Εβδομήντα οκτώ χρόνια έχουν περάσει από εκείνο το φρικτό ξημέρωμα της 16ης Αυγούστου 1943, όταν οι Γερμανοί επιτέθηκαν στον άμαχο πληθυσμό του Κομμένου Άρτας, κατακρεουργώντας άμαχο πληθυσμό παρά το γεγονός ότι κανένας τους δεν προέβαλε την παραμικρή  αντίσταση.

Αν κάποιος αντέξει να διαβάσει τις περιγραφές όσων επέζησαν της γερμανικής στρατιωτικής επίθεσης στο Κομμένο, το πρώτο πράγμα που θα σκεφτεί είναι ότι η αναφορά του γεγονότος ως «σφαγή» πολύ λίγο ανταποκρίνεται στο να περιγράψει την ακραία θηριωδία  που συνέβη την επομένη της Λαμπρής του καλοκαιριού στο μικρό χωριό του Αμβρακικού κόλπου όπου εκβάλει ο ποταμός Άρχθος. Και σε αυτό συνηγορούν οι μαρτυρίες τόσο των θυμάτων, όσο και των θυτών:

Ο γερμανός στρατιώτης Άλμπερτ Σένγκερ, μέλος του λόχου που επιτέθηκε στο Κομμένο αναφέρει: «Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας όταν κάποιοι έχωναν μπουκάλια μπύρας στα γεννητικά όργανα γυναικείων πτωμάτων. Νομίζω ότι είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια. Είδα παιδιά, τα οποία έφεραν φρικτά εγκαύματα γύρω από το στόμα».

Ο επιζήσας Θεόδωρος Σκάρας αφηγείται: «Έβαλε ο γερμανός βαμβάκι με βενζίνα στο στόμα του μωρού και το καψε το μωρό. Μέσα στη σαρμανίτσα (κούνια). Δύο μηνών.»

Ακόμα ένας γερμανός στρατιώτης, ο Αλμπερτ Τσάντερ, περιγράφει: «Ανάμεσα στους Έλληνες βρίσκονταν γυναίκες και παιδιά και νομίζω μία από τις γυναίκες κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά. Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι ετοιαζόμουν να διαπράξω ένα έγκλημα»

Ο 12ος λόχος του 98ου Γερμανικού Συντάγματος

Τα χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943, γερμανοί στρατιώτες του 12ου λόχου του 98ου Γεμανικού Συντάγματος, το οποίο έδρευε στην Φιλιππιάδα, σταθμεύουν έξω από το χωριό Κομμένο. Εκατό γερμανοί στρατιώτες, κατά τον άγγλο ιστορικό, Mark Mazower, 400 κατά τον γυμνασιάρχη του Κομμένου, Στέφανο Παππά.

Αποστολή του 12 λόχου ήταν η εξόντωση των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή και η εξαφάνιση του χωριού που τους υποστήριζε και τους προμήθευε τρόφιμα.

Οι μονάδες εφόδου κυκλώνουν το χωριό. Το σύνθημα δίνεται με δύο φωτοβολίδες και οι γερμανοί στρατιώτες αρχίζουν την επίθεση στους αμάχους με όπλα, πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Δεν αφήνουν τίποτε όρθιο. Καίνε ό,τι βρουν μπροστά τους και σκοτώνουν αδιακρίτως – με αγριότητα που δεν τη χωρά ο νους – γέροντες , άντρες, γυναίκες, παιδιά και νήπια.

Η θηριωδία

Πολλές από τις οικογένεις του χωριού καίγονται ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, πριν καλά – καλά συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει. Η έφοδος των Γερμανών τους βρίσκει, κυριολεκτικά, στον ύπνο.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες η θηριωδία διαρκεί έξι ώρες. Μέσα σε αυτές τις  έξι ώρες, το μαρτυρικό Κομμένο καταστρέφεται ολοσχερώς και μετρά 317 θύματα.

Ξεκληρίστηκαν 20 οικογένειες, εκτελέστηκαν 97 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών, θανατώθηκαν 119 γυναίκες μεταξύ των οποίων και η Μαρία, μία γυναίκα ετοιμόγεννη σε δίδυμη κύηση.

Η μαρτυρία της Μαρίας Λάμπρη για το συγκεκριμένο περιστατικό αποδίδει τη βαρβαρότητα της γερμανικής εφόδου στο Κομμένο : «…Εκεί πήγαν και τη βρήκαν τη Μαρία και την ξεκοίλιασαν ζωντανή, της έβγαλαν τα παιδιά και της έβαλαν ένα από δω και τ’ άλλο από κει. Και μετά την έσφαξαν…»

Τα ξημερώματα της λεηλασίας  του Κομμένου, οι περισσότεροι κάτοικοι δεν έχουν ακόμη ξυπνήσει, κάποιοι λιγοστοί έχουν βγει για τις αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές, ενώ, στο σπίτι του Θεόδωρου Μάλλιου, ο γάμος δεν έχει σχολάσει ακόμη. Το γαμήλιο γλέντι κρατά αποβραδίς της Παναγιάς.

Ο αιματοβαμμένος γάμος της Αλεξάνδρας και του Θεοχάρη 

Η Αλεξάνδρα, η κόρη του Θόδωρου Μάλλιου, το βράδυ της Παναγίας παντρεύεται τον Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, ένα χωριό κοντά στο Κομμένο.  Το γλέντι κρατά ως το ξήμερωμα. Την ώρα που η γερμανική έφοδος μπαίνει στο χωριό, είναι σε εξέλιξη.  Δε «μένει» κανείς. «Χάνονται» όλοι. Τους καίνε και τους σκοτώνουν. Γύρω στα 35 με 40 άτομα.

Από την οικογένεια του Θόδωρου Μάλλιου σώθηκε μόνο ο Αλέξανδρος και η Μαρία τα δύο μικρά παιδιά του. Φεύγουν λίγο νωρίτερα από το γαμήλιο γλέντι για να φροντίσουν τα ζωντανά. Η Αλεξάνδρα και ο Θεοχάρης πριν λίγες ώρες στέφθηκαν σύντροφοι στη ζωή και τώρα… στο θάνατο!

Ο επιζήσας Αλέξανδρος Μάλλιος ανακαλεί τη θλιβερή εικόνα που αντίκρυσε σαν γύρισε σπίτι: «Την αδελφή μου την βρήκα νεκρή. Φορούσε ακόμα το νυφικό της. Δίπλα της βρισκόταν ο άντρας της, καλεσμένοι και πολλά παιδιά. Σκοτώθηκαν τα εφτά αδέρφια μου, οι δύο γονείς μου και μία νύφη. Ήταν παντρεμένος ο μεγάλος αδερφός μου. Δέκα άτομα. Γύρω στα σαράντα άτομα σκοτώθηκαν μέσα στο σπίτι μου, τριανταοχτώ με σαράντα άτομα. Σ’ ένα χρόνο ήρθα εδώ, μου φτιάξανε μια καλύβα και έζησα εκεί. Είχα μείνει με το φανελάκι και το βρακάκι, όπως έφυγα».

Στην φωτογραφία ο Θόδωρος Μάλιος με τη γυναίκα του και τα εννιά παιδιά του. Η αιματοβαμμένη νύφη, η Αλεξάνδρα, στο κέντρο στην πάνω σειρά των εικονιζομένων.   Τα δύο παιδιά της οικογενείας που επέζησαν του Ολοκαυτώματος είναι αυτά που κρατάει από τους ώμους ο πατέρας.

Ο Αραχθος και το Κομμένο

‘Οσοι προλαβαίνουν να βγουν έξω από τα σπίτια τους για να αποφύγουν το κακό που έρχεται, τρέχουν προς τα χωράφια και τις εκβολές του ποταμού Άρχαχθου.   Κάμποσοι ρίχνονται στα νερά μη βλέποντας άλλη διαφυγή. Άλλοι βουτάνε, πιάνονται και κρέμονται από τις βάρκες. Γύρω στα είκοσι άτομα μπαίνουν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου με την ελπίδα να περάσουν απέναντι και να γλιτώσουν το θάνατο. Είκοσι άτομα, όμως, είναι πολλά. Το σκαρί δεν αντέχει. Ο Αμβρακικός γίνεται ο υγρός τάφος τους.

Η εξαπάτηση των στρατιωτών του γερμανικού λόχου

Όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες γερμανών στρατιωτών που μετείχαν στην επιχείρηση, όταν ο λόχος τους κατευθύνεται προς το Κομμένο,  πιστεύουν πως θα λάβουν μέρος σε μία μάχη με τους αντάρτες.

Καθώς όμως η επίθεση εξελίσσεται και δε συναντούν πουθενά καμία ένοπλη αντίσταση ή αντάρτες , μεγάλη μερίδα  από αυτούς αρχίζει να αμφιβάλλει για το πραγματικό σκοπό της εφόδου τους στο χωριό.

Ο στρατιώτης Άλμπερτ Ζένγκερ  αναφέρει : «Μετά από τη φασαρία των όπλων κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία. Οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν στενοχωρημένοι και σχεδόν κανείς δεν ήταν σύμφωνος με την επιχείρηση. Ως αυτό το γεγονός δεν είχα συνηδειτοποιήσει ότι ανάμεσά μας υπήρχαν και σαδιστές που συμπεριφέρθηκαν σαν άγρια ζώα. Είδα με τα μάτια του στρατιώτες οι οποίοι γελούσαν και έκαναν αστεία εις βάρος των πτωμάτων. Οι περισσότεροι όμως βρίσκονταν σε μια κατάσταση σοκ και ήταν βαθιά θλιμμένοι. Όλοι είχαν ήδη τύψεις συνείδησης με μερικές μόνο εξαιρέσεις. Στο τέλος καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι εκτελούσαμε απλώς διαταγές ανωτέρων. Η οποιαδήποτε ανυπακοή απέναντι σε επίσημες διαταγές τιμωρούνταν σκληρά».

Για το μαυροφορεμένο Κομμένο, από τον  Αύγουστος του 1943 και μετά,  η μεγάλη γιορτή της Παναγιάς, η Λαμπρή του Καλοκαιριού,  δεν είναι μόνο μία μεγάλη ημέρα της Χριστιανοσύνης. Είναι και η παραμονή της μεγάλης καταστροφής, του φοβερού Ολοκαυτώματος που βαραίνει, 78 χρόνια τώρα, στη συλλογική μνήμη του τόπου και των ανθρώπων του. Οι κάτοικοί του δεν κατάφεραν ποτέ ξανά να γιορτάσουν την Παναγιά με τον τρόπο που το έκαναν μέχρι τότε. Η τραγική σελίδα του Κομμένου μένει ανοιχτή.  Η σπίθα που συντηρεί τη μνήμη αναζωπυρώνεται κάθε Δεκαπενταύγουστο και ανακαλεί σπαρακτικές εικόνες βαρβαρότητας και κτηνωδίας που κατατάσουν το έγκλημα αυτό σε μια από τις μεγαλύτερες δολοφονίες αμάχων σε όλη την Ευρώπη από τα Ναζιστικά στρατεύματα.

«Αη Κομμένο της Άσβεστης μνήμης»

Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Αη Κομμένο της Άσβεστης μνήμης» ο Δημήτρης Χρ. Βλαχοπάνος: « Ότι στο Κομμένο διαπράχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Ανεξάρτητα από το τι έχει αποφασιστεί στη δίκη της Νυρεμβέργης και τι εκκρεμότητες έχουν απομείνει στα διεθνή δικαστήρια και στα επίσημα εθνικά και διεθνή έγγραφα, στη συνείδηση όλων των ανθρώπων, η σφαγή των αμάχων και η ισοπέδωση του χωριού μόνο ως έκλημα πολέμου έχει καταγραφεί. Το ολοκαύτωμα του Κομμένου ανήκει στις ελάχιστες εκείνες φρικιαστικές περιπτώσεις όπου άνθρωποι ανυπεράσπιστοι και κατά κύριο λόγο ανυποψίαστοι μετετρέπονται αιφνίδια σε τραγικά θύματα μιας οργανωμένης επίθεσης τακτικού στρατού με στόχο δήθεν την εξόντωση ανταρτών.

Στο Κομμένο κάθε χρόνο την 16η Αυγούστου, όπως και σήμερα, τελείται επιμνημόσυνη δέηση για τα θύματα της γερμανικής θηριωδίας.  Πραγματοποιείται σειρά  τιμητικών εκδηλώσεων στη μνήμη τους με την επιδίωξη και την ελπίδα  ο μαρτυρικός τους θάνατος να μην ξεχαστεί στο πέρασμα των χρόνων, απεναντίας να μένει άσβεστος στη μνήμη ως μια διαρκή καταγγελία της βίας, της βαρβαρότητας και της κάθε μορφής ρατσισμού.

Πηγή: www.martiriko-Kommeno.gr