Το 1997 ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή: στον Χορό των «Ορνίθων» στην Επίδαυρο, στην αναβίωσή της του Θεάτρου Τέχνης, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Κουν (σκηνοθεσία Μίμης Κουγιουμτζής – Γιώργος Λαζάνης). Μέσα στα 24 χρόνια που μεσολάβησαν, ο ηθοποιός έγινε πρωταγωνιστής αλλά και σκηνοθέτης, διαγράφοντας, μέσα από μια ουσιαστική εξέλιξη, τη δική του, ξεχωριστή, πορεία. Τώρα ήρθε η ώρα του Πενθέα, στις «Βάκχες» του Ευριπίδη που σκηνοθετεί η Νικαίτη Κοντούρη.

«Βάκχες» σημαίνει αντιπαράθεση δύο φανατικών, του Πενθέα και του Διονύσου;

«Ναι, και γι’ αυτό ό,τι φέρνουν είναι καταστροφή. Ο Πενθέας που είμαι εγώ, και δεν αναφέρομαι στην παράσταση, αλλά ως κοντινό μου πρόσωπο, είμαι ένας δυτικού ορθολογισμού δομημένος άνθρωπος που πιστεύει ακράδαντα στους κανόνες – και το εννοώ. Αρα κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να γίνουν οι κανόνες ταυτότητά του και να μην υπάρχει χώρος για τίποτε άλλο. Αλλά δεν είναι η ζωή κανόνες, δυστυχώς. O σεισμός, το τσουνάμι, ο λοιμός, ο έρωτας, η τρέλα, ο θάνατος, η ανθρώπινή μας ανεπάρκεια, δεν χωράνε πάντα στους κανόνες.

Ο Διόνυσος, από την άλλη, είναι ο λοιμός ή ο ανεξέλεγκτος έρωτας ή μια δύναμη επαναστατική χωρίς όριο. Πώς θα χωρέσει ο άνθρωπος μέσα εκεί; Είναι σαν να βάζεις μια βόμβα στο στόμα του και να λες ότι θα την αντέξει. Δεν μπορεί. Θα διαμελιστεί όπως διαμελίζεται το σώμα του Πενθέα από τη μάνα του.

Αναρωτιέμαι γιατί σαν άνθρωποι πρέπει να τοποθετηθούμε ή από εδώ ή από εκεί. Γιατί να πρέπει να είμαστε φανατικοί διονυσιαζόμενοι ή να συστρατευτούμε με τη μανία του ανθρώπου να ελέγξει τα πάντα, στερώντας τελικά κάθε χυμό; Εγώ λέω Οχι και στα δύο».

Κάθε ρόλος είναι ένα άγραφο χαρτί;

«Κάθε άλλο. Κουβαλάω όλους τους ρόλους που έχω παίξει και κυρίως τον εαυτό μου. Πάνω κι από αυτόν, κουβαλάω τη στιγμή του εαυτού μου σήμερα – κάποιες μέρες μπορεί να μη με αναγνωρίζω, να μην ξέρω ποιος είμαι. Ενας ψυχίατρος-ψυχολόγος λέει ότι είναι χαρακτηριστική η φράση του Σατανά για την ύπαρξη του ανθρώπου: «Είμαι μια λεγεώνα, δεν είμαι ένας». Είμαι κι εγώ μια λεγεώνα εαυτών…

Μετά είναι οι μανιέρες, τα κόλπα μου, από τα οποία για να ξεφύγω χρειάζεται τεράστια δύναμη – συχνά δεν την έχω. Αυτό που προσπαθώ, το μόνο που ξέρω να κάνω, είναι να βρω τι στ’ αλήθεια με συγκινεί στον ήρωα, στο έργο. Δεν με νοιάζει αν περιέχει τον Ευριπίδη ή τον Πενθέα, με νοιάζει που οι λέξεις, αυτά τα τόσο σπουδαία πράγματα, χωράνε αυτό που με απασχολεί ή το ξυπνάνε – έτσι με ενδιαφέρει να παίξω».

Τώρα ποιο είναι;

«Είναι ακριβώς αυτή η ανθρώπινη, απολύτως κατανοητή, και πολύ γνώριμή μου, έπαρση. Οχι η έπαρση ενός δικτάτορα, αλλά εκείνη που σου λέει «ξέρω τι μου γίνεται», «εγώ έχω δίκιο», «αυτό είναι το σωστό». Μέσα εκεί χάνομαι και δεν έχω χώρο για σένα, για μια άλλη γνώμη. Κι εκεί πάνω έρχεται και η καταδίκη μου – αλλιώς μπορεί και να τη γλίτωνα.

Αν, όταν είσαι ψύχραιμος, φανατιστείς και κλείσεις, και συναντηθείς με κάτι που δεν περιείχε το κλείσιμό σου, πιθανότατα θα συμβεί έκρηξη. Δεν θα υπάρχει χώρος, ψυχραιμία, να επεξεργαστείς την καινούργια δύναμη. Θα τιναχτεί όλο το οικοδόμημα στον αέρα. Επίσης με συγκινεί πολύ ένας τρόμος μου, πολύ ενεργός μέσα μου. Ο τρόμος της απώλειας της συνείδησης, της τρέλας, ότι μπορεί να συναντηθώ με κάτι που να μου τινάξει το είναι στον αέρα. Οπότε η στιγμή που ο Πενθέας γλιστράει και χάνεται με αφορά πάρα πολύ, ψυχικά, με τρόπο ψυχολογικό, καθόλου αρχετυπικό».

Ψυχολογία στην τραγωδία;

«Δεν τα καταλαβαίνω αυτά εγώ. Δεν έχω να βάλω τίποτα άλλο στη θέση του ψυχολογικού. Θεωρώ ότι είμαστε βαθιά συμπλεγματικοί απέναντι στην αρχαία γραμματεία, νομίζουμε ότι την ξέρουμε. Ιδέα δεν έχουμε. Νομίζουμε ότι είμαστε πιο συσχετισμένοι από τους άλλους. Αλλά δεν είμαστε ελεύθεροι απέναντι σ’ αυτά τα κείμενα.

Πιστεύω ότι θα έπρεπε να γίνει μια στρατηγικής σημασίας κίνηση από την ηγεσία του Φεστιβάλ και να αποφασίσει αν η Επίδαυρος είναι θέατρο ή αρχαιολογικός χώρος. Εγώ θέλω ας πούμε να ανεβάσω Καμπανέλλη στην Επίδαυρο. Τι θα σημαίνει αυτό; Οτι θα αρχίσουμε να εξοικειωνόμαστε με άλλον ήχο, άλλα κείμενα, σαν θεατές πρώτα-πρώτα. Θα τσινίσουμε στην αρχή, θα πάθουμε νευρικό κλονισμό, θα πούμε ιεροσυλία, αλλά κάποια στιγμή θα το ξεπεράσουμε. Και τότε θα καταλάβουμε ότι μπορούμε να παίξουμε εκεί με όποιον τρόπο θέλουμε, ό,τι θέλουμε, γιατί είναι ένα θέατρο. Και να μην είμαστε υποχρεωμένοι να ανεβάζουμε τα ίδια έργα κάθε χρόνο – γιατί μόνο αυτά επιτρέπονται. Ισως απελευθερωθούμε. Γιατί οι ξένοι ανέβασαν Μπέκετ και Σαίξπηρ; Και μας άρεσε κιόλας».

Σας αγχώνει η Επίδαυρος;

«Γενικά αγχώνει. Προσωπικά, όχι. Φάνηκε πέρυσι με τον προσωπικό τρόπο που έκλεισε η «Λυσιστράτη» που σκηνοθέτησα. Μου επιτέθηκαν – κάποιοι μίλησαν και για ιεροσυλία. Είναι αυτοί που θέλουν να υπερασπιστούν κάτι, αλλά δεν ξέρω τι είναι. Σαν να αρχίσουμε να υπερασπιζόμαστε τον Παρθενώνα. Είναι μια υπέρτατη έπαρση η υπεράσπιση αυτών των, τόσο μεγαλύτερων, πραγμάτων από εμάς. Σαν να θέλουμε να υπεραπιστούμε τον Θεό ή το Σύμπαν».

Σκηνοθεσία ή υποκριτική;

«Εξακολουθώ να λέω: πρώτα ηθοποιός. Η σκηνοθεσία με ενδιαφέρει, χωρίς να σκέφτομαι έργα. Διαχειριστής είμαι περισσότερο κι αυτό με βοηθάει να είμαι παρών.

Εχει μια φοβερή γοητεία η σκηνοθεσία γιατί είναι πολύ πιο κοντά στο πρωτογενές ενώ αφήνει και περισσότερο χώρο για μεγαλύτερη έκθεση, κι αυτό με ενδιαφέρει. Μπορεί να μην έχει την αμεσότητα της υποκριτικής – γι’ αυτό δεν θέλω να πάψω να είμαι ηθοποιός – αλλά έχει την αμεσότητα του ποιος σάς μιλάει και τι σκέφτεται».

 

Γιατί γίνατε ηθοποιός;

«Είμαι πια πολύ σίγουρος για τους λόγους. Ο βασικός είναι φόβος και η δυσκολία επαφής με τον εαυτό. Ενα πλαίσιο καθορισμένο, πλαστό, που ορίζεται με κανόνες και προσομοιάζει με τη ζωή, μου δίνει ασφάλεια και ταυτότητα. Νιώθω καλύτερα τώρα. Ενιωθα άβολα μέσα στη ζωή. Στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής μου ήθελα να φύγω – πού να πάω; Πουθενά. Μόνο από το θέατρο δεν ήθελα να φύγω.

Ο δεύτερος λόγος είναι η αποδοχή – μεγάλη η ανάγκη μου. Δεν υπάρχει άλλο επάγγελμα με τόσο μεγάλη και άμεση αποδοχή. Κι όταν δεν έρχεται, τώρα πια λόγω εμπειρίας, με το αίτημα της αποδοχής να μικραίνει, μπορώ να είμαι και πιο παρών στη ζωή μου. Παλιά μού κόστιζε.

Πιο πολύ με ενδιαφέρει να νιώθω εγώ καλά μέσα σ’ αυτό που σου προτείνω και λιγότερο να μου πεις εσύ ότι σου άρεσε. Οταν αυτά τα δύο ταυτίζονται, είναι υπέροχο. Μια μεγάλη τρύπα μέσα μου έχει κλείσει. Νιώθω ότι η δουλειά που διάλεξα μου το έδωσε όλο πίσω. Εισέπραξα μεγάλη γενναιοδωρία από τους ανθρώπους και είμαι ευγνώμων – και μάλιστα έγκαιρα, δεν άργησε. Είμαι 42 χρόνων και είμαι πολύ καλά».