Στα 6,4 τρισ. δολ. ανήλθε μετά την 11η Σεπτεμβρίου το κόστος του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» για τις ΗΠΑ, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Watson του Πανεπιστημίου Brown, το οποίο υπολόγισε πως μόνο το κόστος του πολέμου στο Αφγανιστάν διαμορφώθηκε στα 2,26 τρισ. δολ. Από το 2001 οι πόλεμοι επεκτάθηκαν από τις μάχες στο Αφγανιστάν σε πολέμους και επιμέρους επιχειρήσεις σε περισσότερες από 80 χώρες δημιουργώντας έναν πραγματικά «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» αναφέρει η μελέτη του Brown, σημειώνοντας πως ακόμη και αν οι ΗΠΑ αποσυρθούν και από τις 80 χώρες, το κόστος θα συνεχίσει να αυξάνεται, απόρροια μεταξύ άλλων του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων που απαιτήθηκαν, του αυξημένου κόστους των αμυντικών δαπανών του Πενταγώνου που θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, του κόστους των τμημάτων εσωτερικής ασφάλειας που δημιουργήθηκαν, αλλά και του κόστους της φροντίδας των βετεράνων που εκτιμάται πως συνολικά ξεπερνά το 1 τρισ. δολ.

Οι φυσικοί πόροι

Το κόστος αυτό αποτελεί μία από τις παραμέτρους εκείνες που ενέτειναν στην αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, την ώρα που η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία μετά από 20 χρόνια απουσίας συνοδεύεται και από τον έλεγχο των φυσικών πόρων της χώρας που υπολογίστηκαν το 2010 σε 1- 3 τρισ. δολ., ενώ σήμερα, μετά και την ανοδική κίνηση των εμπορευμάτων, η αξία τους εκτιμάται μεγαλύτερη. Το Αφγανιστάν είναι πλούσιο σε πόρους όπως χαλκός, χρυσός, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ουράνιο, βωξίτης, άνθρακας, σιδηρομετάλλευμα, σπάνιες γαίες, λίθιο, χρώμιο, μόλυβδος, ψευδάργυρος, πολύτιμοι λίθοι, θείο, γύψο, μάρμαρο κ.ά. Με τη χώρα να ονομάζεται και «Σαουδική Αραβία του λιθίου», αλλά και με τις σπάνιες γαίες να κυριαρχούν στο υπέδαφός της, ορισμένοι δεν εκπλήσσονται από το ενδιαφέρον χωρών όπως η Κίνα, η Ρωσία κ.ά. για τις εξελίξεις.

Προσφυγικό κύμα

Σύμφωνα με τη Moody’s Investors Service, οι πολιτικές εξελίξεις στο Αφγανιστάν αυξάνουν τους γεωπολιτικούς και οικονομικούς κινδύνους, αν και οι εμπορικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Πακιστάν, Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν, δεν ξεπερνούν τα 3 δισ. ευρω. Για τις αγορές το Αφγανιστάν δεν αποτελεί κάποια καθοριστικής σημασίας οικονομία, ούτε υπάρχει σημαντική παρουσία ξένων επιχειρήσεων στη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει φόβος ότι υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν θα εξελιχθεί σε έναν νέο θύλακα της διεθνούς τρομοκρατίας, προκαλώντας τριγμούς παγκοσμίως. Επίσης ο φόβος έχει να κάνει αναπόφευκτα με ένα νέο προσφυγικό κύμα προς την Ευρώπη – με τη χώρα μας να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

Για τη Eurasia Group πάντως, μια προσφυγική κρίση ανάλογη με εκείνη του 2015 είναι απίθανη. Σε αντίθεση με τότε, όταν το Μεταναστευτικό πρόβλημα έφερε την Ευρωπαϊκή Ενωση ενώπιον μιας υπαρξιακής κρίσης, αυτή τη φορά, οι προσφυγικές ροές θα είναι πιο περιορισμένες, καθώς έχει ενισχυθεί η Frontex, η συμφωνία του 2016 μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας περιόρισε τις ροές, αφότου οι Βρυξέλλες συμφώνησαν σε ένα πακέτο 6 δισ. ευρώ, ενώ σκληρή στάση έχουν υιοθετήσει αρκετές από τις χώρες της «πρώτης γραμμής» στη μεταναστευτική πολιτική τους, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αποθαρρύνοντας τις προσφυγικές ροές.

Επισιτιστική κρίση

«Η οικονομία του Αφγανιστάν είναι εύθραυστη και εξαρτημένη από την ξένη βοήθεια» αναφέρει η Παγκόσμια Τράπεζα σημειώνοντας ότι η οικονομική ανάπτυξη και η εφαρμογή της διαφοροποίησης στον ιδιωτικό τομέα «παρεμποδίστηκαν μέχρι στιγμής από την ανασφάλεια, την πολιτική αστάθεια, την αδυναμία των θεσμών, την ανεπάρκεια των υποδομών, τη γενικευμένη διαφθορά». Το 2020 το αφγανικό ΑΕΠ ανήλθε σε 19,81 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η ροή της βοήθειας από το εξωτερικό κάλυψε το 42,9% του ΑΕΠ, την ώρα που τα εισοδήματα των Ταλιμπάν ανέρχονται έως 1,5 δισ. δολάρια και προέρχονταν κατά κύριο λόγο από την καλλιέργεια της παπαρούνας, ελέγχοντας το 80% της παγκόσμιας παραγωγής οπίου. Το Αφγανιστάν είναι μία από τις 23 χώρες που τα Ηνωμένα Εθνη όρισαν ως «hotspot πείνας», καθώς περισσότερα από 12 εκατομμύρια αντιμετωπίζουν επισιτιστική κρίση. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλό με μόλις το 16% των γυναικών να εντάσσονται στην αγορά εργασίας, ενώ μόνο το 29% των γυναικών και το 55% των ανδρών άνω των 15 ετών είναι εγγράμματοι.