Η αειθαλής Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ µάς υποδέχεται στην Πλάκα, στην αθηναϊκή έδρα του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών, του οποίου είναι πρόεδρος από το 1993. Η διαπρεπής βυζαντινολόγος µε τη µυθιστορηµατική ζωή υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρύτανης στο Πανεπιστήµιο της Σορβόννης, πρύτανης του Πανεπιστηµίου της Ευρώπης, αλλά και πρόεδρος του Κέντρου Τέχνης και Πολιτισµού Ζορζ Ποµπιντού-Μποµπούρ. Μια διεθνής Ελληνίδα.

Μια διεθνής Ελληνίδα την οποία συναντούµε για να συνοµιλήσουµε µαζί της για έναν διεθνή Ελληνα, τον Μίκη Θεοδωράκη. Συγκινηµένη, χωρίς να χάνει το κοφτερό της χιούµορ, µοιράστηκε µαζί µας έναν πλούτο ιστοριών, ενώ δεν παρέλειψε να τοποθετηθεί και πάνω στα φλέγοντα θέµατα της επικαιρότητας.

Κυρία Αρβελέρ, τι ήταν τελικά ο Μίκης Θεοδωράκης για την Ελλάδα;  

«Θεωρώ ότι ο Μίκης αποτελεί µια σύµπτυξη της ελληνικής Ιστορίας επί έναν αιώνα. Γιατί στην Κατοχή ήταν παρών. Στον Εµφύλιο ήταν παρών. Στη Χούντα ήταν παρών. Στην Αριστερά παρών, αλλά και στη Δεξιά. Για εµένα, η αµφισηµία του Θεοδωράκη είναι όπως τα ελληνικά πράγµατα. O,τι γινόταν, ο Θεοδωράκης πάντα πρώτος. Αυτή η παρουσία του στον πολιτικό βίο της Ελλάδας τον κάνει να είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός Eλληνας».

Ο Μίκης Θεοδωράκης και η Ελένη Γλυκατζή-Αρβελέρ χειροκροτούν παρακολουθώντας την παρουσίαση του «Πνευξματικού Εμβατηρίου στους Δελφούς το 1995

Θα µπορούσε να πει κανείς ότι ξεκινάτε από µια κοινή αφετηρία: την ΕΠΟΝ. Πώς γνωριστήκατε, αλήθεια;

«Τον γνώρισα από τον γαµπρό µου, Μήτσο Νικολαΐδη, τον µεγαλύτερο κοµµουνιστή, τον οποίο ψήφιζε όλος ο Βύρωνας ως δήµαρχο. Ο Μήτσος καθόταν στη Νέα Σµύρνη, όπως και ο Θεοδωράκης. Κυρίως όµως τον γνώρισα στο Παρίσι, όταν έπαιζε σκάκι µε τον ιστορικό Νίκο Σβορώνο, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς ΕΑΜΙΤΕΣ της Καισαριανής. Τελευταία που τον είχα συναντήσει, του είπα: «Μίκη, θα πεθάνουµε. Είµαστε οι τελευταίοι. Εσύ είσαι όµως αθάνατος». Μου απάντησε µε τους στίχους, αν θυµάµαι καλά, του Παλαµά, για τον Βενιζέλο: «Μεγάλος είσαι./ Και θα πεθάνεις,/ και θα σου φτύνει / κι ο τιποτένιος κι ο πεχλιβάνης/ την τρανοσύνη»».

Ο Μίκης ήταν ο συνθέτης που ύµνησε τη ρωµιοσύνη…

«Ο Μίκης γνώριζε τέλεια τη βυζαντινή µουσική. Eτσι λοιπόν, από τη µία η βυζαντινή µουσική, από την άλλη η κλασική, που επίσης ήξερε πολύ καλά, σε συνδυασµό µε το δηµοτικό τραγούδι, δηµιουργήθηκε ένα µείγµα µουσικής σαν τον ίδιο. Γιατί ο Μίκης είναι πάνω από όλα, αν θέλετε, ο εκφραστής µιας ψυχής ελληνικής, η οποία έχει τραφεί µε το Βυζάντιο, µε την Επανάσταση και το δηµοτικό τραγούδι. Και πότε-πότε ακούει και Μπετόβεν».

«Ο Μίκης είναι πάνω από όλα ο εκφραστής μιας ψυχής ελληνικής, η οποία έχει τραφεί με το Βυζάντιο, με την Επανάσταση και το δημοτικό τραγούδι. Και πότε-πότε ακούει και Μπετόβεν»

Ο Μίκης τι ήταν για τη Γαλλία;

«Ο Μίκης για τους Γάλλους ήταν όπως η Μελίνα, µια µυθική προσωπικότητα. Διατηρούσε µια µεγάλη φιλία µε τον Μιτεράν. Είχε γράψει µάλιστα και τον ύµνο του Σοσιαλιστικού Κόµµατος της Γαλλίας. Αυτό µάλλον λίγοι το θυµούνται, ξεχάστηκε. Επίσης, ο Μιτεράν αποκαλούσε τη Φαραντούρη «Hρα». Ξέρετε γιατί; Γιατί τραγουδούσε φορώντας µαύρα και ήταν πολύ δωρική».

Είναι αλήθεια ότι ο Μίκης είχε αποκαλύψει ότι ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε ερωτευµένος µαζί σας;

«Το έχω πει πολλές φορές. Το γνωρίζει όλος ο κόσµος».

Εσείς δεν το είχατε αντιληφθεί;

«Δεν είχα καταλάβει τίποτα».

Μπορεί να υπάρξουν σήµερα άλλες προσωπικότητες του βεληνεκούς του Μίκη;

«Ο Μίκης είναι ο άνθρωπος µιας εποχής που υπήρχε η έννοια της οµαδικότητας. Για παράδειγµα, στο περίφηµο πατάρι του Λουµίδη σύχναζαν ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις, ο Ελύτης, ο Σεφέρης… Ο άνθρωπος είναι πλέον ατοµικιστής. Είναι µόνο ο εαυτός του. Oποιον θα δεις είναι σκυµµένος πάνω σε κινητό και κάτι κάνει. Ούτε βλέπει δίπλα του. Ποια οµαδικότητα λοιπόν; Απ’ όλους αυτούς τους µεγάλους µόνο ο Ξαρχάκος µένει πλέον. Μετά από εκείνον δεν µένει κανένας».

Στη θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη, μετά την υπόθεση Αποστολάκη θα είχα επαναφέρει τον Χρυσοχοΐδη

Πότε συναντήσατε τον Μίκη για τελευταία φορά;

«Hταν σε ένα φιλικό γεύµα. Μου είπε: «Τους βλέπεις αυτούς γύρω µας; Ολοι αυτοί είναι δεξιοί». Τον ρωτώ: «Eσύ τι είσαι;». «Εγώ είµαι κεντρώος» απαντάει. «Βρε, ποιανού κέντρου;» του λέω; Το τι γέλιο κάναµε! Hταν η εποχή που είχε ιδρύσει τη «Σπίθα»».

«Θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσµο σαν κοµµουνιστής» έγραψε ο Μίκης στην επιστολή του προς τον γενικό γραµµατέα του ΚΚΕ, Δηµήτρη Κουτσούµπα.  

«Αν έγραφε το αντίθετο, θα µου έκανε εντύπωση. Oταν έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, η Μελίνα είχε θυµώσει πολύ. Αλλά ο Μίκης νόµιζε ότι από µέσα κάτι θα καταφέρει, κάτι θα κάνει. Ο Μίκης έβλεπε τον εαυτό του πρωταγωνιστή πάντα. Γεννήθηκε πρωταγωνιστής, καλλιτέχνης έγινε. Και τον Καραµανλή τον στήριξε. Δεν είχε πει «Καραµανλής ή τανκς»; Και είχε βεβαίως δίκιο».

Εσείς παραµένετε αριστερή;

«Παραµένω αριστερή για έναν λόγο. Ελπίζω και πιστεύω στη δικαιότερη διανοµή του εθνικού πλούτου. Eπειτα, υπάρχει πάντα µια Αριστερά της κουλτούρας. Τι θέλω να πω; Δηλαδή το να είσαι υπέρ του γάµου των οµοφυλοφίλων, υπέρ των γυναικών που κάνουν παιδιά χωρίς να παντρευτούν. Oλα αυτά είναι Αριστερά. Και σε αυτά είµαι υπεραριστερή».

Την υπόθεση Αποστολάκη πώς την είδατε;

«Μπούµερανγκ θα γυρίσει στον Aλέξη Τσίπρα. Στη θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη θα είχα επαναφέρει τον Χρυσοχοΐδη. Θα έλεγα στον Τσίπρα: «Μου έλεγες για συναίνεση. Ορίστε, την έκανα. Δεν το θέλησες; Οπότε επαναφέρω τον πετυχηµένο υπουργό που είχα»».

Θεωρείτε τη θητεία του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη επιτυχηµένη;  

«Βεβαίως. Κυκλοφορείς στα Εξάρχεια. Μπαίνεις στα πανεπιστήµια. Την εξάρθρωση της 17 Νοέµβρη την ξεχάσαµε;».

Η εγκατάσταση της Πανεπιστηµιακής Αστυνοµίας στα ΑΕΙ τελικώς καθυστερεί. Πώς σας φάνηκε όµως αυτή η απόφαση γενικότερα;

«Μα εγώ ήµουν εκείνη που έβαλε την Αστυνοµία στα πανεπιστήµια στο Παρίσι. Πώς όµως; Πρώτον, ήταν υπάλληλοι του Πανεπιστηµίου, και δεύτερον, απευθύνονταν στον πρύτανη. Είµαι υπέρ της αστυνόµευσης στα πανεπιστήµια, τάσσοµαι όµως κατά του να υπάρχει µέσα στα πανεπιστήµια µια πραγµατική Αστυνοµία. Aλλο αστυνόµευση και άλλο Αστυνοµία. Βέβαια, ακόµη και αυτό είναι καλύτερο από το να χτίζεις και να κρεµάς ταµπέλες στους καθηγητές σου».

Εσείς ως πρύτανης αντιµετωπίσατε πολλές δύσκολες καταστάσεις…

«Μια ηµέρα οι φοιτητές µάς είχανε κλείσει µε κλειδαριές. «Ρε παιδιά, ανοίξτε» τους είπα. Eρχονται στο γραφείο µου. «Αρβελέρ, πρύτανης» τους συστήθηκα. «Εσάς, πώς σας λένε;» τους ρώτησα. Μου είπαν τα ονόµατά τους. Από τη στιγµή που ένιωσαν ότι τους µιλάω ως ίση προς ίσους, οι φασαρίες σταµάτησαν. Στα παιδιά εδώ ουδέποτε δώσαµε ταυτότητα. Hταν οι µπαχαλάκηδες και δεν ξέρω εγώ τι άλλο».

Εχετε ταχθεί υπέρ του εµβολίου.

«Θα σας πω κάτι που µου είπε ένας φίλος µου, σπουδαίος γιατρός. Αν υπήρχαν τα social media την εποχή της ευλογιάς, ακόµα οι άνθρωποι θα πέθαιναν από αυτήν. Εγώ έχω κάνει το µπόλι και πάω για το τρίτο. Είµαι 95 ετών. Ούτε που µε νοιάζει».

Δεν σας φαίνεται… Και είστε και πολύ όµορφη!

«Eλα ντε! Oλοι µου το λένε ότι τώρα τελευταία οµόρφυνα (γελάει)».

Πάντα ήσασταν όµορφη…

«Θα σας πω τώρα κάτι να γελάσετε. Μια ηµέρα στο Προεδρικό Μέγαρο συναντώ τον Ανδρέα Παπανδρέου. Αρχίζει να µε παρουσιάζει στους υπουργούς του και φτάνει στον Κάρολο Παπούλια, που ήταν τότε υπουργός Εξωτερικών. Τον ρωτά: «Kάρολε, γνωρίζεις την πρύτανη;». Απαντά: «Mε την πρύτανη παίζαµε βόλεϊ όταν ήµασταν παιδιά». Γιατί, όπως ίσως γνωρίζετε, ήταν Βυρωνιώτης και ο Παπούλιας. Και ο Ανδρέας του λέει πειραχτικά: «Bρε παιδί µου, µόνο βόλεϊ έπαιζες;»».