του γκράφιτι οι οποίοι πρωταγωνιστούν τα τελευταία χρόνια στην καθημερινότητά μας και έχουν αναγνωριστεί διεθνώς, όπως ο Στέλιος Φαϊτάκης ή ο Ινο.

Πρόκειται, φοβάμαι, για ένα μουσείο ουσιαστικά «ανιστορικό» και μάλλον «δήθεν», παρά τον εξόφθαλμα πολιτικό χαρακτήρα του, το οποίο απλώς μιμείται τη διεθνή του μοντέρνου, χωρίς όμως να υπερασπίζεται είτε την αιτιακή σχέση της νεοελληνικής με τη διεθνή τέχνη και, πρωτίστως, να μην προβάλλει τη νεοελληνική ιδιαιτερότητα. Αυτό που θα ονομάζαμε λίγο απλουστευτικά και αρκούντως συμβολικά «εθνική σχολή».

Ο,τι δηλαδή ουσιαστικά ενδιαφέρει όχι μόνο τον ντόπιο αλλά πρωτίστως και κυρίως τον ξένο επισκέπτη του μουσείου. Αυτόν που δεν ενδιαφέρεται να δει μία ακόμα περιφερειακή και επαρχιώτικη εκδοχή των μουσείων που έχει στη χώρα του αλλά το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, σήμερα. Θα τολμούσα μάλιστα να συμπεριλάβω και την Κύπρο. Και στην Ελλάδα υπάρχει μία μεγάλη παράδοση ζωγραφικής την οποία το ΕΜΣΤ κυριολεκτικά όσο και αδικαιολόγητα αποσκορακίζει. Ενώ συγχρόνως απομειώνεται και ο πολιτικός – εθνικός ρόλος που εξ ορισμού οφείλει να έχει ένας τέτοιος θεσμός. Εχετε επισκεφθεί την καγκελάριο Μέρκελ στο ιδιαίτερό της γραφείο και έχετε δει πώς πίσω της υπάρχει κρεμασμένος ο εθνικός ζωγράφος της ενωμένης Γερμανίας, ο Gerhard Richter, γεννημένος στη Δρέσδη και μεγαλωμένος στο ανατολικό μπλοκ. Οπως επίσης έχετε δει το Μνημείο της Συμφιλίωσης, το Neue Wache, με το γλυπτό της Käte Kollwitz, στο οποίο η ίδια αγκαλιάζει τον σκοτωμένο στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο γιο της. Τα αναφέρω αυτά για να δείξω τον τεράστιο πολιτικό συμβολικό ρόλο που μπορεί να παίξει η τέχνη, την οποία εδώ συχνά αντιμετωπίζουμε ως οχληρό προϊόν ή υπόθεση κοσμικής επίδειξης.  À propos η ελληνική γλυπτική, η πιο ελληνική τέχνη, ελλείπει δραματικά από το μουσείο. Ονειρεύομαι ως εκ τούτου ένα μουσείο που να δείχνει με απόλυτη ανεξιθρησκία όλες τις τάσεις της ελληνικής τέχνης, και τους εικονοκλάστες και τους εικονολάτρες, από τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο ως τον Απόστολο Γεωργίου και τον Σακαγιάν, από τον Κουλεντιανό ως τον Θόδωρο Παπαγιάννη ή τον Βασίλη Σκυλάκο και από τον Γιάννη Μπουτέα ως την Ευαγγελία Μπασδέκη και τον Γιάννη Αδαμάκο. Αλλά επίσης και τους νεότερους ζωγράφους μας που είναι πραγματικά μία έκπληξη και που θα έπρεπε ένα ίδρυμα νέων ανθρώπων όπως οφείλει να είναι το ΕΜΣΤ και να τους στηρίξει και να τους προβάλει. Να καταστεί δηλαδή εν τοις πράγμασι ένα «ζεστό» μουσείο.

Αυτό που περιμένουμε από τους πολιτικούς, είναι να δημιουργήσουν θεσμούς έτσι ώστε να βοηθηθούν και η τέχνη και εκπρόσωποί της, χωρίς όμως κομματικές παρεμβάσεις ή φαβοριτισμούς. Υπενθυμίζω ότι λίγο πριν την πτώση του ο ΣΥΡΙΖΑ προκήρυξε, με ανοικτή διαδικασία, τη θέση του διευθυντή αλλά μετά απέρριψε όλες τις συμμετοχές για τυπικούς λόγους. Προφανώς δεν είχε συμμετάσχει ο κομματικός φίλος.

Επιπλέον… υπήρξα εκ των πρώτων επιμελητών της Εθνικής Πινακοθήκης και έχω δουλέψει εκεί περισσότερα από 20 χρόνια έχοντας στήσει, εκτός των άλλων, το πιο επιτυχημένο της παράρτημα, αυτό της Κέρκυρας. Από τότε λοιπόν ζητούσα το παράρτημα αυτό να γίνει κέντρο της σύγχρονης, βαλκανικής τέχνης, ένα αίτημα τόσο αισθητικό όσο και πολιτικό. Ενα αίτημα που μπορεί να αξιοποιηθεί και από το ΕΜΣΤ σήμερα. Η Αθήνα δεν μπορεί να γίνει Βερολίνο ή Νέα Υόρκη, μπορεί όμως να καταστεί η πολιτιστική πρωτεύουσα των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου ανταλλάσσοντας εκθέσεις φέρ’ ειπείν με το  εξαιρετικό μουσείο του Τελ Αβίβ και προωθώντας τους έλληνες δημιουργούς στο Βουκουρέστι, στη Σόφια ή στα Σκόπια. Εκεί, στα Σκόπια, υπάρχει ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης που φιλοξενεί έλληνες δημιουργούς όπως είναι ο Γαΐτης, ο Κεσσανλής, ο Ζογγολόπουλος, η Οπυ Ζούνη κ.λπ. Δεν είναι εντυπωσιακό; Δεν είναι ένα μάθημα;

Τέλος, θέλω να θίξω το θέμα των μαικήνων της σύγχρονης τέχνης οι οποίοι θέλουν να βοηθήσουν το ΕΜΣΤ. Μακάρι! Ομως είναι άλλο πράγμα να στηρίξουν τις επιλογές ενός εθνικού μουσείου και των πολιτειακών θεσμών που το κατευθύνουν κι άλλο να επιβάλουν τα ιδιωτικά τους γούστα. Η απόσταση είναι τεράστια. Προσωπικά πιστεύω πως το ΕΜΣΤ μπορεί να επιβιώσει, χωρίς να χρειάζεται την οικονομική στήριξη των ιδιωτών, αρκεί να παίξει χωρίς ακροβατισμούς τον εθνικό, παιδευσιακό του ρόλο και να συνεργαστεί άμεσα με το όμορο μουσείο της Ακρόπολης – που απέκτησε επιτέλους διευθυντή και μάλιστα εξαιρετικό – έτσι ώστε οι επισκέπτες και των δύο να αποκομίζουν μία ολοκληρωμένη εικόνα ελληνικής τέχνης διαχρονικά.

Εγραψα «αποκομίζουν» και όχι… αποκοιμίζουν. Επειδή επιτυχημένα μουσεία είναι αυτά που χαρίζουν, πλάι στη γνώση και την απόλαυση. Οπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Και που είναι σοβαρά αλλά όχι σοβαροφανή. Αυτό κυρίως…

ΥΓ.: Νομίζω πως πρωτοαγάπησα τη ζωγραφική όταν πολύ μικρός παρατηρούσα εκστατικός τα σχέδια που έφτιαχνε ο άνεμος στον ουρανό μαζεύοντας ή σκορπίζοντας τα σύννεφα. Αλλά και ό,τι ξέρω για τη ζωγραφική, ο ουρανός με τις ατέρμονες εικόνες του μού το δίδαξε. Πάντα για μένα ο ουρανός είναι η οθόνη, το τεντωμένο πανί, ο πιο αρχέγονος καμβάς. Εκεί γράφονται και σβήνονται όλα. Συνεχώς. Οσο ατενίζουμε, όσο κοιτάμε αποσβολωμένοι, όσο βλέπουμε, υπάρχουμε. Κι όταν κάποτε δεν θα βλέπουμε πια, τότε θα τελειώσει κι η ζωγραφική της ζωής μας. Ούτως ή άλλως όλα τα θαυμάσια συμβαίνουν πάντα εκεί ψηλά…

*Ο κ. Μάνος Στεφανίδης είναι καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο ΕΚΠΑ.