«Ακουσα πως ήθελες πριν από χρόνια να επισκεφθείς το κτήμα του Τολστόι στη Γιασνάγια Πολιάνα. Αν το θέλεις ακόμη, αύριο οργανώνεται μια ημερήσια εκδρομή για πέντε ως έξι συγγραφείς από το εξωτερικό και μπορείς να έλθεις» μου είπε ο ρώσος συγγραφέας Ναζίμ. Αν ήθελα, λέει!

Ηταν Ιούλιος του 2000, βρισκόμουν στη Μόσχα και έμενα στο χαώδες ξενοδοχείο Ροσίγια, μπροστά στην Κόκκινη Πλατεία. Είχα προσπαθήσει να πάω εκεί το 1983, αλλά τότε, για να μετακινηθεί κανείς σε απόσταση άνω των 150 χλμ. από τη Μόσχα, έπρεπε να πάρει ειδική άδεια και η κραταιά σοβιετική γραφειοκρατία χρειαζόταν τουλάχιστον 15 ημέρες για να σου τη χορηγήσει. Η Γιασνάγια Πολιάνα απείχε 200 χιλιόμετρα από τη σοβιετική πρωτεύουσα. Θα πραγματοποιούσα την επίσκεψη με 17 χρόνια καθυστέρηση.

Ενα μαγικό κτήμα

Ξεκινήσαμε από τα χαράματα. Καθ’ οδόν σκεφτόμουν, όπως μου συμβαίνει συχνά, τον πασίγνωστο στίχο του Μαγιακόφσκι: «Ο χρόνος είναι κάτι αφάνταστα μακρύ». Λοιπόν, δεν ήταν, ειδικά μάλιστα γι’ αυτόν τον γίγαντα του ρεαλισμού που τα μείζονα έργα του καλύπτουν μεγάλα χρονικά διαστήματα και εκείνος είχε το μοναδικό προσόν να κάνει τους ήρωές του να μεγαλώνουν απότομα. Είχα διαβάσει εκατοντάδες σελίδες για τη ζωή του και το έργο του φτάνοντας στο αυθαίρετο συμπέρασμα πως τώρα πια, με τόσους φιλολογικούς ντετέκτιβ, ιστορικούς και κοινωνιολόγους, τον φανταζόμαστε σαν ήρωα του εαυτού του, που ίσως και να μην ήταν – και αυτό δεν έχει σχέση με τον «αποστολικό» ρόλο που είχε αναλάβει μετά την ολοκλήρωση των κορυφαίων μυθιστορημάτων του.

Το κτήμα ήταν, καθώς λέμε, μαγικό. Από μόνο του ολόκληρος κόσμος, όχι σαν να βρισκόταν πίσω στον χρόνο αλλά σαν να είχε αποσπαστεί απ’ αυτόν. Στο τεράστιο δάσος με τις πανύψηλες σημύδες το φως τρεμόπαιζε στις κορυφές των δέντρων, όπως και το αεράκι στα φυλλώματα. Ωσπου να φτάσουμε στο σπίτι του Τολστόι συναντήσαμε δύο τρακτέρ που έκαναν αγροτικές εργασίες.

Το σπίτι του Τολστόι

Από μακριά το διώροφο σπίτι μού φάνηκε μικρότερο απ’ όσο περίμενα. Περισσότερο σαν κατοικία ενός συνηθισμένου γαιοκτήμονα της εποχής και όχι σαν έπαυλη ενός κόμη. Γιατί όμως θα έπρεπε να είναι διαφορετικό για εκείνον τον άρχοντα που έζησε εδώ 50 χρόνια και φορώντας ρούχα μουζίκου συμμετείχε μαζί με τους 350 εργάτες του στις εργασίες του κτήματος περπατώντας τους καλοκαιρινούς μήνες ξυπόλυτος;

Καθώς πλησιάζαμε στο σπίτι θυμήθηκα πως τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν πλέον ήταν ζωντανό μνημείο, έρχονταν εδώ ορδές θαυμαστών, δημοσιογράφων και περίεργων για να τον δουν να οργώνει κρατώντας το αλέτρι, με τη μεγάλη του γενειάδα να αργοσαλεύει στον άνεμο, ή να χάνεται ο ίδιος μέσα στα δέντρα, σε μονοπάτια που μόνο αυτός τα ήξερε. Δεν ήταν φυσικά κανένας «διά Χριστόν σαλός» -τι λόγος – ούτε βέβαια και προφήτης. Αισθανόταν όμως ότι εξέφραζε από μόνος του όλη τη Ρωσία και έναν κόσμο πέρα από αυτήν. Ηξερε ότι ανήκε σε άλλη τάξη μεγέθους και ότι βρισκόταν μπροστά από τους συγχρόνους του.

Εχουν πει πολλοί πως το δοκίμιό του στο οποίο «κατεδαφίζει» τον Σαίξπηρ χαρακτηρίζοντάς τον «κακό» και «ανήθικο» συγγραφέα το έγραψε επειδή φθονούσε τη φήμη του ελισαβετιανού βάρδου. Αλλά γιατί να τον φθονεί; Στα τέλη του 19ου αιώνα η φήμη του Τολστόι τόσο στη Ρωσία όσο και σε όλη την Ευρώπη ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του Σαίξπηρ. Το δοκίμιο μοιάζει να έχει ξεχαστεί σήμερα – όμως αναρωτιέται κανείς πώς εκείνος ο μεγαλοφυής κατεδάφιζε τον Σαίξπηρ και ταυτοχρόνως θεωρούσε σπουδαίο μυθιστόρημα την Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά της Χάριετ Μπίτσερ Στόου. Αλλά έχει πλέον σημασία;

Σοφία Τολστάγια

Στο επάνω πάτωμα του σπιτιού τα πάντα έμοιαζαν σαν να βρίσκονται όπως τα είχε αφήσει ο ίδιος – κυρίως όμως η γυναίκα του Σοφία (ή Σόνια) Τολστάγια: Η τραπεζαρία με τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα, όπου έλεγες πως σε λίγο θα σερβιριζόταν το δείπνο. Η γραφομηχανή με την οποία η αφοσιωμένη του γυναίκα δακτυλογραφούσε τα χειρόγραφά του με τα μικροσκοπικά γράμματα, τόσο κακογραμμένα που κανείς εκτός από την ίδια δεν μπορούσε να τα διαβάσει. Πέντε φορές η υπομονετική γυναίκα δακτυλογράφησε τα χειρόγραφα του Πόλεμος και Ειρήνη στη γραφομηχανή, που την έβλεπα τώρα μπροστά μου. Να κι ο δερμάτινος καναπές όπου γεννήθηκαν ο ίδιος και τα 13 παιδιά του, από τα οποία έζησαν τα εννιά.

Η Σοφία Τολστάγια φρόντιζε όλα τα πρακτικά ζητήματα: τη διαμονή και τη διατροφή των 350 εργατών και την ανατροφή των παιδιών τους, τους λογαριασμούς του τεράστιου κτήματος, τα πάντα. Πώς εκείνη η σπάνια γυναίκα τα κατάφερνε;

Χάρη στην ίδια διασώθηκαν όλες οι εκδοχές του Πόλεμος και Ειρήνη και των υπόλοιπων έργων του, όσων εκδόθηκαν όσο ζούσε και εκείνων που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του. Στην ίδια, που ήταν εξαιρετική φωτογράφος, οφείλουμε μερικές από τις ωραιότερες φωτογραφίες του, όπως αυτές που δεσπόζουν στο σαλόνι. Σε κάποιο σημείο βρίσκεται κρεμασμένη ακόμη και η φτηνή γούνα που φορούσε τον χειμώνα όταν έκανε τους ατέλειωτους περιπάτους του στο ύπαιθρο. Και πιο δίπλα η κυνηγετική του καραμπίνα.

Τα έβλεπα κι έλεγα: Αυτός δεν είναι ένας μικρόκοσμος, δεν είναι ένα κάδρο του χρόνου αλλά χώρος ζωής. Οι συγγραφείς πρώτης γραμμής ζουν βεβαίως μέσα στο έργο τους, όμως ο πρίγκιψ Λέον Νικολάγιεβιτς Τολστόι είναι σαν να ζει ακόμη και μέσα στο περιβάλλον όπου δημιούργησε το έργο του – ερήμην τώρα του καιρού και τον φοβερών χρόνων που διαδέχθηκαν τον θάνατό του το 1910, όταν έφυγε από το σπίτι του και παραιτήθηκε από τα δικαιώματα των βιβλίων του. Τα ποσά και τότε (όπως και σήμερα) ήταν ιλιγγιώδη. Ρώσος συγγραφέας που να αγαπήθηκε σαν κι εκείνον δεν υπήρξε. Κανενός τα βιβλία δεν πουλούσαν – και εξακολουθούν να μην πουλούν – όπως τα δικά του. Δεν ξέρω σε τι επίπεδα βρίσκονται σήμερα οι πωλήσεις. Αλλά το 2000 είχαν ξεπεράσει τα 400 εκατομμύρια αντίτυπα.

Το γραφείο του συγγραφέα

Δεδομένου ότι τους λογοτεχνικούς μύθους τούς συντηρεί σε μεγάλο βαθμό η πραγματικότητα, κατέβηκα στο ισόγειο και μπήκα στο δωμάτιο όπου υπήρχε το γραφείο στο οποίο καθόταν ο Τολστόι και έγραφε αμέσως μετά την πρωινή του γυμναστική. Διατηρείται όπως ήταν και μόνο δυο-τρία φωτογραφικά του πορτρέτα στους τοίχους έχουν προστεθεί.

Το γραφείο δεν ήταν εντυπωσιακό – αλλά η καρέκλα του! Μικρή, σαν σκαμνάκι. Σε αυτήν καθόταν εκείνος ο άντρας με το σπάνιο για την εποχή ύψος (1,81 μ.) Και έγραφε σκυμμένος πάνω στο γραφείο τα αριστουργήματά του: το Πόλεμος και Ειρήνη, την Αννα Καρένινα, την Ανάσταση, τη συγκλονιστική νουβέλα Ο θάνατος του Ιβάν Ιλιτς, την εξίσου συναρπαστική Σονάτα του Κρόιτσερ (και ας μην άρεσε η τελευταία στον παθιασμένο θαυμαστή του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ).

Πρέπει να βρεθείς μπροστά σε έναν αυθεντικό χώρο ζωής, που να μην έχει, δηλαδή, μουσειακό χαρακτήρα, για να ενεργοποιηθούν μέσα σου οι συνειρμοί και οι αναμνήσεις από τα διαβάσματά σου. Και να βρίσκεις όχι μόνο τις διαφορές αλλά και τις ομοιότητες.

Το Πόλεμος και Ειρήνη όμως ο Τολστόι δεν το θεωρούσε μυθιστόρημα. Μυθιστόρημα θεωρούσε την Αννα Καρένινα. Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κίνητρο για να γράψει το πρώτο τού το έδωσε ο Βικτόρ Ουγκό, που τον είχε συναντήσει στο Παρίσι όταν ο τελευταίος είχε εκδώσει τους Αθλίους. Παρά ταύτα, το μεγαλειώδες έπος του Ρώσου είναι ένα βιβλίο κατ’ ουσία διαφορετικό.

Ο Τολστόι υποστήριζε πως η σπουδαία ρωσική λογοτεχνία δεν ορίζεται από τις περιορισμένες κατηγοριοποιήσεις των ειδών. Γι’ αυτό και στο Πόλεμος και Ειρήνη (για να μείνω μόνο στο χαρακτηριστικότερο παράδειγμα) υπάρχουν στο τέλος ολόκληρα δοκιμιακά κεφάλαια. Ωστε τα δοκιμιακά στοιχεία που παρεμβάλλουν στις αφηγήσεις τους αρκετοί σύγχρονοι μυθιστοριογράφοι δεν συνιστούν καινοτομία.

Εδώ γράφτηκε η Αννα Καρένινα, που μαζί με την Εμα Μποβαρί του Φλομπέρ είναι οι δύο πιο εμβληματικές γυναικείες μορφές του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, πιο έκτυπες ακόμα κι από την Ευγενία Γκραντέ του Μπαλζάκ. Εδώ και η Ανάσταση, εξαιτίας της οποίας η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας αφόρισε τον Τολστόι, όχι γιατί δεν ήταν χριστιανός αλλά επειδή άσκησε κατεδαφιστική κριτική εναντίον της οργανωμένης Εκκλησίας.

Ωστόσο ο αφορισμός δεν προέκυψε εν μια νυκτί. Στην αρχή ο τσάρος δεν συμφωνούσε και στην Αυλή του οι ιθύνοντες ήταν διχασμένοι. Ενέδωσε κατόπιν μεγάλων πιέσεων. Εκείνα τα χρόνια το τσαρικό καθεστώς δεν πείραζε τους άρχοντες, πόσω μάλλον έναν κόμη με τεράστια λαϊκή απήχηση, απόγονο επιπλέον μιας από τις ιστορικότερες οικογένειες της χώρας.

Βγαίνοντας από το σπίτι άρχισα να σκέφτομαι άλλα. Για να καταλήξω στο αυτονόητο: πως ο Τολστόι ήταν ο μείζων ρεαλιστής. Γι’ αυτό δούλευε στο κτήμα του, προκειμένου να έχει άμεση αίσθηση της εμπειρίας και να τη μεταφέρει βιωματικά – και όχι φωτογραφικά – στα γραπτά του.

Ηξερε ξένες γλώσσες, όπως όλοι οι ρώσοι ευγενείς. (Η γλώσσα άλλωστε των σαλονιών τότε δεν ήταν τα ρωσικά αλλά τα γαλλικά.) Ο Τολστόι γνώριζε άριστα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και ουκρανικά, αλλά και αρχαία ελληνικά, λατινικά, βουλγαρικά, τουρκικά κι ένας Θεός ξέρει πόσες άλλες γλώσσες, αφού στη βιβλιοθήκη του, που περιέχει 30.000 τόμους, όπως μου είπε η ρωσίδα ξεναγός (κατ’ άλλους είναι 23.000), υπάρχουν βιβλία σε 39 γλώσσες.

 

Στον τάφο του Τολστόι

Κόντευε μεσημέρι όταν βγήκα από το σπίτι για να πάω να δω τον τάφο του Τολστόι. Δεν είναι κοντά. Επρεπε να ακολουθήσω ένα στενό μονοπάτι και έπειτα μια μακριά ρεματιά και να περπατήσω ένα τέταρτο περίπου ώσπου να φτάσω στο τέλος της, σε ένα μικρό ξέφωτο όπου είχε ταφεί ο μεγάλος άνδρας, σύμφωνα με την επιθυμία του, όπως την είχε εκφράσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Δεν ήθελε μνημείο, ούτε σταυρό ή ταφόπλακα. Μνημείο ήθελε να του στήσει η χήρα του, αλλά αντέδρασαν τα παιδιά του.

Ο τάφος ήταν ένα χορταριασμένο παραλληλόγραμμο γης με αποψιλωμένο το έδαφος γύρω του ώστε να ξεχωρίζει. Εδώ ερχόταν ο Τολστόι όταν ήταν μικρός κι έπαιζε με τον μεγαλύτερο αδελφό του Νικολάι. Και εδώ, σύμφωνα με τον Νικολάι, στη ρεματιά βρισκόταν θαμμένο ένα «πράσινο ραβδί» που όποιος το έβρισκε δεν θα αρρώσταινε και δεν θα πέθαινε. Ωστόσο γύρω από τον τάφο του Τολστόι ήταν θαμμένοι και γερμανοί στρατιώτες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1941 η Βέρμαχτ κατέλαβε για 45 ημέρες τη Γιασνάγια Πολιάνα και μετέτρεψε το σπίτι των Τολστόι σε νοσοκομείο. Εκεί έθαβε αυτούς που πέθαιναν στο νοσοκομείο.

Πιο μπροστά οι Σοβιετικοί συγκέντρωσαν και μετέφεραν αλλού σε 110 κιβώτια ό,τι πολύτιμο υπήρχε στην κατοικία και στα άλλα κτίσματα του κτήματος. Και όταν έφυγαν οι Γερμανοί, αποκατέστησαν τις ζημιές. Το σπίτι είναι πλέον σήμερα όπως και στον καιρό του συγγραφέα. Ο Τολστόι ήθελε πεθαίνοντας να επιστρέψει σε εκείνη ακριβώς τη γη που την ταύτιζε με τις καλύτερες παιδικές του αναμνήσεις. Λένε πως αποφάσισε να παντρευτεί μετά τον πρόωρο θάνατο του Νικολάι, που τον υπεραγαπούσε. Και έτσι εξελίχθηκε αργότερα σε χριστιανό αναρχικό αλλά και ιδιότυπο πανθεϊστή, σε κήρυκα της ανυπακοής στην εξουσία, όπως και της μη βίας, της παγκόσμιας αγάπης, που την οικειοποιήθηκαν αργότερα ο Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.

Αυτή λοιπόν ήταν η αιώνια Ρωσία που θα γινόταν παγκόσμια μέσω του κηρύγματός του, οι ρίζες του οποίου βρίσκονται στην Επί του όρους ομιλία. Αραγε μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας μικρός Χριστός, όπως ισχυριζόταν, μια θεότητα της αγάπης που μπορεί να συνομιλήσει με τον ίδιο τον Θεό; Ωστόσο αν αυτή η συνομιλία είναι δυνατή, πώς μπορεί κανείς να είναι βέβαιος πως συνομιλεί με τον Υψιστο και όχι με κάποιον άλλο; Αλλά να μια άλλη εκδοχή του υπερβατικού: για να το επιτύχει κανείς, πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό του, όπως ο ίδιος, όταν σαν πληβείος εγκατέλειπε τα πάντα, έφευγε από το σπίτι του και έφτανε στον ασήμαντο σιδηροδρομικό σταθμό του Αστράποβο, όπου έπειτα από καταρρακτώδη βροχή άρπαξε πνευμονία και πέθανε στα 81 του χρόνια. Ηταν για την εποχή αρκετά, ώστε να μας δώσει ένα έργο που καλύπτει 92 τόμους.

Φεύγοντας σκεφτόμουν αυτό που και σήμερα το θεωρούν οι πάντες απαράδεκτο: πως η Σουηδική Ακαδημία αντί να τιμήσει τον Τολστόι με το βραβείο Νομπέλ το απένειμε στον Ζιλί Πριντόμ, τον οποίο κανείς δεν τον διαβάζει πια. Αλλά και ο ίδιος ο Τολστόι είχε εκφραστεί αρνητικά για το βραβείο. Σκεφτόμουν ακόμα εκείνο, που το θυμάμαι πολύ συχνά, το οποίο είχε πει ο Ναμπόκοφ στα μαθήματά του για τη ρωσική λογοτεχνία: «Οταν διαβάζεις Τουργκένιεφ, ξέρεις ότι διαβάζεις Τουργκένιεφ. Οταν όμως διαβάζεις Τολστόι, διαβάζεις και δεν μπορείς να σταματήσεις».

Την επόμενη εβδομάδα: Ο Βικτόρ Σερζ και η αντισταλινική περιπέτεια.