Τον κώδωνα του κινδύνου για τους ανεμβολίαστους, κρούει με νέα ανάρτησή του ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος.
Χρησιμοποιώντας ένα υποθετικό παράδειγμα, ο υπουργός καταδεικνύει το γεγονός πως οι ανεμβολίαστοι έχουν στατιστικά διπλάσιο κίνδυνο να διασωληνωθούν και εξηγεί: «το εμβόλιο μειώνει αλλά δεν εξαφανίζει τις πιθανότητες νόσησης, θα συνεχίσουμε να κολλάμε δηλαδή και ως εμβολιασμένοι, όπως συμβαίνει με τον ιό της γρίπης, αλλά αυτό θα συμβαίνει σε πολύ μικρότερο βαθμό και με πιο ήπια συμπτώματα για τους περισσότερους από εμάς»
Σύμφωνα με τον υπουργό, παρότι οι εμβολιασμένοι διασωληνωμένοι είναι σε απόλυτους αριθμούς περισσότεροι από τους ανεμβολίαστους, στην πράξη οι ανεμβολίαστοι έχουν στατιστικά τον διπλάσιο κίνδυνο να κολλήσουν και να διασωληνωθούν από τους εμβολιασμένους. Όπως λέει χαρακτηριστικά, ο παρανομαστής έχει πολύ μεγάλη σημασία όταν κανείς επιχειρήσει να μελετήσει στατιστικά την αποτελεσματικότητα των εμβολίων.
Χρησιμοποιώντας το υποθετικό παράδειγμα ενός χωριού 1.000 κατοίκων ηλικίας 60 ετών και άνω, εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, που αντικατοπτρίζει και την κατανομή των εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων πολιτών στις ηλικίες 60 ετών και άνω, ο υπουργός σημειώνει επίσης ότι οι περίπου 600.000 ανεμβολίαστοι πολίτες αυτής της ηλικιακής ομάδας δεν έχουν απλά διπλάσιες πιθανότητες να διασωληνωθούν αν νοσήσουν, αλλά 20 φορές περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν πολύ βαριά σε σχέση με τους εμβολιασμένους συμπολίτες τους.
Η αλήθεια των αριθμών
Αναλυτικότερα, στην ανάρτησή του, την οποία τιτλοφορεί: «Γιατί ο «παρανομαστής» έχει σημασία για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων;», ο κ. Σκέρτσις αναφέρει:
«Κάποιοι, ευτυχώς λίγοι, αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων ως προς τον κίνδυνο βαριάς νόσησης επικαλούμενοι τους απόλυτους αριθμούς των εμβολιασμένων πολιτών που νοσούν και είναι διασωληνωμένοι σήμερα στις ΜΕΘ. Να δούμε με ένα παράδειγμα γιατί αυτό είναι λάθος.
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα χωριό με 1000 κατοίκους ηλικίας 60 ετών και άνω, εκ των οποίων οι 800 έχουν εμβολιαστεί και οι 200 όχι. Στις ΜΕΘ του χωριού νοσηλεύονται 8 κάτοικοι που έχουν κάνει το εμβόλιο και 4 που δεν το έχουν κάνει.
Κάποιος κρίνοντας μόνο τους απόλυτους αριθμούς θα έλεγε ότι το εμβόλιο δεν είναι αποτελεσματικό διότι οι εμβολιασμένοι που διασωληνώθηκαν είναι περισσότεροι από τους ανεμβολίαστους διασωληνωμένους.
Αυτή η ερμηνεία όμως δεν είναι σωστή διότι για να καταλάβουμε τον πραγματικό δείκτη κινδύνου θα πρέπει να γίνει μια διαίρεση, μια στατιστική αναγωγή, του αριθμού των εμβολιασμένων διασωληνωμένων προς τον αριθμό των εμβολιασμένων κατοίκων του χωριού, δλδ 8/800=1%. Και αντίστοιχα άλλη μια διαίρεση των ανεμβολίαστων διασωληνωμένων προς τους ανεμβολίαστους κατοίκους, δλδ 4/200=2%.
Προκύπτει επομένως από αυτό το υποθετικό παράδειγμα ότι παρά το οτι οι εμβολιασμένοι διασωληνωμένοι είναι σε απόλυτους αριθμούς περισσότεροι από τους ανεμβολίαστους, στην πράξη οι ανεμβολίαστοι έχουν στατιστικά τον διπλάσιο κίνδυνο να κολλήσουν και να διασωληνωθούν από τους εμβολιασμένους.
Γι’αυτό το λόγο είναι σημαντικό να γίνεται στατιστική αναγωγή με τους σωστούς παρανομαστές και να μην μπερδευόμαστε από τα απόλυτα νούμερα. Στην πραγματικότητα το «χωριό» του υποθετικού παραδείγματος αντικατοπτρίζει και την κατανομή των εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων πολιτών στις ηλικίες 60 ετών και άνω.
Εν προκειμένω, το 80% του πληθυσμού αυτής της ομάδας, περίπου 2,4 εκ. σε σύνολο 3 εκ. πολιτών, έχει εμβολιαστεί. Στην πραγματικότητα, επίσης, οι περίπου 600.000 ανεμβολίαστοι πολίτες αυτής της ηλικιακής ομάδας δεν έχουν απλά διπλάσιες πιθανότητες να διασωληνωθούν αν νοσήσουν, αλλά 20 φορές περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν πολύ βαριά σε σχέση με τους εμβολιασμένους συμπολίτες τους. Άρα αν οι διασωληνωμένοι που είναι σήμερα ανεμβολίαστοι και άνω των 60 ετών είχαν κάνει όλοι το εμβόλιο θα είχαμε 9 διασωληνώσεις (170/20) αντί για 170 σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.
Τα εμβόλια, συνεπώς, έχουν υψηλό βαθμό αποτελεσματικότητας αλλά είναι προφανές ότι όσο αυξάνεται ο αριθμός των εμβολιασμένων πολιτών θα αυξάνεται σε απόλυτους αριθμούς και ο αριθμός εκείνων που νοσούν από COVID καθώς ο βαθμός νοσηρότητας συνδέεται και με άλλες υποκείμενες ασθένειες που έχει ένας φορέας του ιού. Στατιστικά και πραγματικά όμως είναι και θα είναι πολύ λιγότεροι από όσους θα είχαν νοσήσει βαριά αν δεν είχαμε το εμβόλιο.
Καταληκτικά, ακόμη κι αν είχαμε εμβολιάσει κατά 100% τον πληθυσμό δεν θα εξαφανίζαμε εντελώς τον ιό. Το εμβόλιο μειώνει αλλά δεν εξαφανίζει τις πιθανότητες νόσησης, θα συνεχίσουμε να κολλάμε δηλαδή και ως εμβολιασμένοι, όπως συμβαίνει με τον ιό της γρίπης, αλλά αυτό θα συμβαίνει σε πολύ μικρότερο βαθμό και με πιο ήπια συμπτώματα για τους περισσότερους από εμάς.
Αυτό που κάνει το εμβόλιο επιτυχημένα είναι ότι μειώνει πολύ σημαντικά τις πιθανότητες βαριάς νόσησης και θανάτου, όπως δείχνουν τα πρόσφατα στοιχεία του Εοδυ που παρουσιάστηκαν χθες».